Η 46η διοργάνωση και πρώτη της νέας διοίκησης –πρόεδρος Γιώργος Χωραφάς, διευθύντρια Δέσποινα Μουζάκη –κατά κάποιο τρόπο επισφράγισε το προφίλ του Φεστιβάλ: εξακολουθεί να παραμένει σταθερά προσανατολισμένο στην ανάδειξη και η υποστήριξη ενός ιδιαίτερου στη μορφή κινηματογράφου που περισσότερο σήμερα από ποτέ απειλείται από ένα κινηματογράφο τύπου «multiplex». Παράλληλα η νέα διοίκηση έχοντας να διαχειριστεί ένα σημαντικά υψηλότερο προϋπολογισμό προσέδωσε στη διοργάνωση έναν ογκώδη χαρακτήρα: το μεγάλο πλήθος τιμητικών αφιερωμάτων και παράλληλων εκδηλώσεων υπάρχει κίνδυνος να διαταράξουν τις ισορροπίες και εν τέλει να ακυρώσουν την σημασία και την βαρύτητα κάθε τιμητικής εκδήλωσης. Οι επισημάνσεις της ΠΕΚΚ είναι καίριες: «Μας ανησυχεί η συνεχιζόμενη διόγκωση του θεσμού, εις βάρος των σαφέστερων επιλογών και της ουσιαστικότερης επικοινωνίας». Στο πρόγραμμα βρίσκουμε τρία τιμητικά αφιερώματα σε έλληνες σκηνοθέτες –στον Γιώργο Πανουσόπολο, την Αντουανέτα Αγγελίδου και τον Νίκο Παπατάκη –και έξι τιμητικές επισημάνσεις (spotlighs) –στους Αλέξη Μπίστικα, Γρηγόρη Γρηγορίου, Κώστα Μανουσάκη, Άρη Ρέτσο, Όλια Λαζαρίδου και στον Χρήστο Βακαλόπουλο. τέλος υπήρξαν κα τα τιμητικά αφιερώματα στους Πατρίς Σερό/ Patrice Chereau, Μάικλ Ουίντερμποτομ/ Michael Winterbottom και οι εκθέσεις των Βιτόριο Στοράρο/ Vittorio Storaro και Ντιν Ταβουλάρις. Ενώ φέτος δόθηκε ο μεγαλύτερος αριθμός τιμητικών Χρυσών Αλέξανδρων από ποτέ. Δύο όμως ήταν τα γεγονότα που σημάδεψαν την πετυχημένη από οργανωτική πλευρά φετινή διοργάνωση: η πλήρη ρετροσπεκτίβα του έργου του ταϊβανέζου Χου Χσιάο-χσιέν/ Hou Hsiao-hsien του σημαντικότερου οπτικού στυλίστα σήμερα. Μαζί με τα αφιερώματα στο Ιάπωνα Σέιτζουν Σουζούκι/ Seijun Suzuki και τους κορεάτες Παρκ Τσαν–γουκ/ Park Chan-wook (με την τριλογία της εκδίκησης) και Κιμ Τζι-γουν/ Kim Jee-woon έδωσαν στην διοργάνωση ένα έντονο από απωανατολικό χρώμα. Και τέλος η τιμητική εκδήλωση στο Φράνσις Φορντ Κόπολα, ένα γεγονός –κορύφωση που από πλευράς δημοσιότητας υπερκάλυψε όχι άδικα πολλές όψεις του φεστιβάλ.
