baden-baden.jpg

Baden Baden, Rachel Lang
Απογοητευμένη από την αποτυχία μιας απόπειρας να βρει δουλειά στο Βέλγιο η νεαρή Άννα επιστρέφει στη γενέτειρά της, το Στρασβούργο. Η κάμερα εισβάλλει κατευθείαν στη ζωή της με ένα εισαγωγικό κοντινό πλάνο –σεκάνς που αποκαλύπτει τη δυναμική της πλευρά. Από τη στιγμή αυτή και ως το τέλος την παρακολουθεί σταθερά καθιστώντας την τον κεντρικό πυρήνα της ταινίας.
Ταινία συναντήσεων που λαμβάνουν χώρα μέσα σε ένα καλοκαίρι αλλά κυρίως πορτρέτο μιας εικοσιεξάχρονης στο μεταβατικό στάδιο προς τη συναισθηματική ενηλικίωση, η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Rachel Lang συνδυάζει τον ευφυή αρχιτεκτονικό σχεδιασμό στη φόρμα με την ελευθερία και την παραδοξότητα του ενστίκτου στην αφήγηση.
Μέσα από σκηνές-στιγμιότυπα, που διατηρούν την αυτονομία τους αλλά εντάσσονται σε μια ρέουσα κινηματογραφική αφήγηση αποτυπώνεται η πορεία ενός κοριτσιού έωλου, εγκλωβισμένου σε μια παθιασμένη εφηβεία. Πνεύμα ελεύθερο, απίστευτα ζωντανή και πεισματάρα, αλλά χαοτική και χωρίς στόχους, η Άννα φαίνεται να προσιδιάζει περισσότερο σε αγόρι, τόσο ως προς την εμφάνιση όσο και ως προς τη συμπεριφορά. Ο κινηματογραφικός φακός την παρακολουθεί μέσα από μια σειρά τυχαίων ή προγραμματισμένων συναντήσεων με ανθρώπους που θα επηρεάσουν την πορεία της προς την ωρίμανση. Έναν καλό φίλο(το alter ego της) με τον οποίο φλερτάρει χωρίς αναστολές, τον πρώην αγαπημένο της με τον οποίο για κακή της τύχη επανασυνδέεται, μια φίλη το ίδιο παρορμητική με αυτήν, έναν υδραυλικό που τη συντροφεύει στην εμμονική της προσπάθεια να χτίσει μια ντουζιέρα, την πολυαγαπημένη της γιαγιά, κομβικό πρόσωπο στην ιστορία. Πρόκειται στην ουσία για επεισόδια που συνθέτουν άλλοτε με χιούμορ και άλλοτε με δραματικούς τόνους τη ζωή της ηρωίδας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, που συνεχώς αλλάζει αλλά είναι πάντα οριοθετημένο μέσα σε εξαιρετικά φωτογραφημένα γεωμετρικά κάδρα, η Άννα θα επιχειρήσει να βρει τις ισορροπίες της, θα αναμετρηθεί με την απώλεια και θα αναγκαστεί να πάρει σημαντικές αποφάσεις. Δεν είναι τυχαίο που το τέλος καθορίζεται από μια ακόμα συνάντηση, την πιο αναπάντεχη και λιγότερο προβλέψιμη της ταινίας. Παράλληλα μια σκηνή που επανέρχεται με έντονα κωμικό τρόπο -παραπέμποντας στο οπτικό, λακωνικό χιούμορ του Buster Keaton- αποτελεί το συνδετικό κρίκο των παραπάνω επεισοδίων. Η σκηνή που φαίνεται τελικά να δίνει και τον τίτλο στην ταινία-αφού γιαγιά και εγγονή δεν ταξιδεύουν ποτέ στην ομώνυμη γερμανική λουτρόπολη- είναι αυτή της επίμονης και επίπονης ανακαίνισης ενός μπάνιου, ενδεικτική ίσως της προσπάθειας της ηρωίδας να βάλει τάξη στο χάος της προσωπικής της ζωής.
