In Bloom των Nana Ekvtimishvili, Simon Groß
Δυο δεκατετράχρονες φίλες στην Τυφλίδα της Γεωργίας, λίγο μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, προσπαθούν να βρουν το δρόμο τους προς την ενηλικίωση, με διαφορετικό τρόπο η κάθε μία. Βγαλμένες από διαφορετικά κοινωνικά περιβάλλοντα έχουν στην πραγματικότητα να αντιμετωπίσουν παρόμοια προβλήματα. Την επιθετικότητα μιας ανδροκρατούμενης κοινωνίας και το χάος μιας χώρας σε μετάβαση. Η ενδοοικογενειακή βία, οι ελλείψεις σε τρόφιμα και οι αναταραχές στους δρόμους αλλά και ο απόηχος ενός εμφύλιου πολέμου που έχει μόλις ξεσπάσει δημιουργούν το ιστορικο- κοινωνικό πλαίσιο της ταινίας. Μέσα σε αυτό τα δυο κορίτσια διεκδικούν, υποτάσσονται, συμμαχούν και μαλώνουν, άλλοτε με παιδική αθωότητα και άλλοτε με έναν πρώιμο εφηβικό δυναμισμό που εκπλήσσει.
Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Nana Ekvtimishvili και του Simon Groß κουβαλάει έντονα τα αυτοβιογραφικά στοιχεία της γεωργιανής σκηνοθέτριας. Επεισόδια από την καθημερινότητα των δύο ηρωίδων υφαίνουν νωχελικά τον κινηματογραφικό ιστό δημιουργώντας μια μελαγχολική ατμόσφαιρα που κινείται ανάμεσα σε χαλαρές ειδυλλιακές σκηνές και αναπάντεχες εκρήξεις βίας, ανάμεσα στη μαγική ομορφιά των προσώπων και τη θλιβερή παρακμή της χώρας.
Η κυρίαρχη οπτική είναι αυτή της πιο χειραφετημένης από τις δύο ηρωίδες. Αν και εσωστρεφής φαίνεται να έχει τον έλεγχο και να κινεί τα νήματα της κινηματογραφικής αφήγησης. Στη μοναδική σκηνή του χορού, την ωραιότερη ίσως της ταινίας, ξεδιπλώνεται με τον πιο αισθησιακό τρόπο ο ψυχικός της κόσμος, το πείσμα και η ευαισθησία της.
Ωστόσο και τα δύο κορίτσια φαίνονται εγκλωβισμένα σε έναν κόσμο καταπιεστικό, ο οποίος τις αγνοεί αλλά και τις τρομοκρατεί. Χαρακτηριστικό δείγμα αυτού του κόσμου αποτελεί ένα όπλο, το οποίο εμφανίζεται ως δώρο προστασίας, κυκλοφορεί ως μόνιμη απειλή για να καταλήξει με την τελική σκηνή στην κατάργησή του, τη συμβολική απόρριψη του παραδοσιακού τρόπου αντεκδίκησης στην περιοχή.
Το In Bloom συνιστά στην ουσία ένα κινηματογραφικό δοκίμιο για την αντρική βία και την αναζήτηση της γυναικείας εκκολαπτόμενης ταυτότητας. Οι φυσικές ερμηνείες των δύο κοριτσιών μαγνητίζουν το βλέμμα του θεατή, ενώ η εξαιρετική φωτογραφία προσδίδει στην ταινία μια ιδιαίτερη συναισθηματική απόχρωση και εικαστική αξία, καθιστώντας την ένα γνήσιο καλλιτεχνικό έργο.
Gloria, Sebastian Lelio
Μια ταινία που αποθεώνει τη γυναίκα, το Gloria πάλλεται από την εσωτερική δύναμη της ομώνυμης ηρωίδας, από το συναισθηματικό της κόσμο και την ανάγκη της για αγάπη και αναγνώριση, από την επιμονή της και το πάθος της για ζωή.
