El triste olor de la carne, Cristobal Arteaga Rozas
Η ταινία αποτελεί ένα μεγάλο μονοπλάνο 90 λεπτών, στο οποίο παρακολουθούμε την αγωνιώδη περιπλάνηση ενός άντρα στους δρόμους μιας ισπανικής πόλης, μια συνηθισμένη μέρα. Περιπλάνηση κατά την οποία ο ήρωας, πατέρας ενός μικρού κοριτσιού, φαίνεται να ακολουθεί μια συγκεκριμένη διαδρομή: μεταφορά του παιδιού στο σχολείο , διεκπεραίωση κάποιων υποθέσεων, επιστροφή με την μικρή στο σπίτι. Μόνο που η συγκεκριμένη μέρα δε θα είναι σαν τις άλλες.
Με την κάμερα στο χέρι να ακολουθεί με ασθματικό ρυθμό τον ήρωα, ο Rozas αποκαλύπτει σταδιακά τα κομμάτια ενός παζλ που συμπληρώνουν με κλιμακωτή ένταση την εικόνα ενός δράματος. Την απεγνωσμένη τελευταία διαδρομή ενός καταχρεωμένου μεσοαστού λίγο πριν την τελική πράξη. Ακολουθώντας από πολύ κοντά κάθε βήμα του ήρωα, στις λεωφόρους με τα πολυτελή καταστήματα, στο αυτοκίνητο, στο λεωφορείο, η κάμερα καταγράφει τη γεμάτη άγχος ανάσα του, τις απεγνωσμένες προσπάθειες για αναζήτηση λύσεων καθώς και την απρόσωπη ατμόσφαιρα μιας πόλης που μες την άγνοια της αντιμετωπίζει με απάθεια την προσωπική τραγωδία. Η αίσθηση μιας ασφυξίας, που υποδηλώνεται από την αρχή της ταινίας El triste olor de la carne/ The Sad Smell of Flesh, γίνεται ιδιαίτερα έντονη προς το τέλος. Ο Rozas καταφέρνει με ένα δύσκολο σκηνοθετικά εγχείρημα να μεταδώσει την ψυχολογική πίεση και τα αδιέξοδα μιας μεσοαστικής κοινωνίας που γίνεται θλιβερό ανάλωμα της οικονομικής κρίσης, έχοντας υποθηκεύσει τα πάντα.
Bluebird, Lance Edmands
Σε μια μικρή επαρχιακή πόλη στην αμερικανική πολιτεία του Μάιν, στα σύνορα με τον Καναδά η οδηγός ενός σχολικού λεωφορείου θα διαπράξει ένα εγκληματικό λάθος. Στο τέλος της υπηρεσίας της, ένα πουλί θα αποσπάσει την προσοχή της με συνέπεια να μην ολοκληρώσει τον τυπικό έλεγχο του οχήματος. Την επομένη, ένα αγόρι που είχε αποκοιμηθεί μέσα στο λεωφορείο, βρίσκεται μισοπεθαμένο στα πίσω καθίσματα. Η νεαρή μητέρα του είχε ξεχάσει κι αυτή να πάρει το παιδί, όντας υπό την επήρεια αλκοόλ. Είναι Γενάρης και το χιόνι βαραίνει το τοπίο και τους λιγομίλητους ανθρώπους κάνοντας τους να δείχνουν ακόμα πιο μοναχικοί. Μια στασιμότητα πλανάται στους χώρους, η αίσθηση της ματαίωσης, της επίγνωσης μιας παρακμής. Η μοναδική βιομηχανία χαρτιού της περιοχής βρίσκεται κι αυτή σε ύφεση. Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον το τραγικό περιστατικό εγείρει όχι μόνο αισθήματα ενοχής στους υπεύθυνους, αλλά αφυπνίζει και τις παγωμένες συνειδήσεις τους. Η οδηγός είναι αυτή που θα υποφέρει περισσότερο. Σύζυγος και μητέρα μιας έφηβης κόρης, παραπαίει ανάμεσα στην απόγνωση και την κατάθλιψη, ώσπου καταρρέει.