Διεθνές Διαγωνιστικό
Γυναίκες που αναζητούν τις κρυφές όψεις του κόσμου ή τις χαμένες ισορροπίες του εαυτού τους μια έντονη γυναικεία σκηνοθετική παρουσία –5 γυναίκες σκηνοθέτες- ήταν το φετινό χαρακτηριστικό (επιλογή Δέσποινα Μουζάκη, σύμβουλοι Αλέξης Γρίβας, Λευτέρης Αδαμίδης, Νίκος Σαββάτης). Στο Play (Αλίσια Σέρσον / Alicia Scherson) η κεντρική ηρωίδα ανακαλύπτοντας ένα walkman θα ανακαλύψει περιπλανώμενη στους αγνώστους δρόμους μιας πόλης ένα νέο κόσμο. Την περιπλάνηση στον αστικό ιστό θα βρούμε και στην ταινία Μια νύχτα (Νίκι Καρίμι/ Niki Karimi). Με έντονες επιρροές από τον Αμπάς Κιαροστάμι η σκηνοθέτις εστιάζει σε τρία μοντέλα σχέσεων ανάμεσα σ’ έναν άνδρα και μια γυναίκα. Για τη νεαρή ηρωίδα της ταινίας Στα παρασκήνια (Εμανιέλ Μπερκό/ Emmanuelle Bercot) είναι η εμμονή της για μια τραγουδίστρια ποπ-είδωλο που οδηγεί τα βήματα της. Επικεντρωμένη στη μεταξύ τους σχέση η σκηνοθέτις σκιαγραφεί το πορτραίτο μιας ζωής μοναχικής κάτω από τη λάμψη των φώτων. Μια ζωή απομονωμένη ζει στην ταινία Καρπός στα στάχυα (Ζανγκ Λου/ Zhang Lu) η ηρωίδα και ο μικρός γιος της σε μια μικρή πόλη της Κίνας. Φέροντας το στίγμα της διαφορετικής καταγωγής και βιώνοντας τον κοινωνικό αποκλεισμό η ηρωίδα οδηγείται σε τραγικές επιλογές. Τις συνέπειες της ανέχειας, της ένδειας και του αποκλεισμού βιώνει και η μικρή τσιγγάνα στην ταινία Το κορίτσι ταξιδιώτης (Πέρι Ογκτεν/ Perry Ogden) εδώ η απουσία κάθε προοπτικής συνιστά μια αληθινή τραγωδία. Ο κόσμος μιας οικογένειας υπάρχει στο Πώς περνάν οι ώρες (Ινές ντε Ολιβέιρα Σέσαρ/ Ines de Oliveira Cézar). Το θέμα –οι αναπάντεχες τραγωδίες της ζωής –αναδύεται μέσα από τις δυναμικές των σχέσεων μεταξύ των μελών μιας οικογένειας, ενώ οι εικόνες στιγματίζονται από την πίστη (!) αντιγραφή σκηνών, από το Μητέρα και γιός του Αλεκσάντερ Σοκούροφ. Οι μικρές τραγωδίες του έρωτα, οι ασύμπτωτες διαδρομές της ζωής δίνουν την πρώτη ύλη στην ταινία Ερωτευμένοι (Ουάνγκ Μινγκ- τάι/ Wang Ming-Tai). Μια τραγωδία βρίσκεται στο κέντρο της ταινίας Η ευτυχία του άλλου (Φιν Τροχ / Fien Troch). Η σκηνοθέτις ιχνογραφεί μ’ έναν ελλειπτικό τρόπο τους απόηχους της, σε μια ομάδα προσώπων δημιουργώντας ισχυρά συναισθηματικά πορτραίτα χαρακτήρων. Οι Βορινές πολιτείες (Ντενίς Κοτέ/ Denis Côté) σχεδιάζουν το πορτραίτο ενός νεαρού άνδρα που αλλάζει την ζωή του μ’ ένα δραματικό τρόπο και αναζητά μια νέα ζωή σ’ ένα τόπο. Με φόντο τη Νέα Υόρκη το ίδιο συμβαίνει και με τον κεντρικό ήρωα της ταινίας Άνθρωπος σπρώχνει καρότσι (Ραμιν Μπαχράνι/ Ramin Bahrani) αυτός βιώνει τους απόηχους μιας προσωπικής τραγωδίας που ακόμα αντηχούν στη ψυχή του. Πορτραίτα με κωμικές αποχρώσεις νεαρών ανδρών που ζουν μια ζωή χαλαρή βρίσκουμε στην ασπρόμαυρη Μαύρη βούρτσα (Ρόλαντ Βράνικ/ Roland Vranik). Τέλος ο Αίμα (Άματ Εσκαλάντε/ Amat Escalante), που κινείται στην ίδια αισθητική επικράτεια με τον Κάρλος Ρειγάδας, αφηγείται τις μονότονες όψεις μιας οικογενειακής ζωής καθώς βρίσεκατι εν εξελίξει μια τραγωδία. Το πρόγραμμα συμπλήρωναν και οι ελληνικές Γλυκιά μνήμη (Κυριάκος Κατζουράκης) και Κινέττα (Γιώργος Λάνθιμος).