Η ταινία παρόλο που ακολουθεί μια γραμμική αφήγηση υιοθετεί στο ρυθμό το χαρακτήρα της κεντρικής ηρωίδας, ακροβατώντας στα όρια και παίζοντας με τις αντιθέσεις. Καταργώντας τα στερεότυπα αρσενικού- θηλυκού, τα γλωσσικά σύνορα και τη ψυχρή ρεαλιστική απεικόνιση, το Baden Baden αρνείται τη γνωστή παραμυθία ανάλογων κοινωνικών ταινιών για να γίνει μια ταινία πιθανοτήτων πολύ κοντά στο σουρεαλιστικό. Η Rachel Lang καταφέρνει έτσι μέσα από μια ταινία φοβερά σύγχρονη να αποτυπώσει μια ευρωπαϊκή γενιά σε σύγχυση, ευάλωτη αλλά και αποφασιστική, που προσπαθεί να βρει το δρόμο της με το δικό της μοναδικό τρόπο.
quand-on-a-17.jpg
Quand on a 17, André Téchiné
Με το Quand on a 17 ο André Téchiné επιστρέφει στο προσφιλές του θέμα της εφηβείας, έχοντας αυτή τη φορά συν-σεναριογράφο τη  Celine Sciamma, γνωστή για τις εξαιρετικές ιστορίες ενηλικίωσης αλλά και αναζήτησης της εφηβικής σεξουαλικής ταυτότητας.  Χωρισμένη στα τρία τρίμηνα ενός σχολικού έτους και στις αντίστοιχες εποχές τους και με φόντο ένα επιβλητικό φυσικό τοπίο, αυτό της νοτιοδυτικής ορεινής Γαλλίας, η ταινία σκιαγραφεί το πορτρέτο δύο νέων που παλεύουν με τα συναισθήματά τους λίγο πριν την ερωτική αφύπνιση. Το εισαγωγικό  παράθεμα του Marcel Proust για την εφηβική ηλικία και οι σχετικοί με τον τίτλο στίχοι του Rimbaud που θα ακουστούν λίγο αργότερα δίνουν διακριτικά το στίγμα της ταινίας.
Ο υιοθετημένος μιγάς Τhomas, που ζει ψηλά στα Πυρηναία και πρέπει κάθε μέρα να διασχίσει μια μεγάλη απόσταση για να κατέβει στην πόλη και ο ξανθός συνομήλικός του Damien, με μητέρα γιατρό και πατέρα πιλότο δε φαίνεται να έχουν τίποτα κοινό, πέρα από το γεγονός ότι είναι συμμαθητές. Τα δυο αγόρια τα χωρίζει ένα περίεργο και ανεξέλεγκτο μίσος, που εκδηλώνεται στο σχολείο με πράξεις βίας τόσο λεκτικής όσο κυρίως σω
ματικής. Ο Τhomas, ένα αγόρι με εξωτική ομορφιά και μυϊκή δύναμη, έχει δυσκολίες στα μαθήματα αλλά και στόχους για το μέλλον. Ο επιμελής αλλά αδέξιος Damien, ξεχωρίζει στην τάξη με την ευφυΐα του, αλλά η μοναδική του πραγματική  κλίση φαίνεται να περιορίζεται στην κουζίνα της μητέρας του. Η τελευταία, μια δυναμική γυναίκα με κατανόηση και ψυχική ευγένεια, εξελίσσεται γρήγορα σε εξισορροπητική δύναμη ανάμεσά τους και συνιστά το τρίτο κομβικό πρόσωπο της ταινίας. Όταν όμως με δική της πρωτοβουλία κι έπειτα από μια σειρά συγκυριών τα αγόρια αναγκάζονται να συγκατοικήσουν, η σχέση τους  μεταμορφώνεται σε κάτι διαφορετικό.
Η ταινία στο πρώτο της μέρος παρακολουθεί τη σύγκρουση των δύο νεαρών, τις βίαιες ενέργειες εκφοβισμού στις οποίες ο Damien είναι κυρίως το θύμα. Οι εμφανείς διαφορές που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν μια φυσική αντιπάθεια φαντάζουν αρχικά ως ο μόνος λόγος αυτής της αντιπαλότητας. Είναι η περίοδος ασυμβατότητας , η φάση μιας διαρκούς εγρήγορσης και έντονης αποστροφής, της οποίας τα  αίτια αγνοούν και οι ίδιοι. Ο Téchiné κινηματογραφεί με φυσικότητα και έντονα σωματικό τρόπο την περίοδο αυτή, κατορθώνοντας ωστόσο να κρατήσει ανυποψίαστους τόσο τους ήρωες όσο και το θεατή. Η έμφαση δίνεται κυρίως στη δράση: κλεφτές ματιές, προκλήσεις, επιθετικότητα. Η βία αναδεικνύεται ως η μοναδική γλώσσα έκφρασης δύο νέων που, αν και τελικά έχουν πολλά κοινά, δε γνωρίζουν άλλο τρόπο επικοινωνίας.