Η ταινία παρακολουθεί με τη σειρά όλα τα εμπλεκόμενα στην ιστορία πρόσωπα. Τη νεαρή μητέρα του αγοριού που δουλεύει σε ένα μπαρ, το σύζυγο-έναν υλοτόμο που βρίσκεται σε δεινή οικονομική κατάσταση-, την κόρη, με τα προβλήματα και τις εφηβικές ανησυχίες της. Ζωές κολλημένες που δεν ελπίζουν σε τίποτα, εκτός από το κορίτσι που δείχνει κάποια διάθεση για αλλαγή. Αν και το Buebird θυμίζει αναπόφευκτα λόγω θέματος το «The sweet hereafter» του Atom Egoyan κινείται ωστόσο σε πιο μικρή κλίμακα, διαφοροποιούμενο τόσο ως προς το φιλοσοφικό βάθος όσο και ως προς τη γραφή. Εδώ έχουμε μια απλή, γυμνή σχεδόν απεικόνιση και ένα ρεαλιστικό ύφος πολύ κοντά στο ντοκιμαντέρ. Ο Edmands καταφέρνει ωστόσο με τα χρώματα και το βάθος της κάμεράς του να μεταδώσει αυτή την κλειστοφοβική και μελαγχολική ατμόσφαιρα της μικρής πόλης, είτε κινηματογραφεί στον εσωτερικό χώρο μιας κουζίνας, είτε στο ανοιχτό δασώδες τοπίο της περιοχής. Και αυτό τελικά συνιστά και τη βαθύτερη ουσία της ταινίας.
Styd (Shame), Yusup Razykov
Σε μια υπό κατάρρευση ναυτική βάση της βόρειας Ρωσίας στη χερσόνησο Κόλα, εντός του Αρκτικού κύκλου, μια κοινότητα γυναικών περιμένει τους άντρες να επιστρέψουν από μυστική αποστολή στην περιοχή. Η νεοαφιχθείσα σύζυγος του Ρώσου αξιωματικού, που βρίσκεται με το πλήρωμά του στο πυρηνοκίνητο υποβρύχιο, δε φαίνεται ωστόσο να συμμερίζεται την αγωνία των γυναικών ούτε το πνεύμα αλληλεγγύης που τις διακατέχει. Η βοήθεια που προσφέρει είναι καταναγκαστική προτιμώντας να παραμένει απαθής παρατηρήτρια των όσων συμβαίνουν γύρω της. Ψυχρή και απόμακρη αλλά και με μία προκλητική διάθεση ανεξαρτησίας γίνεται γρήγορα ο στόχος αρνητικών σχολίων της τοπικής κοινωνίας. Ακόμα και η είδηση του τραγικού συμβάντος που προοιωνιζόταν από την αρχή και θα συγκλονίσει την κοινότητα την αφήνει ατάραχη. Μόνο μια τυχαία συνάντηση με το παρελθόν του άνδρα της θα τη συγκινήσει, δίνοντας διαφορετική τροπή στην αφηγηματική εξέλιξη της ταινίας.
Βασισμένη σε ένα πραγματικό γεγονός, την τραγωδία του Κουρσκ, που είχε βυθιστεί αύτανδρο τον Αύγουστο του 2000 στον Αρκτικό ωκεανό, και με κεντρικό άξονα μια αινιγματική ξένη, η ταινία χρησιμοποιεί κυρίως την εικόνα του παγωμένου πολικού τοπίου για να υποβάλει μια ατμόσφαιρα θλίψης, λίγο πριν την καταστροφή. Αλλά και αυτήν της επί χρόνια καταπιεσμένης γυναικείας ταυτότητας. Πιο δυναμική στο πρώτο της μέρος, όπου διαγράφεται η ψυχολογία μιας απομονωμένης κοινότητας σε κατάσταση αναμονής, προβάλλει με επιτυχημένο τρόπο τη δυναμική ή αδυναμία αντίστοιχα των εγκλωβισμένων γυναικών. Αντιπαραθέτοντας σταθερά την κινητικότητά τους με την απάθεια ή απόσταση της κεντρικής ηρωίδας. Τα πρόσωπα σε αυτό το πρώτο μέρος θυμίζουν τσεχωφικούς ήρωες, που είναι έγκλειστοι σε έναν κόσμο που αργοπεθαίνει, αρνούμενοι να δουν την πραγματικότητα. Με την αναζήτηση από την ηρωίδα του τρίτου προσώπου- μιας γυναίκας από το παρελθόν του απόντα συζύγου - η ταινία περνάει στο δεύτερο μέρος, που αποδυναμώνει την κινηματογραφική αφήγηση, φωτίζει όμως τη ψυχρή συμπεριφορά του κεντρικού χαρακτήρα. Κι ενώ η σωτηρία του τρίτου προσώπου αποκτά ιδιαίτερο νόημα για την ηρωίδα, το παγωμένο προσωπείο της σπάει στην εξαιρετική σκηνή του τέλους, όπου στο μέσον ενός αχανούς χιονισμένου τοπίου, η μοναξιά εναγκαλίζεται την τρέλα.