Ελληνικές ταινίες
Ως ένα χώρος όπου αποτιμάται η κατάσταση και σκιαγραφείται το τοπίο το φεστιβάλ είναι ο καθρέφτης μιας σκληρής πραγματικότητας. Στη φετινή παραγωγή όπως σημειώνει και ο επιμελητής του τμήματος Θάνος Αναστόπουλος «οι μισές ταινίες είναι πρώτες, οι δεύτερες σκηνοθετών ενώ ανάλογο ποσοστό κατέχουν οι ανεξάρτητες παραγωγές. Τέλος πάνω από τις μισές ταινίες έχουν γυριστεί πρωτογενώς σε ψηφιακό μέσο πριν καταλήξουν να μετατραπούν σε φιλμ». Και τη φετινή χρονιά είχαμε τη ισχυρή παρουσία των ταινιών τεκμηρίωσης. Η δήλωση της ΠΕΕΚ είναι εύγλωττη: «Επισημαίνοντας την ουσιαστική υπεροχή των ταινιών τεκμηρίωσης, η ΠΕΕΚ απονέμει το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο ντοκιμαντέρ του Σπύρου Ταραβήρα Buzz, όχι μόνον επειδή αγαπάει με πάθος το σινεμά και τους αφανείς εργάτες τους, αλλά και γιατί καταφέρνει να συνδέει την Ελληνική διασπορά με τη μυθολογία του Χόλιγουντ». Στις ταινίες μυθοπλασίας (οι σημαντικότερες των οποίων δεν έκαναν την πρεμιέρα τους στο φεστιβάλ) ξεχωρίζει η τολμηρή διαπραγμάτευση ενός θέματος –οι μετανάστες –που προκαλούν την αποστροφή αφού αποκαλύπτει τις εγγενείς αδυναμίες και προκαταλήψεις της ελληνικής κοινωνίας (Όμηρος, Κωνσταντίνος Γιάνναρης) και τέλος η ιδιαίτερη ονειρική (ή μάλλον εφιαλτική) ατμόσφαιρα μιας ερεβωδους Αθήνας όπου ο Κάφκα συναντά το Μπόρχες (Το όνειρο του σκύλου, Αγγελος Φραντζής).