Στο δεύτερο μέρος όταν ξεκινά η συγκατοίκηση, μετά από μια σύντομη περίοδο ανακωχής, αναπτύσσονται τα πρώτα αισθήματα από πλευράς του Damian, τα οποία δε συμμερίζεται καθόλου ο συνομήλικός του. Ένα παιχνίδι ερωτικής έλξης και αντίστασης, μια σχέση που συνεχώς εξελίσσεται , είναι ό,τι βλέπουμε να διατρέχει την ταινία από το σημείο αυτό έως και το τέλος. Όταν στο τρίτο μέρος οι εντάσεις καταλαγιάζουν, λόγω μιας σειράς δραματικών γεγονότων, ο φόβος και η αναστάτωση παραμερίζονται και η επιθυμία, σαν έτοιμη από καιρό, διεκδικεί τη θέση της, αμφίδρομη και καταλυτική. Αλλά και πάλι αφήνοντας αναπάντητα κάποια ερωτήματα.
Η πρώτη επιθυμία, ως άγνωστη και απειλητική δύναμη και η αβεβαιότητα που αυτή γεννάει στην εφηβική ηλικία φαίνεται να βρίσκονται στο επίκεντρο της ταινίας. Ακόμα κι αν μια σειρά ενδιάμεσων γεγονότων  αποδυναμώνουν την κινηματογραφική αφήγηση, αποτελούν ωστόσο τεχνάσματα που συμβάλλουν στην αποκάλυψη αυτού του μυστηρίου, που  ξετυλίγεται σταδιακά αλλά επιφυλάσσει διαρκώς και εκπλήξεις. Ο Téchiné επιλέγοντας ως ήρωες ένα παιδί των ορέων, που εργάζεται σκληρά και προβληματίζεται για την οικογενειακή του ταυτότητα  και ένα νεαρό αστό, που ζει μέσα στις δικές του ανασφάλειες, επιχειρεί  παράλληλα να διερευνήσει  δύο κόσμους εξωτερικά διαφορετικούς, βαθιά όμως συγκλίνοντες. Τοποθετώντας τους ήρωες του μέσα σε ένα μυθικό τοπίο λυτρωτικής ομορφιάς και παρακολουθώντας τους στο πέρασμα των εποχών, που δίνονται ανάγλυφα και με ιδιαίτερη ευαισθησία, καταφέρνει να δημιουργήσει ένα επικό όσο και λυρικό κινηματογραφικό έργο.    
fuocoammare.jpg
Fuocoammare (Fire at Sea), Gianfranco Rosi
Ένα αγόρι περιφέρεται σε μια θαμνώδη περιοχή της Λαμπεντούζα αναζητώντας το κατάλληλο κλαδί για να φτιάξει τη σαΐτα του. Ο φακός το ακολουθεί υπομονετικά στη διαδικασία αναζήτησης και επεξεργασίας του ξύλου. Είναι ο δωδεκάχρονος Σάμουελ, κεντρικός ήρωας στο Fuocoammare, και η σκηνή δεν προδίδει με τίποτα τις προθέσεις της. Αυτό που καταγράφεται αρχικά από τον Rosi είναι κυρίως η εικόνα μιας ήρεμης παραδοσιακής ζωής, στιγμιότυπα μιας καθημερινότητας που εκτυλίσσεται με ατάραχους ρυθμούς. Μια ηλικιωμένη κυρία στην κουζίνα της, η μουσική στο ραδιόφωνο και ένας τοπικός ραδιοφωνικός σταθμός που στέλνει νοσταλγικές αφιερώσεις, οι ψαράδες με τις βάρκες τους, οι περιπετειώδεις περιπλανήσεις του αγοριού με ένα φίλο του. Ένα μυστηριώδες εμβόλιμο νυχτερινό πλάνο αποτελεί ωστόσο την εισαγωγή σε μια τραγωδία που εκτυλίσσεται παράλληλα στον ίδιο τόπο. Το αγωνιώδες σήμα κινδύνου που φτάνει στο γιγαντιαίο ραντάρ ενός ακτοπλοϊκού σκάφους, μέσα σε μια ατμόσφαιρα απόκοσμη, σχεδόν εξωπραγματική.