Στην τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία του ο Χιλιανός σκηνοθέτης Sebastian Lelio ακολουθεί με την κινηματογραφική του κάμερα τη Gloria, μια ανεξάρτητη εργαζόμενη γυναίκα γύρω στα εξήντα, που ζει μόνη της σε ένα μικρό διαμέρισμα στο Σαντιάγο (τον ρόλο υποδύεται η βραβευμένη με το βραβείο Καλύτερης ηθοποιού Paulina García). Έχοντας πίσω της έναν αποτυχημένο γάμο και με τα παιδιά της να διαγράφουν τη δική τους πορεία, η Gloria προσπαθεί να αντιμετωπίσει τη μοναξιά με συχνές νυχτερινές εξόδους σε club για μοναχικούς μεσήλικες. Η είσοδος ενός άντρα στη ζωή της θα ξυπνήσει ερωτικά αισθήματα ξεχασμένα από καιρό, ενώ παράλληλα φαίνεται να εξελίσσεται και σε ένα είδος σχέσης. Ωστόσο μια σειρά απογοητεύσεων που θα δοκιμάσουν τις αντοχές της και θα την ωθήσουν σε ακραίες συμπεριφορές, θα την οδηγήσουν στο σημείο από το οποίο ξεκίνησε, χωρίς όμως να κλονίσουν την αξιοπρέπεια και την υπερηφάνειά της.
Με απλή κινηματογραφική αφήγηση και με μοναδική οπτική γωνία αυτή της ηρωίδας, η ταινία διαγράφει ένα ψυχογραφικό πορτρέτο, που ζωντανεύει χάρη στην εξαιρετική ερμηνεία της Paulina Garcia. Μια γυναίκα που βλέπει τη ζωή να την προσπερνάει αδιάφορα, αλλά που δεν πτοείται και εξακολουθεί να παλεύει για τη διεκδίκηση της ευτυχίας σε μια κοινωνία που ευημερεί αλλά έχει πάψει να ελπίζει. Εξάλλου ο απόηχος μιας λανθάνουσας πολιτικής δυσαρέσκειας υποβόσκει στην ταινία και παρά τη θετική ενέργεια της ηρωίδας, είναι διάχυτη μια αίσθηση μελαγχολίας. Η Gloria τυλιγμένη μέσα στους ήχους της disco, της salsa και της bossa nova ίσως τελικά να είναι ο καλύτερος καθρέφτης μιας χώρας που πέφτει πολλές φορές αλλά ξανασηκώνεται για να διεκδικήσει την αξιοπρέπεια και την αυτονομία της με τον πιο δοξαστικό τρόπο.
Child’s Pose, Calin Peter Netzer
Μένοντας πιστό στις αρχές του σύγχρονου ρουμανικού κινηματογράφου, το Child’s Pose παρακολουθεί την παθολογική σχέση μιας μητέρας με το γιο της, σκιαγραφώντας το πορτρέτο ενός χαρακτήρα αλλά και μιας κοινωνικής πραγματικότητας.
Με στοιχεία ντοκιμαντερίστικου ύφους-κυρίως στην αρχή- η ταινία αφηγείται την τροπή που παίρνει μετά από ένα τραγικό δυστύχημα η ήδη διαταραγμένη σχέση μιας δεσποτικής εξηντάχρονης μητέρας με τον τριανταδιάχρονο γιο της. Η πορεία που ακολουθούν τα γεγονότα και οι διπλωματικοί χειρισμοί της ηρωίδας αντανακλούν την παθογένεια της ανώτερης κοινωνικής τάξης, που αναδύθηκε στη μετά Τσαουσέσκου εποχή, αλλά και ενός διεφθαρμένου κρατικού συστήματος που τη στηρίζει, γιατί επωφελείται από αυτήν.
Οι τεταμένες οικογενειακές σχέσεις και οι συναισθηματικοί εκβιασμοί που ασκούν οι γονείς στα παιδιά βρίσκονται στο επίκεντρο πολλών ρουμανικών ταινιών. Εδώ όμως ο σκηνοθέτης κινείται με λιγότερο μινιμαλιστικό τρόπο για να αποδώσει μια αντιπαράθεση σε πολλαπλά επίπεδα. Με εξαιρετικούς εσωτερικούς διαλόγους που εστιάζουν σε δύσκολες διαπροσωπικές σχέσεις αλλά και με μια εξωστρέφεια, όπως στη σκηνή της λαμπερής οικογενειακής γιορτής, ο Netzer μιλάει στην ουσία για τα παιχνίδια εξουσίας, για τον αγώνα ελέγχου και χειραγώγησης, για τα συμπλέγματα συναισθηματικής εξάρτησης, την πηγή όλων των κακών. Αλλά και για τους γονείς που χάνουν τα παιδιά τους με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο.
Εξαιρετική η ερμηνεία της Luminita Gheorghiiu στο ρόλο της μητέρας: κινείται με άνεση ανάμεσα στην κυνικότητα της υπερβολής και την τραγικότητα της απόγνωσης. Και η οποία στη συμφιλιωτική σκηνή του τέλους επιδεικνύει μοναδικά τις υποκριτικές της ικανότητες, ως ηθοποιός αλλά και ως χαρακτήρας του έργου.