Ματιές στα Βαλκάνια
Στις ταινίες του τμήματος Ματιές στα Βαλκάνια (επιλογή Δημήτρης Κερκινός) βρίσκουμε μικρές και «ασήμαντες» πραγματικότητες μιας ολόκληρης περιοχής, όπως συμβαίνει στη σπονδυλωτή Απολεσθέντα, μουσικές περιπλανήσεις που ιχνογραφούν το πορτραίτο μιας Πόλης (Ο ήχος της Πόλης, Φατί Ακίν) ή αλληγορικές περιπλανήσεις σ’ ένα μεταπολεμικό τοπίο (Ο Κουκούμι, Ισά Κιόσια) όπου η ελευθερία για κάποιους εξακολουθεί να’ ναι το ζητούμενο. Ορισμένες εστιάζουν σε γυναικεία πρόσωπα που προσπαθούν να απελευθερωθούν από τα δεσμά τους (Kontakt, Σεργκέι Στανοικόβσκι) και αναζητούν μια ταυτότητα (Lady Zee, Γκεόρκι Ντγουλγκέροφ), που διεκδικούν την σεξουαλικότητα τους (Ρίνα, Ρουξάντρα Ζενίντε). Κάποιες άλλες είναι απεικονίσεις με τους τρόπους μιας κωμωδίας χαρακτήρων μιας μικρής κοινότητας Τι είναι ένας άντρας χωρίς μουστάκι ; (Χρβογέ Χριμπάρ) ΄Η είναι απεικονίσεις με τους τρόπους ενός δράματος των τραυμάτων που προκαλεί και ο τυφλός εθνικισμός Κορώνα – γράμματα (Ουγιούρ Γιουτζέλ). Η απελευθέρωση ή η απόδραση είναι πάντα ένα σταθερό μοτίβο στις ταινίες των Βαλκανίων. Στο Πήγαινε δυτικά (Άχμεντ Ιμάμοβιτς) βρίσκουμε δύο ομοφυλόφιλους στο κέντρο ενός εφιαλτικού τοπίου στα μετόπισθεν ενός εμφυλίου πολέμου. Υπάρχει επίσης και στο έργο του Κουτλούκ Αταμάν (Δύο κορίτσια, Η Λόλα κι ο Μπίλιντικιντ, Η ιστορία του φιδιού) με τα κεντρικά πρόσωπα να στενάζουν μέσα σ’ ένα ασφυκτικό περιβάλλον, αναζητώντας μια έξοδο.
Ορισμένες αποκλίνουν από τους μέσους όρους. Όπως η ταινία Από τάφο σε τάφο (Γιάν Τσβίτκοβιτς) που εκ πρώτης όψεως μοιάζει ως μια τεράστια τοιχογραφία χαρακτήρων μιας μικρής κοινότητας, όμως καθώς η αφήγηση προχωρά- αργά αναδύεται το θέμα της : ο θάνατος και η ζωή, το πένθος και η χαρά. Η πτώση του αγγέλου (Σεμί Καπλάνογλου) δείχνει ως σπουδή σ’ ένα γυναικείο χαρακτήρα που στιγματίζεται από τη μελαγχολία, καθώς όμως η αφήγηση εξελίσσεται η νεαρή κοπέλα θα κάνει την δική της επανάσταση διεκδικώντας τη ελευθερία και τη σεξουαλικότητα της.
Τέλος Η οδύσσεια του κυρίου Λαζαρέσκου (Κρίστι Πούιου) εστιάζοντας στα της νοσηλείας ενός ηλικιωμένου αποκαλύπτει σταδιακά κάτι απρόσμενο και αποτρόπαιο: το θάνατο σε πλήρη δράση, το αργό τέλος μιας ανθρώπινης ύπαρξης, το σβήσιμο μιας ψυχή.
Μεξικάνικος Κινηματογράφος
Όψεις μιας μακρινής και άγνωστης κινηματογραφίας αποκάλυψε αυτό το αφιέρωμα (επιλογή Αλέξης Γρίβας). «Εν αρχή» ήταν η πιο διάσημη ταινία της μεξικάνικης περιόδου του Λουίς Μπουνιουέλ, οι Λος Ολβιδάδος: Ξεχασμένοι από την κοινωνία μια τραγωδία για τις άγριες όψεις της ζωής στις μεγαλουπόλεις, μια ταινία «κοινωνικού προβληματισμού» απρόοπτα επίκαιρη.