Στο σώμα της ταινίας αρχίζουν σιγά σιγά να παρεισδύουν οι αφίξεις εξαθλιωμένων προσφύγων κυρίως από την Αφρική. Η επίπονη διαδικασία της περισυλλογής τους από τα σαθρά πλεούμενα, -πρώτα των νεκρών και ύστερα των ζωντανών-, η απόβαση στα κέντρα παραμονής, η καταχώρηση, η περίθαλψη. Η κάμερα καταγράφει τους μηχανισμούς διάσωσης με ακρίβεια και τόλμη, χωρίς να αποστρέφει το βλέμμα από την ωμή πραγματικότητα. Αποφεύγει ωστόσο τη δραματοποίηση κρατώντας σταθερή απόσταση από τις συνήθεις καταγραφές της ανθρωπιστικής τραγωδίας που κατακλύζουν τα μέσα ενημέρωσης τα τελευταία χρόνια. Εστιάζει με κοντινά πλάνα κυρίως στα μελαγχολικά πρόσωπα και λιγότερο στα καταπονημένα σώματα, εναλλάσσει τις επώδυνες στιγμές με άλλες ηπιότερες, πιο ανθρώπινες, δίνει το χρονικό της τραγωδίας, μέσα από το αυτοσχέδιο τραγούδι μιας ομάδας νεαρών διασωθέντων-μια από τις δυνατότερες στιγμές της ταινίας- και αφήνει το σχολιασμό στο μοναδικό γιατρό του κέντρου που χρόνια τώρα με μοναδική αφοσίωση περιθάλπει τους πρόσφυγες. Έναν άνθρωπο που αποτέλεσε ένα από τα κίνητρα για τη δημιουργία του ντοκιμαντέρ.
Οι δύο κόσμοι, αυτός των αναγνωρίσιμων ντόπιων και ο άλλος των ανώνυμων προσφύγων δεν συναντιούνται ποτέ στην ταινία. Μια ανεπαίσθητη αναφορά που περνάει σχεδόν απαρατήρητη και τίποτα παραπάνω. Η άγνοια ωστόσο συμβαδίζει με μια υπόγεια συμμετρία στη σύνθεση που συνιστά και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του κινηματογραφικού έργου. Χάρη στο αριστοτεχνικό μοντάζ του Jacopo Quadri και την ιδιοφυή  παρατηρητικότητα του Gianfranco Rosi  οι εναλλασσόμενες μικρές αφηγήσεις, αν και εμφανίζονται αυτόνομες και φαινομενικά ασύνδετες, υποβάλλουν με τη σειρά που εμφανίζονται  αναπόφευκτους συνειρμούς, προβάλλουν έντονες αντιθέσεις ή απλά αφήνουν ερωτήματα ανοιχτά προς απάντηση. Πίσω από τις μικροαγωνίες και τα άγχη του νεαρού ήρωα, που δίνονται με χιούμορ και αυθεντικότητα, τις επαναλαμβανόμενες καταδύσεις ενός ψαροτουφεκά και την ηδυπαθή  αφιέρωση ενός παλιομοδίτικου τραγουδιού για μια φλεγόμενη θάλασσα, μπορεί να κρύβονται για έναν υποψιασμένο θεατή πιθανοί συμβολισμοί, δεν παύουν όμως τελικά να μαρτυρούν το αυτονόητο: Την αντανάκλαση μιας κοινωνίας που συνεχίζει να πορεύεται με ανυποψίαστη αθωότητα δίπλα σε έναν κυνηγημένο κόσμο. Η μοναδική ίσως σύνδεση και σταθερό ως το τέλος σημείο αναφοράς, η προσωπική μαρτυρία του γιατρού, συγκινητική επίκληση όχι μόνο προς το θεατή αλλά και προς όλη την ανθρωπότητα.
Η ταινία βραβεύτηκε με τη Χρυσή Άρκτο στο Φεστιβάλ Βερολίνου 2016.

της Καλλιόπης Πουτούρογλου [ Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]