Pardé/ Closed Curtain -Jafar Panahi, Kamboziya Partovi
Αποτέλεσμα ενός εγκλεισμού -του περιορισμού του Jafar Panahi από τις ιρανικές αρχές-, η ταινία δεν είναι παρά αντανακλάσεις του περιορισμού στην καλλιτεχνική δημιουργία.
Δύο πρόσωπα, ένας σεναριογράφος και μια γυναίκα, βρίσκονται ξαφνικά εξ’ ανάγκης συγκάτοικοι σε ένα εξοχικό στις ακτές της Κασπίας Θάλασσας. Ο χώρος περιορισμένος, η συγκατοίκηση αναγκαστική και η αίσθηση μιας έξωθεν απειλής (που ποτέ δεν βλέπουμε, αλλά που μας υποβάλλουν ήχοι απειλητικοί): όλα αυτά δημιουργούν τις δραματικές εντάσεις. Αν και οι όροι και οι συνθήκες της δραματικής πλοκής προδιαθέτουν για μια ταινία πολύ κοντά στη θεατρική πράξη, η ταινία είναι μάλλον ένα αυτοαναφορικό σχόλιο στην κινηματογραφική πράξη και στις περιπλοκές της.
Άλλωστε μας το υποδεικνύει και η ίδια η παρουσία του σκηνοθέτη στην ταινία: όταν εισβάλλει στο χώρο της δραματικής πλοκής, στο μέσο της ταινίας, για να διακόψει τη μέχρι τότε αφήγηση και να δημιουργήσει μια καινούρια αφήγηση και μια νέα ταινία. Ένα ντοκιμαντέρ ή μια ταινία μυθοπλασίας; Η απάντηση άγνωστη.
Ακριβώς λόγω της παρουσίας του σκηνοθέτη, η ταινία, σαν ένα εκκρεμές, αιωρείται συνεχώς ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη μυθοπλασία. Κυρίως όμως αναπτύσσεται στον ενδιάμεσο χώρο, εκεί όπου αναπτύσσεται η διαλεκτική της δημιουργίας, εκεί όπου ενοικούν οι παλινδρομήσεις, οι περιπέτειες και τα βάσανα της δημιουργίας. Και αυτός ο ενδιάμεσος χώρος -ανάμεσα σε μυθοπλασία και πραγματικότητα- είναι το εξοχικό σπίτι. Το γεγονός ότι ο θεατής -λόγω της καθήλωσης της κινηματογραφικής κάμερας- είναι ένας έγκλειστος σ’ αυτό το σπίτι τον κάνει, κατά κάποιον τρόπο, έναν εξ’ ανάγκη συμμέτοχο στην ταινία.
Παιγνιώδης στη διάθεση της, η σκηνοθεσία προκαλεί συνεχώς ερωτήματα και απορίες στον θεατή, σχετικά με τη φύση των εικόνων και των γεγονότων που αναπαρίστανται. Σαν ένα παζλ που ποτέ δεν σχηματίζεται ολόκληρο, σαν ένα αίνιγμα που παραμένει αναπάντητο, ότι έχει αξία στην ταινία δεν είναι οι αποφατικές απαντήσεις, αλλά οι συλλογισμοί, η περιπέτεια της σκέψης και του διαλογισμού. Και αυτά αφορούν πρωτίστως τον θεατή της ταινίας…
Camille Claudel 1915 -Bruno Dumont
Χειμώνας 1915. Ένα ψυχιατρείο στα νότια της Γαλλίας. Το πρόσωπο μιας γυναίκας, απροστάτευτο, γυμνό από κάθε ψιμύθιο. Το πρόσωπο της και το βλέμμα της, οι σκέψεις της. Έγκλειστη, με εντολή της οικογένειας της, η γλύπτρια Camille Claudel έχει μόνο μια επιθυμία να βγει από το ψυχιατρείο. Με αφορμή την αναμονή της για την επίσκεψη του αδελφού της, συγγραφέα Paul Claudel, η αφήγηση καταγράφει την καθημερινότητα της Camille μέσα στο ψυχιατρείο, τις σχέσεις της με τους γιατρούς και τις καλόγριες- νοσοκόμες, αλλά και με τους ψυχικά ασθενείς.