Δείγμα ενός πάλαι ποτέ ακμάζουσα εμπορικού κινηματογράφου είναι το γυναικείο μελόδραμα Σαλόν Μέχικο (Εμίλιο «Ελ Ίντιο Φερνάτες) : εδώ τα στερεότυπα του χολιγουντιανού μελοδράματος τοποθετούνται σ’ ένα λατινοαμερικάνικο πλαίσιο αυξάνοντας έτσι την αποτελεσματικότητα τους. Όψεις μιας ιδιαίτερης ανησυχίας τόσο στο αισθητικό επίπεδο όσο και στη θεματολογία μπορούμε να αναγνωρίσουμε στις πειραματικές ταινίες Η μυστική συνταγή, οι κάκτοι του Ρουμπέν Γκάμες, όπου βρίσκουμε χρήση αλληγορικών σχημάτων, μοντάζ επηρεασμένο από τον Αιζεστάιν, σουρεαλιστικές αναφορές. Αλλά και στις βιογραφίες του Πώλ Λεντούκ για τον αμερικάνικο δημοσιογράφο John Reed (Ακατάβλητο Μεξικό) και την Frida Kahlo ( Φρίντα): είναι αντισυμβατικές προσεγγίσει στο είδος της βιογραφικής ταινίας.
Η ταινία Κανόα (Φελίπε Κασάλς), είναι μια κινηματογραφική έρευνα – αναπαράσταση ενός αποτρόπαιου συμβάντος πολιτικής μισαλλοδοξίας, άριστο δείγμα πολιτικού κινηματογράφου που χωρίς να’ ναι κραυγαλέος είναι καίριος. Κάτι ανάλογο είναι και οι Αθώες φωνές (Λουίς Μαντόκι) μια αγωνιώδης κραυγή απελπισίας για τις βάρβαρες και αποτρόπαιες συνέπειες στην παιδική ηλικία μιας εγκληματικής πολιτικής. Ένα σημαντικό τμήμα του αφιερώματος: αποκαλύπτει άγνωστες πλευρές δημιουργών του παρόντος όπως του Αλφόνσο Κουαρόν: οι δύο ταινίες του αν και επικεντρώνονται σ’ ένα κοινό θέμα –η σεξουαλική ελευθερώτητα- είναι τόσο διαφορετικές στο τόνο, με την πρώτη να’ ναι ανάλαφρη (Μόνο με το ταίρι σου) και τη δεύτερη μελαγχολική (Θέλω και τη μαμά σου). Ή του Γκιγιέρμο ντελ Τόρο, με την cult πρώτη του ταινία Κρόνος, μια ανανεωτική και δημιουργική προσέγγιση στο μύθο των βαμπίρ και το Στη ράχη του διαβόλου, μια πολιτική αλληγορία με τη μορφή μιας ιστορίας φαντασμάτων.
Επίσης βρίσκουμε την πρώτη συνεργασία του Γκιγιέρμο Αριάγα με τον Αλεχάνδρο Γκονσάλες Ινιάριτου, Χαμένες αγάπες, μια σπουδή στις διαφορετικές όψεις της αγάπης αλλά και την πρόσφατη με τον Τόμι Λι Τζόουνς, Οι τρεις ταφές του Μελκιάδες Εστράδα, μια ταινία για μια ανδρική φιλία που δεν γνωρίζει συνοριακές γραμμές.
Τέλος από το παρόν υπάρχει μια «αιρετική» εμπορική επιτυχία Το πάθος του πατέρα Αμάρο (Κάρλος Καρέρα), πορτραίτο ενός αντιφατικού χαρακτήρα αλλά και μια ταινία για τις κρυφές όψεις της θρησκευτικής εξουσίας. Και τέλος η εμβληματική τελευταία ταινία του Κάρλος Ρειγάδας Battle In Heaven μια πρωτότυπη διαπραγμάτευση του θέματος της ενοχής (με επιρροές από ένα πορνογραφικό σινεμά), όπου τα σύνορα ανάμεσα στο υποκειμενικό και το αντικειμενικό είναι θολά και ασαφή.
