b_505X0_505X0_16777215_00_images_1617_golden-exits-alex-ross-perry.jpg

Golden Exits, Alex Ross Perry
Επικεντρωμένος στον τόσο οικείο από τις ταινίες του Woody Allen μικρόκοσμο των διανοούμενων της Νέας Υόρκης, ο σκηνοθέτης σ' αυτήν την ταινία του εστιάζει στα βάσανα και τα πάθη της ανδρικής ερωτικής επιθυμίας.
Επεισόδιο που εκκινεί την αφήγηση είναι η άφιξη μιας 24χρονης Αυστραλέζας (στο ρόλο η Emily Browning) στο μεσοαστικό σπίτι ενός ζευγαριού και η πρόσληψη της ως βοηθού του άνδρα. Η παρουσία της διαταράσσει τις ήδη ευαίσθητες ισορροπίες μεταξύ του ζευγαριού. Είναι ο πόθος του μεσήλικα άνδρα (Adam Horowitz) για την νεαρή κοπέλα που αποσταθεροποιεί τον στενό οικογενειακό του περίγυρο, όχι μόνο τη σχέση με τη σύζυγό του (στο ρόλο η Chloë Sevigny) αλλά και με τους στενούς συγγενείς και φίλους.
Αν υπάρχει ένας σκηνοθέτης στο σημερινό τοπίο του κινηματογράφου που εστιάζει στο ανθρώπινο πρόσωπο με κάποιες φορές ένταση, άλλοτε με ελαφρότητα αλλά πάντα με ευαισθησία αυτός είναι χωρίς αμφιβολία είναι ο Alex Ross Perry (Listen Up Philip, Queen of Earth): η γκάμα των αναφορών του είναι ευρεία –από τον Eric Rohmer έως τον Ingmar Bergman– αλλά η προσέγγιση του ιδιαίτερη. Γεμάτη γκρον πλάν τόσο στις γυναίκες όσο και τους άνδρες, η ταινία χωρίζεται σε δύο ευδιάκριτα στρατόπεδο: αυτά των δύο φυλών, των παντρεμένων ανδρών και των παντρεμένων ή ανύπαντρων γυναικών.
Όπως είναι προφανές, ό,τι προκαλεί τις συγκρούσεις και τις αναταραχές είναι ο ανδρικός πόθος -ανεξάρτητος από την ηλικία- που βιώνοντας τη συζυγική ανία διεκδικεί την κατάκτηση και την κυριαρχία. Απέναντι του αναγνωρίζουμε τη γυναικεία ανησυχία, ανασφάλεια και δυσαρέσκεια -και πάλι ανεξάρτητα ηλικία-, τη διεκδίκηση της ανδρικής προσοχής. Η δυσαρέσκεια θρέφεται από τις αναταράξεις που προκαλεί ο ανδρικός πάθος.
Στο φόντο της ιστορίας η Νέα Υόρκη την άνοιξη: την εποχή που ο ερωτικός πόθος φουντώνει. Η γυναίκα ως ερωτικό αντικείμενο του πόθου, ο άνδρας ως θηρευτής, η οικογενειακή εστία, ο γάμος και οι συμβιβασμοί του, ο έρωτας και οι παρεξηγήσεις του, οι αδελφικές σχέσεις (και οι δυσκολίες τους): αυτά είναι τα σημεία μιας πλοκής που διανθίζεται από μια λεπτή ειρωνεία.
Αν και οι επιρροές από τον Woody Allen είναι αναμενόμενες -λόγω του χώρου-, ωστόσο αυτό το σινεμά διαλόγων χρωστά πολύ περισσότερα στο Γάλλο Eric Rohmer και τις κωμωδίες του: εδώ ο λόγος -και κυρίως η πληθώρα του- δεν έχει τη βαρύτητα μιας δραματουργικής χειρονομίας, είναι απλώς η έκφραση μιας αμηχανίας υπαρξιακού χαρακτήρα. Είναι οι δυσκολίες της συμβίωσης και το ανικανοποίητο του (ανδρικού;) πόθου που αναγνωρίζουμε πίσω από τους λόγους.
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1617_tamaroz-.jpg
Tamaroz (Simulation), Abed Abest
Ακολουθώντας τους δρόμους που ο Lars von Trier άνοιξε με την ταινία του Dogville, ο νεαρός ιρανός σκηνοθέτης υπερβαίνει τις όποιες θεατρικότητες του χώρου για να αφοσιωθεί στις απολαύσεις της αφήγησης.
Τα κεντρικά πρόσωπα είναι 4 σ' αυτήν την ταινία και τα τέσσερα είναι άνδρες. Η επίσκεψη των τριών στο σπίτι του τέταρτου θα έχει ως κατάληξη την σύλληψη από την αστυνομία για παράνομη κατανάλωση αλκοόλ και τον εγκλεισμό τους. Οι αλληλοκατηγορίες που εκτοξεύονται μεταξύ των φιλοξενούμενων και του οικοδεσπότη και οι περιπλοκές που προκαλούνται θα έχουν όμως ένα τραγικό αθώο θέμα.