Ο Bruno Dumont, σ’ αυτήν την ταινία του, προχωρά σε μια τομή: αρνείται την περιπλάνηση στην ύπαιθρο, που χαρακτήριζε όλες τις προηγούμενες ταινίες. Η δράση περιορίζεται (για την ακρίβεια εγκλωβίζεται) μέσα στο χώρο του μοναστηρίου- ψυχιατρείου -αν και η αίσθηση της παγωμένης χειμωνιάτικης φύσης, τόσο οικείας από τις άλλες ταινίες του σκηνοθέτη, εξακολουθεί, και εδώ, να είναι ισχυρή, χάρις σε μια σκηνή περιπάτου. Ενισχυτική αυτής της αίσθησης εγκλωβισμού (που επιβάλλεται στον θεατή) και η χρήση ψυχικά ασθενών στους δεύτερους ρόλους: μια επιλογή αναμφίβολα μπρεσονική. Παράλληλα, και σε αντίθεση με το μέχρι τώρα έργo του Bruno Dumont, ο προφορικός λόγος καθίσταται κεντρικός: οι εσωτερικοί μονόλογοι της ηρωίδας, πέρα από το αναδεικνύουν την ερμηνευτική δεινότητα της Juliette Binoche, είναι το μέσο και ο οδηγός για να ιχνηλατήσει ο σκηνοθέτης ένα δύσβατο εσωτερικό τοπίο.
Η σκηνοθεσία εστιάζει πάνω στο πρόσωπο αυτής της τόσο ιδιαίτερης γυναίκας –δημιουργού. Και είναι αυτό που εντάσσει οργανικά την ταινία μέσα στη φιλμογραφία του σκηνοθέτη: όπως και στις άλλες ταινίες του Bruno Dumont, έτσι και εδώ, ο κεντρικός χαρακτήρας είναι ένας «σαλός», ένα πρόσωπο που μοιάζει να αμφισβητεί και να προκαλεί το καθιερωμένο ορθολογισμό της κοινωνίας. Ότι υπάρχει όμως πέρα απ’ αυτήν την αμφισβήτηση και πρόκληση -που συνιστά η προσωπικότητα Camille Claudel για την ανδροκρατική κοινωνία της εποχής της- είναι μια σκοτεινή ενδοχώρα, εκεί όπου η καλλιτεχνική δημιουργία συναντά τις νόσους της ψυχής: και είναι μάλλον σ’ αυτούς τους άγνωστους, αχαρτογράφητους, εσωτερικούς τόπους που περιπλανιέται η ηρωίδα (και μαζί της οι θεατές).
Tian mi mi -Hsu Chao-jen
Το οικογενειακό τοπίο είναι το φόντο σ’ αυτήν την γλυκόπικρη κωμωδία από την Ταϊβάν.
Κεντρικό πρόσωπο, ο Xiao Yang, ο νεαρότερος γιος της οικογένειας. Μάρτυρας των ερωτικών περιπλοκών στον περίγυρό του (οικογενειακό και όχι μόνο), ο νεαρός ήρωας θα επέμβει με τρόπο καταλυτικό…
Ο έρωτας που τώρα αναδύεται, ο χωρισμός που συχνά βιώνεται με τρόπο τραυματικό, οι οικογενειακοί δεσμοί (και οι συναισθηματικές υποχρεώσεις), η ερωτική έλξη (και απώθηση), το τέλος μιας σχέσης και η καινούρια αρχή: το ερωτικό τοπίο, η ερωτική προσέγγιση (και οι αναταραχές που αυτή προκαλεί) βρίσκονται στο κέντρο της ταινίας.