Νέος Ιρλανδικός Κινηματογράφος
Το αφιέρωμα στο Νέο Ιρλανδικό Κινηματογράφο (επιλογή Κωνσταντίνος Κοντοβράκης) παρουσίασε την καθαρή εικόνα μιας ευρωπαϊκής κινηματογραφίας μέσα από το έργο μιας ομάδας νέων σκηνοθετών. Σ’ αυτό υπήρξαν ταινίες όπως η πειραματική Ζάχαρη (Πάτρικ Τζόλι & Ρένολντ Ρένολντς) όπου ένα δωμάτιο γίνεται το τοπίο όπου θα παιχτεί ένα από τα δράματα της ψυχής. Ή το Ο Μίκιμπο κι εγώ (Τέρι Λοουν) για τα δράματα και τις αγωνίες της παιδικής ηλικίας με φόντο μια ταραγμένη πολιτικά περίοδο.
Προσανατολισμένη στο σήμερα είναι Το φαινόμενο του φωτοστέφανου (Λάνς Ντέιλι) μια κωμωδία τοιχογραφία χαρακτήρων που αναζητούν ανακούφιση στη νυχτερινή ζωή από τις εντάσεις και τα άγχη της καθημερινότητας. Από το άγχος και τα πάθη του έρωτα σημαδεύονται και τα πρόσωπα στο Μνήμη χρυσόψαρου (Λιζ Γκιλ). πολυπληθής όπως η προηγούμενη, η ταινία αυτή τη φόρμα μιας ανάλαφρης ερωτικής κομεντί γίνεται ένα χρονικό των ερωτικών παθών του σήμερα.
Άξια ιδιαίτερης επισήμανσισης είναι ο Άνταμ κι ο Πολ (Λένι Έιμπραμσον), με ήρωες δύο ναρκομανείς. διάστικτη από κωμικά στοιχεία –στο νου μας έρχονται τα κωμικά δίδυμα (όπως ο Χοντρός και Λιγνός) και ο βουβός κινηματογράφος – η ταινία προχωρά λίγο περισσότερο: εδώ υπάρχει η ζωή υπό προθεσμία, υπάρχει το αδιέξοδο της ύπαρξης, υπάρχει το τέλος μιας διαδρομής. Στις εικόνες αυτής της ταινίας πέρα από τους κωμικούς τόνους αντανακλάται η απελπισία της ύπαρξης.
Το σινεμά της Δανίας: Οικογενειακές και άλλες ιστορίες
Η κινηματογραφία της Δανίας είναι σήμερα ίσως πιο σημαντική της Γηραιάς Ηπείρου και το αφιέρωμα επιλογή Κωνσταντίνος Κοντοβράκης) αποκαλύπτει τι κρύβεται πίσω από τη βιτρίνα των μεγάλων ονομάτων και των αφοριστικών μανιφέστων. Σ’ αυτές τις ταινίες η οικογένεια είναι.ένας σημαντικός παράγοντας της δραματικής πλοκής ή ο τόπος όπου διεξάγονται τα δράματα. Όπως συμβαίνει στο Ουκ επιθυμήσεις τη γυναίκα του πλησίον σου (Σουσάνε Μπίερ) μια ταινία τριγωνικής σχέσης ανάμεσα σε δύο αδέλφια και τα τη σύζυγο του ενός, αλλά και μια ταινία για το πόσο ασφαλής χώρος είναι η οικογένεια. Ο οικογενειακός χώρος βρίσκεται και στην ταινία Ο Κινέζος (Χενρικ Ρούμπεν Γκένς), ένα μελόδραμα που διακρίνεται για τη θερμή των συναισθημάτων. Στην Ανθρωποκτονία (Περ Φλι) ο ήρωας απομακρύνεται από τα συζυγική εστία για να γευτεί το διαφορετικό. Βαθύτατα πολιτική και (επι) κριτική η ταινία προσεγγίζει το ζήτημα της τρομοκρατίας και των συνεπειών της ενώ εστιάζει στις ογκώδεις διαστάσεις που παίρνει η κρίση της μέσης ηλικίας.