Ο δραματικός χώρος της ταινίας μπορεί συνεχώς να μεταβάλλεται -το αστυνομικό τμήμα, το σπίτι -όμως ο πραγματικός παραμένει ο ίδιος πάντα: το κινηματογραφικό στούντιο. Εδώ το πράσινο χρώμα χρησιμοποιείται για να τον τεμαχίσει και να τον υπογραμμίσει: πόρτες, ντουλάπια, γραφεία κ.λ.π. Ενώ επιπροσθέτως όλα τα πρόσωπα της ταινίας φορούν μπλε παπούτσια -κάτι που συνεχώς υπογραμμίζει το μη ρεαλιστικό χαρακτήρα της αφήγησης:Επιπλέον των προηγουμένων, η αφήγηση ακολουθεί μια αντίστροφη χρονολογικά δομή: μετά από την εισαγωγή και το τραγικό συμβάν τα επεισόδια κινούνται προς τα πίσω, επεξηγώντας ό,τι προηγήθηκε. Το μυστήριο των σχέσεων μεταξύ του τεσσάρων ωστόσο παραμένει ανεξιχνίαστο, παρ’ όλες τις υποψίες και πιθανολογήσεις του θεατή: και είναι αυτή η εκκρεμότητα που μοιάζει να τροφοδοτεί την αφήγηση.
Ό,τι είναι συναρπαστικό στην ταινία είναι η σκηνοθετική οπτική στο χώρο του κινηματογραφικού στούντιο και τα κεντρικά πρόσωπα. Επιρροές από τα video games συνδυάζονται με την αντιστροφή χρονολογικά αφήγηση. Ό,τι εντέλει παρακολουθούμε είναι ένα Simulation, δηλαδή μια προσομοίωση του πραγματικού. Η αίσθηση του πραγματικού που επιβάλλει μέσα από τη σκηνοθετική του στρατηγική ο σκηνοθέτης είναι τόσο ισχυρή που η οποιαδήποτε θεατρική σύμβαση παραβλέπεται και ο θεατής προσηλώνεται στα της πλοκής. Είναι οι απολαύσεις της αφήγησης που διαρκώς επανέρχονται και διασπούν ή διαλύουν κάθε στοιχείο θεατρικότητας: η κινηματογραφική μαγεία διασώζεται.
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1617_adios-entusiasmos.jpg
Adiós Entusiasmo (So Long Enthusiasm), Vladimir Durán
Απεικόνιση μιας ιδιότυπης οικογενειακής ζωής, η πρώτη ταινία του Κολομβιανού στην καταγωγή αλλά σπουδαγμένου στην Universidad del Cine της Αργεντινής σκηνοθέτη, εστιάζει στις σχέσεις και τους στενούς δεσμούς καθώς αναπτύσσονται μέσα στους κλειστούς χώρους μιας οικογενειακής εστίας.
Κεντρικός χαρακτήρας της ταινίας είναι ένας 9χρονος που ζει μαζί με την μητέρα και τις τρεις αδελφές του σ' ένα διαμέρισμα. Η ιδιαιτερότητα της οικογενειακής τους έγκειται στο γεγονός ότι η μητέρα του είναι διαρκώς κλεισμένη μέσα σ' ένα δωμάτιο. Και είναι ακριβώς αυτό το γεγονός -από το οποίο δεν απουσιάζει μια διάσταση σουρεαλιστική η καφκική κατ' άλλους (βλ. Η μεταμόρφωση) – που στιγματίζει τις ζωές όλων.
Αν κάτι θυμίζει αυτή η περίεργη μυθοπλασία και η ένταση με την οποία τη διαχειρίζεται ο σκηνοθέτης ασφαλώς είναι οι απεικονίσεις της οικογενειακής ζωής στο σινεμά της Lucrecia Martel (La Ciénaga).Η κοινή οικογενειακή ζωή περιστρέφεται γύρω ακριβώς από την κλειστή πόρτα και την έγκλειστη -οικειοθελώς υποθέτουμε- μητέρα. Εντάσεις, οι οικογενειακές σχέσεις και οι ισορροπίες των, η παιδική ηλικία και οι εμμονές της: αυτά είναι τα σημεία της καθ' ολοκληρίαν έγκλειστης στους τέσσερις τοίχους ενός μεσοαστικού διαμερίσματος δραματικής πλοκής.
 Η κάμερα προσκολλημένη στα πρόσωπα που κινούνται με κέντρο τη μόνο φωνητικά παρούσα μητέρα, δεν απόφευγα να απεικονίσει και την αίσθηση εσωστρέφειας και εγκλεισμού για όλη την οικογένεια. Εντέλει είναι αυτός το εσώτερο σύμπαν -η οικογενειακή ζωή- όπου το παράλογο είναι αποδεκτό...