Η οπτική γύρω από την οποία οργανώνεται η αφήγηση είναι μάλλον παράδοξη: ανήκει στον 17χρονο και άπειρο περί τα ερωτικά ήρωα. Και είναι ίσως γι’ αυτό που ο τόνος της ταινίας, παρόλη την πρώτη ύλη -η στασιμότητα στις σχέσεις και ο χωρισμός-, είναι ανάλαφρος και συχνά περιπαικτικός…
Κατέχοντας θέση ανάλογης ενός ανήσυχου ερωτιδέα, ο ήρωας δεν παρά το πρόσωπο που θα ωθήσει κάθε άλλον προς την υπέρβαση του συναισθηματικού αδιεξόδου και προς την αναζήτηση του έρωτα…
La plaga -Neus Ballús
Ισπανία. Η ύπαιθρος της Καταλονίας. Καλοκαίρι. Καύσωνας. Τα πρόσωπα της ταινίας: ο Iurie, ένας μετανάστης από τη Μολδαβία, που δουλεύει στα χωράφια και παράλληλα είναι αθλητής της πάλης. Η Rosemarie, μια φιλιπινέζα νοσοκόμα σ’ ένα γηροκομείο. Ο Raül, ένας αγρότης. Η Maria, μια ηλικιωμένη που οι δυνάμεις της την εγκαταλείπουν και βρίσκει καταφύγιο στο γηροκομείο. Η Maribel, μια πόρνη που προ πολλού έχει διανύσει τη νεότητά της και η οποία δουλεύει στην ύπαιθρο.
Η αφήγηση παρακολουθεί με προσήλωση τις ζωές, καταγράφει, με ντοκιμαντερίστικη οπτική, τις καθημερινότητες αυτών των αληθινών προσώπων. Ζουν ζωές δύσκολες: τα βάρη της ηλικίας που γίνονται ασήκωτα, οι δυσκολίες της οικονομικής κρίσης, η ζωή του μετανάστη, η μοναξιά, οι αβεβαιότητες. Ο καύσωνας, ένα βάρος στην ύπαρξη.
Η ταινία στέκεται μετέωρη ανάμεσα σε ντοκιμαντέρ και μυθοπλασία -τα πρόσωπα που παρουσιάζονται ζουν τις πραγματικές ζωές τους. Η σκηνοθεσία σχεδιάζει, με ακρίβεια, ευαισθησία και λεπτότητα μοναδική, το συναισθηματικό πορτραίτο τους, τα όνειρα και τις προσδοκίες, τον αγώνα τους και τις αγωνίες τους για μια άλλη ζωή. Οι διαδρομές τους τέμνονται, και μέσα απ’ αυτές τις συναντήσεις, κάποιες φορές, οι ζωές τους αλλάζουν με τρόπο αναπάντεχο…
Στο λύκο/ To the Wolf -Χριστίνα Κουτσοσπύρου, Aran Hughes
Ένα χωριό στην ορεινή Ελλάδα. Άγριος τόπος, πρόσωπα χωρίς τα καλύμματα του αστικού τοπίου. Κτηνοτρόφοι. Τα πρόβατα, οι λύκοι. Ομιλίες και προφορές σχεδόν ακατανόητες. Ήχοι τραχείς, ξεροί. Εικόνες σκοτεινές, γεμάτες σκιές, μισοφωτισμένες. Τα ασήκωτα βάρη της επιβίωσης -προφανή λόγω των δύσκολων συνθηκών ζωής-, χαράσσουν τα πρόσωπα, σημαδεύουν τις ψυχές. Και στους κλειστούς χώρους, οι -τηλεοπτικές- αντανακλάσεις της οικονομικής κρίσης: προσωπικές μυθολογίες και πραγματικότητες. Αφηγήσεις για μια δύσκολη καθημερινότητα. Σχεδόν άναρθρες, κραυγές απελπισίας. Και το τέλος αναπάντεχο, απρόοπτο: οι πυροβολισμοί, οι ανακλάσεις των λάμψεων τους, κρότοι ξεροί, κοφτοί.