Η ηρωίδα βρίσκεται σε κρίση προσωπική και Στα δικά σου χέρια (Ανέτε Κ. Όλεσεν) μια ταινία που υπακούει στους κανόνες του Δόγματος, διαδραματίζεται στο χώρο των φυλακών και σφραγίζεται από ένα λόγο θεολογικό. Τα ήθη και ο κόσμος των φυλακών υπάρχει και στη ταινία Τα μήλα του Αδάμ (Άντερς Τόμας Γένσεν). Ο τίτλος αποκαλύπτει τις θεολογικές αναφορές αυτής της γλυκόπικρης κωμωδίας, που εστιάζει στη αέναη πάλη του Καλού με το Κακό.
Το Είμαι ο άγγελος του θανάτου –Pusher III (Νίκολας Βίντινγκ Ρεφν) δανείζεται τη φόρμα της γκανγκστερικής ταινίας, για μια περιήγηση στη «άγρια» πλευρά της ζωής, ακολουθώντας τα ίχνη ενός εμπόρου ναρκωτικών. Τέλος το Allegro (Κρίστοφερ Μπόε) είναι ένα παιχνίδι με το είδος της επιστημονικής φαντασίας. Αυτή η εντυπωσιακή στη μορφή της ταινία διαπραγματεύεται τη σχέση μνήμης –λήθης, το παρελθόν που ξαφνικά επιστέφει ζητώντας δικαίωση.
Ημέρες Ανεξαρτησίας
Το παράλληλο «αιρετικό» τμήμα, του οποίου την διεύθυνση ανέλαβε ο Λευτέρης Αδαμίδης, χαρακτηρίστηκε από τολμηρότητα στις προτάσεις του. Πρότεινε άγνωστα στο ελληνικό κοινό ονόματα όπως ο βετεράνος Σέιτζουν Σουζούκι, ένας πολύμορφος και άκρως πρωτότυπος σκηνοθέτης που οδηγεί στα ακρότατα όρια της την τυπικά ιαπωνική εμμονή για την σύνθεση του κάδρου ή ο κορεάτης Κιμ Τζι- γουν που χρησιμοποιεί τα κινηματογραφικά είδη ως χώρους όπου ασκείται ένα ιδιαίτερο προσωπικό στυλ. Στις προτάσεις αυτού του τμήματος βρίσκουμε την Μιράντα Τζουλάι/ Miranda July, μια σκηνοθέτις που διερευνά τις διαφορετικές εκδοχές της οικειότητας στο αστικό τοπίο, τον Ζερόμ Μπονέλ/ Jérôme Bonnell και τον Άντριου Μπουτζάλσκι/ Andrew Bujalski. Οι υπόλοιπες ταινίες αποκαλύπτουν το πιο ανήσυχο σινεμά του σήμερα.
Στο τμήμα Νέοι Αμερικάνοι βρίσκουμε το Police Beat (Ρόμπινσον Ντεβόρ/ Robinson Devor) ένα μετά- noir όπου η περιρρέουσα άγρια πραγματικότητα διαπλέκεται με το ταραχώδες συναισθηματικό σύμπαν ενός αστυνομικού. Η απροσδόκητα επίκαιρη γαλλική ταινία Η προδοσία (Φιλίπ Φοκόν/ Philippe Faucon) εστιάζει στο τραύμα της Αλγερίας και σε ζητήματα όπως η επιφυλακτικότητα προς τον Άλλο. Ταινία αναμέτρησης μ’ ένα ιστορικό παρελθόν που στοιχειώνει ακόμα το παρόν με φόντο τις σχέσεις μεταξύ δύο αδελφών είναι και οι Αδελφές (Χούλια Σολομόνοφ / Julia Solomonoff). Ταινία σχέσεων είναι επίσης το Ονειρεύομαι το διάστημα (Αλεξέι Ούτσιτελ/ Alexey Uchitel): εδώ το