September, Πέννυ Παναγιωτοπούλου
Η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της Πέννυς Παναγιωτοπούλου παρακολουθεί τη ζωή μιας νεαρής γυναίκας που ζει μόνη της με το σκύλο της σε ένα μικρό διαμέρισμα στην Αθήνα. Η Άννα -πάνω στην οποία βασίζεται η ταινία- έχει αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση συντροφικότητας με το ζωντανό, που αποτελεί και το μοναδικό αποδέκτη της βαθύτερης ανάγκης της για επικοινωνία. Παράλληλα αρχίζει να παρατηρεί τους γείτονες, μια ευτυχισμένη τετραμελή οικογένεια, στον κήπο των οποίων καταφεύγει συχνά ο Μανού για να παίξει. Ο ξαφνικός θάνατος του σκύλου θα ανατρέψει τις εύθραυστες ισορροπίες στην ήρεμη ζωή της , ενώ η ταφή του στον κήπο των γειτόνων θα αποτελέσει την αφορμή για τις συχνές επισκέψεις της στον προσωπικό τους χώρο. Οι σχέσεις που διαμορφώνονται από δω και πέρα ανάμεσα στην Άννα και την ευτυχισμένη οικογένεια, σχέσεις αποδοχής αλλά και σκληρής απόρριψης της ιδιόρρυθμης γειτόνισσας, θα αποτελέσουν και την αφορμή για μια δύσκολη διαδρομή αυτογνωσίας και συναισθηματικής ωρίμανσης της ηρωίδας. Παράλληλα θα αναδείξουν την προβληματικότητα αλλά και τις ελλείψεις της απέναντι κανονικής πλευράς.
Η ταινία σε πρώτο επίπεδο καταγράφει με απλό και σιωπηλό τρόπο μια πραγματικότητα πολύ οικεία, αυτήν της ανθρώπινης μοναξιάς και αποξένωσης στα μεγάλα αστικά κέντρα. Η ηρωίδα διεισδύει στο γειτονικό σπίτι για να αναπληρώσει αρχικά ένα κενό κερδίζοντας τη συμπάθεια όχι μόνο της συζύγου αλλά και του θεατή. Αυτό όμως που αρχικά εμφανίζεται σαν αθώα είσοδος στο γεμάτο ζωή «σπίτι των ονείρων της» μεταμορφώνεται σε εισβολή , το ίδιο σχεδόν τρομακτική με αυτές των ταινιών του Χάνεκε. Η απελπισμένη οικειοποίηση του χώρου των άλλων και η εμμονική διεκδίκηση της προσωπικής ευτυχίας την καθιστά πρόσωπο δυσανάγνωστο, σχεδόν απειλητικό.
Η Παναγιωτοπούλου, δέκα χρόνια μετά την πρώτη της ταινία «Δύσκολοι αποχαιρετισμοί: ο μπαμπάς μου», επιστρέφει με μια ταινία πιο στοχαστική, για να μιλήσει κυρίως μέσα από τα βλέμματα και τα κοντινά πλάνα στα πρόσωπα για τους απωθημένους φόβους, τα όρια και τη συμβατικότητα των ανθρώπινων σχέσεων. Για τη διαχείριση της ανθρώπινης μοναξιάς και την επιθυμία του να ανήκεις κάπου, όντας διαφορετικός. Η ταινία, αν και μελαγχολική, αφήνει ωστόσο ένα παράθυρο αισιοδοξίας με την τελευταία της σκηνή. Η κεντρική ηρωίδα , ερμηνευμένη εξαιρετικά από την Κόρα Καρβούνη, έχοντας διανύσει μια πορεία δοκιμασίας βρίσκει τελικά το θάρρος να αντιμετωπίσει τους προσωπικούς της δαίμονες. Για να επιβραβευτεί με το ξεκίνημα μιας καινούριας ζωής.
της Καλλιόπης Πουτούρογλου [ Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]