Η σκηνοθεσία στέκεται αμφίθυμη και μετέωρη, ανάμεσα σε πραγματικότητα και μυθοπλασία. Η ταινία θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι είναι ένα εθνογραφικό στην υφή του ντοκιμαντέρ, μια καταγραφή της ζωής στις εσχατιές του ελληνικής επικράτειας. Ωστόσο είναι το τέλος που αλλάζει το είδος σ’ αυτήν την ταινία: από ντοκιμαντέρ γίνεται ξαφνικά, και με τον πιο εκκωφαντικό τρόπο, μια ταινία μυθοπλασίας. Ότι τελικά βλέπουμε είναι ένα σκιαγράφημα για το πώς ο τόπος επιβάλλεται πάνω στα πρόσωπα, πως η οικονομική κρίση (και η μυθολογία της) εισβάλλει και διαλύει τις ζωές και τις υπάρξεις, αλλά και πως η απόγνωση και η απελπισία αποκτούν μορφή και υπόσταση….
Echolot -Αθανάσιος Καρανικόλας
Μια πένθιμη τελετή. Το μνημόσυνο για έναν φίλο που έφυγε. Ο εγκλεισμός μιας ομάδας νέων σ’ ένα εξοχικό. Το (επιμνημόσυνο) πάρτι και οι (ροκ) παρεκτροπές του.
Η δομή σ’ αυτήν την ταινία είναι διφυής: από την μια πλευρά οι συνεντεύξεις των συμμετεχόντων στην συγκέντρωση, υπό μορφή ντοκιμαντέρ, σε στυλ “talking heads”, όπου ο λόγος κυριαρχεί, τα συναισθήματα περιγράφονται και οι βαθύτερες σκέψεις αποκαλύπτονται. Και από την άλλη οι τελετές και οι τελετουργίες του πάρτι: οργιαστικές, εκτονωτικές, ένας τρόπος να εξορκιστεί η θλίψη και το πένθος, να επιβεβαιωθεί η ζωή. Η κινηματογράφηση αποσπασματική, με πλάνα κοντινά και σχεδόν ποτέ γενικά -τα αποσπάσματα μιας πραγματικότητας και ποτέ η πλήρης εικόνα της. Και πέρα απ’ αυτά, έξω, η φύση, γαλήνια, ήρεμη -το γερμανικό τοπίο του φθινοπώρου: εικόνες που μοιάζουν να αναδύονται μέσα από πίνακες ζωγραφικής της περιόδου του ρομαντισμού.
Καθώς τα τύμπανα της ροκ μπάντας ηχούν, οι απόηχοι μοιάζουν να βυθομετρούν το εσωτερικό των προσώπων. Ο ήχος, οι επίμονοι, διαρκείς κρότοι από τα τύμπανα, διεκδικεί την πρωτοκαθεδρία από τα γεγονότα, τα συμβάντα της αφήγησης. Μοιάζει ο ήχος των τύμπανων να αποκτά μια υλικότητα και γι’ αυτό υπάρχει αναμφίβολα μια αίσθηση μπεκετική στις εικόνες της ταινίας. Συγγενής με τις οργιαστικές τελετουργίες του Stephen Dwoskin (αυτού του σημαντικού πειραματιστή σκηνοθέτη), η σκηνοθεσία αρνείται τη ψυχολογία των προσώπων, τη δομημένη αφήγηση, τις εντάσεις της δραματικής πλοκής. Ότι την ενδιαφέρει είναι να εισέλθει και να κινηματογραφήσει τον σκοτεινό και απροσδιόριστο στην έκταση τόπο της ψυχής, εκεί όπου κατοικεί η θλίψη και το πένθος...
La Paz -Santiago Loza
Ταινία που σχεδιάζει το πορτραίτο ενός ψυχικά άρρωστου, με φόντο μια νοσογόνο οικογενειακή ζωή.