φόντο είναι ένα ασφυκτικό πολιτικό καθεστώς ενώ στο προσκήνιο υπάρχει μια ιδιόμορφη αδελφική σχέση μεταξύ ενός νεαρού και ενός πρώην πολιτικού κρατουμένου. Πορτραίτο ενός βίαιου χαρακτήρα, απεικόνιση μιας ζωή ακραίας, το Τσότσι (Γκάβιν Χουντ/ Gavin Hood) επικεντρώνεται στις σταδιακές αλλαγές που συμβαίνουν στην ψυχή του ήρωα: εκεί όπου το Καλό θα συντρίψει το Κακό. Στις σταδιακές αλλαγές που συμβαίνουν στο κεντρικό ήρωα της ταινίας Χαμηλό προφίλ (Κρίστοφ Χοχχόϊσλερ/ Christoph Hochhäusler) εστιάζει η σκηνοθεσία καθώς έχουμε ένα παιχνίδι –φλερτ με τη ενοχή. Η ενοχή βρίσκεται επίσης στο κέντρο της ταινίας Το ξεχασμένο παιδί (Τζέιν Σιν/ Jane Shin): ενώ η σκηνοθέτις δημιουργεί ένα φανταστικό, παράλληλο της πραγματικότητας, σύμπαν όπου η εξέγερση και η ανυπακοή συνιστούν την κορύφωση. Οι κωμικοί τόνοι χρωματίζουν και την ταινία Πολίτης Σκύλος (Ουισίτ Σασανατιένγκ/ Wisit Sasanatieng). Το τοπίο είναι αστικό, η ιστορία ερωτική αλλά αυτό που έχει σημασία είναι οι παρεμβάσεις: έντονα χρώματα, μελοδραματικοί τόνοι, σουρεαλιστικές υπερβολές δημιουργούν ένα μοναδικό οπτικά αποτέλεσμα. Στην ταινία Ο μασέρ (Μπριγιάντε Μεντόζα/ Brillante Mendoza) μπορούμε να διακρίνουμε ένα δυϊσμό: από την μια πλευρά υπάρχει η τελετουργία μιας κηδείας από την άλλη η τελετουργία μιας «επί πληρωμή» σεξουαλικής συνεύρεση. Ο σκηνοθέτης μέσα από ένα υπνωτικό ρυθμό αντιπαραβάλει τον σεξουαλικό πόθο με τον επικήδειο θρήνο δημιουργώντας το πορτρέτο του νεαρού ήρωα.
Υπάρχουν δύο ταινίες που επικυρώνουν με τον καλύτερο τρόπο τον λόγο ύπαρξης αυτού το φεστιβάλ (και αυτού του τμήματος). Η πρώτη με τίτλο Εγκαταλελειμμένη γη του πρωτοεμφανιζόμενου Βιμουκτί Τζαγιασαντούρα/ Vimukthi Jayasundara εστιάζει σ’ ένα ζευγάρι, τον εραστή της συζύγου και την αδελφή του σύζυγου. Αρνούμενη τις κυριολεξίες, μ’ ένα κινηματογραφικό ύφος που θυμίζει Οταρ Ιοσελιάνι αλλά και Τσάι Μινγκ-λιανγκ, ο σκηνοθέτης δημιουργεί μια ποιητική ατμόσφαιρα: Οι απόηχοι ενός πολέμου που έχει τελειώσει, οι διαδρομές των ανθρώπων μέσα στο χώρο, ο ογκώδης και βασανιστικός σεξουαλικός πόθος. Η δεύτερη είναι του επίσης πρωτοεμφανιζόμενου Μπουλί Λανέρ/ Bouli Lanners Ουλτρανόβα εδώ έχουμε το πορτρέτο ενός νεαρού ήρωα καθώς ζει μια ζωή ανιαρή. Ο σκηνοθέτης σχεδιάζει μ’ ένα ελλειπτικό τρόπο, γεμάτο υπαινιγμούς, το συναισθηματικό τοπίο μιας ζωής σε μετάβαση.
Δημήτρης Μπάμπας