Ένας νεαρός που μόλις έχει βγει από το ψυχιατρείο. Επιστρέφει πίσω στην οικογενειακή εστία. Οικογένεια μεγαλοαστική. Η μητέρα κυρίαρχη και προστατευτική. Ο πατέρας μάταια επιχειρεί να συνδεθεί με τον γιο. Ένας ιστός οικογενειακών σχέσεων και εξαρτήσεων μέσα στον οποίο ο ήρωας είναι παγιδευμένος. Μοναξιά, αδιέξοδο, ασφυξία. Οι παράγοντες που πυροδοτούν τη ψυχική νόσο.
Μόνα πρόσωπα, με τα οποία ο ήρωας κατορθώνει να έχει κάποιες ουσιαστικές συναισθηματικές επαφές, η βολιβιανή στην καταγωγή υπηρέτρια και η γιαγιά. Ένα αίτημα θέτει η δραματική πλοκή για τον ήρωα: η αναζήτηση μιας συναισθηματικής ισορροπίας, η κατάκτηση της απλής ζωής. Μέσα στη φυλακή της μεγαλοαστικής ζωής, μόνη διέξοδο η απόδραση…
Stemple Pass -James Benning
Η ταινία του σημαντικού αμερικάνου πειραματιστή σκηνοθέτη αποτελείται από τέσσερα μέρη, που το καθένα αντιστοιχεί σ' ένα πλάνο. Κάθε πλάνο παρουσιάζει, από μια σταθερή οπτική γωνία, το ίδιο τοπίο, στα βουνά της Sierra Nevada της Αμερικής, τις τέσσερις εποχές του χρόνου -Άνοιξη, Φθινόπωρο, Χειμώνας, Καλοκαίρι. Μια ξύλινη καλύβα στην κάτω δεξιά γωνία της εικόνας και στο φόντο η κορυφή ενός βουνό, στον ενδιάμεσο χώρο η γεμάτη με δένδρα πλαγιά.
Τα σύννεφα στη κορυφή του βουνού που περνούν, ο καπνός από τη καμινάδα της καλύβας, οι ήχοι της φύσης, η βροχή που πέφτει, το χιόνι, το φως το καλοκαιριού που αλλάζει τα χρώματα στο τοπίο, ο ήλιος που δύει: αυτές είναι οι μοναδικές κινήσεις στα τέσσερα διαρκείας 30 λεπτών πλάνα της ταινίας. Όμως ότι έχει σημασία, εκτός της σταθερής εικόνας, είναι η φωνή του αφηγητή που διαβάζει τα ημερολόγια, το μανιφέστο και τις αποκωδικοποιημένες σημειώσεις του Ted Kaczynski, του διαβόητου τρομοκράτη βομβιστή, γνωστού ως Unabomber (ακρωνύμιο των λέξεων UNiversity & Airline BOMber). Εγκαταλείπωντας μια πολλά υποσχόμενη ακαδημαϊκή καριέρα -βοηθός καθηγητής στο Berkeley- και ζώντας ως ερημίτης, σε μια ανάλογη με της ταινίας καλύβα, απομονωμένος στα δάση της Montana, ο μαθηματικός Ted Kaczynski έσπειρε τον τρόμο στις δεκαετίας 70, 80 και 90, στοχεύοντας κυρίως στο περιβάλλον των πανεπιστημίων και στις αεροπορικές εταιρείες. Μετά τη σύλληψη του, καταδικάστηκε στην ποινή της ισόβιας κάθειρξης για τη δολοφονία τριών ανθρώπων και το τραυματισμό 23.
Ξεκινώντας από το 1971, με τις σημειώσεις του τις σχετικές με το κυνήγι, η αφήγηση σιγά –σιγά κλιμακώνεται: «αθώα» σαμποτάζ στη πρώην φιλενάδα του και αργότερα η τρομοκρατική δραστηριότητα. Ότι αναδύεται από την αφήγηση είναι οι προσωπικές σκέψεις, οι πολιτικοί στοχασμοί ενός μηδενιστή που μάχεται την τεχνολογία και τον σύγχρονο πολιτισμό.
Η ταινία συγκροτεί μια άλλη από τη συνηθισμένη εμπειρία θέασης, όπου το σινεμά γειτνιάζει με τη ζωγραφική, αλλά και την τέχνη της απαγγελίας. Στο κέντρο της ταινίας μια αντιπαράθεση: εικόνες μιας φύσης σχεδόν ανέγγιχτης από τον άνθρωπο και τον σύγχρονο πολιτισμό και από την άλλη μια φωνή που ιχνογραφεί τον εσωτερικό κόσμο ενός ερημίτη και τις παρεκτροπές του. Στο τέλος, ο ήχος ενός ελικοπτέρου, ενώ ο ήλιο δύει, είναι μια παραφωνία γεμάτη σημασίες: η αφήγηση (και η απαγγελία) έχει ολοκληρωθεί, η απομόνωση έχει τερματιστεί, ο Unabomber έχει συλληφθεί, ο τεχνολογικός πολιτισμός έχει επιβληθεί της φύσης…
TPB AFK: The Pirate Bay Away From Keyboard -Simon Klose
Με αφετηρία το 2009, το ντοκιμαντέρ αυτό παρακολουθεί τα της δίκης των τριών πρωτεργατών του The Pirate Bay, του πιο δημοφιλούς ιστότοπου διανομής αρχείων.
Οι Fredrik Neij, Gottfrid Svartholm Warg και Peter Sunde, μέσω του The Pirate Bay, ήταν αυτοί που με τρόπο έμπρακτο και σαφή, αμφισβήτησαν την παγκόσμια κυριαρχία του Χόλιγουντ. Οι οικονομικές ζημίες, που προκλήθηκαν λόγω της ελεύθερης διανομής ταινιών, που ο ιστότοπος αυτός προωθεί, ήταν (και εξακολουθούν να είναι) τεράστιες. Ο σκηνοθέτης, με κέντρο τις δικαστικές διαδικασίες, παρακολουθεί τις ζωές αυτών των αντισυμβατικών σκανδιναβών. Μέσω της δικαστικής διαδικασίας, η ταινία θέτει στο κέντρο της προσοχής κάποια καίρια ζητήματα σχετικά την ελευθερία στο διαδίκτυο. Παράλληλα αναπτύσσει και ένα προβληματισμό σχετικό με τα πνευματικά δικαιώματα (και την εμπορευματοποίηση τους) στη σύγχρονη ψηφιακή εποχή. Ότι αναδύεται από τις εικόνες αυτού του ντοκιμαντέρ, είναι μια άλλη κουλτούρα –η ψηφιακή- και ένας άλλος τρόπος ζωής, που βρίσκεται σε αντίθεση με τρόπους και οπτικές της σύγχρονης εμπορευματικής κοινωνίας.
Ωστόσο, αλλού βρίσκεται το κέντρο βάρους σ’ αυτό το ντοκιμαντέρ: Η έκφραση του τίτλου «Away From Keyboard» (Μακριά από το πληκτρολόγιο) είναι ενδεικτική της σκηνοθετικής οπτικής. Ο σκηνοθέτης, στο περιθώριο της δικαστικής διαμάχης, καταγράφει μια ζωή -αυτή των τριών προσώπων- πραγματική, καθόλου ψηφιακή, γεμάτη αντιφάσεις και συγκρούσεις: τα συναισθήματα, τα άγχη, οι εντάσεις, οι αγωνίες -που τροφοδοτούνται- από τις πιέσεις της δίκης, συνιστούν έναν ισχυρό συναισθηματικό πυρήνα, γι’ αυτό το ελάχιστα δημοσιογραφικό ντοκιμαντέρ.
Δημήτρης Μπάμπας