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1617_toivon-tuolla-puolen.jpg
Toivon tuolla puolen (The Other Side of Hope ), Aki Kaurismäki
Στην θεωρία του κινηματογράφου, αλλά συχνά και στη συνείδηση του θεατή, υπάρχει ένα δίλημμα: από την μια πλευρά ο κινηματογράφος του δημιουργού (“ο καλλιτεχνικός κινηματογράφος” όπως συχνά τον αποκαλούν οι έμποροι του σινεμά) και από την άλλη το σινεμά των κινηματογραφικών ειδών. Αν το πρώτο διακρίνεται για την ελευθερία στην καλλιτεχνική έκφραση και η απόρριψη των στερεοτύπων, το δεύτερο διακρίνεται για την υποταγή του στους κανόνες και τις ρυθμίσεις μας κινηματογραφικής συνταγής: αυτής που αρέσει στον θεατή και εξασφαλίζει τη προσέλευσή του.
Η ταινία Toivon tuolla puolen (The Other Side of Hope) του Aki Kaurismäki είναι μια περίπτωση όπου αποδεικνύεται ότι αυτό το δίλημμα -ή αντίθεση – είναι πλαστό. Σ' αυτήν ο Φιλανδός δημιουργός εφαρμόζει όλες τις ρυθμίσεις και τις αισθητικές του κινηματογραφικού είδους που ο ίδιος δημιούργησε, αυτή τη φορά με φόντο τη πόλη που κυριαρχεί στη φιλμογραφία του, το Helsinki: η δυτική (εδώ η φιλανδική) δυσαρέσκεια, η μουσική της δεκαετίας του 70 (εδώ περισσότερο στην ακουστική της φόρμα) ως ένα διάλειμμα, τα σταθερά πλάνα, ο φωτισμός -οι μισοφωτισμένοι και γεμάτοι σκιές εσωτερικοί χώροι-, τα μισοάδεια πλάνα, η στάση, το ιδιότυπο χιούμορ (σε πολύ λίγες σκηνές είναι αλήθεια), το φλέγον κοινωνικό θέμα (η προσφυγιά), η άφιξη του κατατρεγμένου, η ανθρωπιστική οπτική.
Ναι, όπως έχει καταλάβει ο υποψιασμένος αναγνώστη, ό,τι βλέπουμε είναι μια ανακατασκευή της προηγούμενης ταινίας του σκηνοθέτη Le Havre (2011). Όμως εδώ -και ως διαφοροποίηση μάλλον στην συνταγή του κινηματογραφικού είδους θα πρέπει να το δούμε- δεν υπάρχει το ψυχολογικό βάθος και η σκιαγράφηση του Δυτικού κεντρικού χαρακτήρα (μάλλον ως νια φιγούρα με συμβολικό βάρος θα πρέπει να ιδωθεί). Ούτε βέβαια οι περιπλοκές στην πλοκή και στη δράση. Εφαρμόζοντας με τον πιο ακραίο τρόπο, ακόμα και για το μινιμαλιστικό του σινεμά, την αισθητική της λιτότητας, ο Aki Kaurismäki διαχειρίζεται αφηγηματικά και δραματουργικά, χαρακτήρες -σύμβολα, χωρίς ψυχολογικό βάθος και μια πλοκή ισχνή και σχεδόν προσχηματική. Η ταινία στερείται κάθε αυτονομίας, και αποκτά σάρκα και οστά μόνο αν τοποθετηθεί μέσα στα πλαίσια της φιλμογραφίας του σκηνοθέτη: καλείται ο υποψιασμένος θεατής να συμπληρώσει τα κενά με βάση τις προηγούμενες ταινίες του σκηνοθέτη.
Ωστόσο, η ταινία διαθέτει κάθε ελκτικό στοιχείο που θα αφήσει ικανοποιημένο τον θεατή, πιστό  ακόλουθο του κινηματογραφικού είδους “Aki Kaurismäki”. Και γι' αυτό τον λόγο, πάντα ενταγμένη μέσα στα πλαίσια του κινηματογραφικού είδους, έχει την αξία της...
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1617_droles-d-oiseaux.jpg
Drôles d'oiseaux (Strange Birds), Elise Girard
Έχοντας στο κέντρο μια 27χρονή άρτι αφιχθείσα στο Παρίσι από την επαρχία, η ταινία είναι ένα πορτραίτο με τις φαντασίες, τους τρόπους και τους συμβολισμούς ενός παραμυθιού, μιας νεαρής γυναίκας που ψάχνει τον έρωτα.
Απέναντι στην νεαρή ηρωίδα που ονομάζεται όχι χωρίς νόημα Mavie (στο ρόλο η Lolita Chammah, κόρη της Isabelle Huppert) και η οποία αναζητά την προσαρμογή στο νέο τόπο, η σκηνοθέτις τοποθετεί έναν 75χρονο (στο ρόλο ο παλιός γόης του γαλλικού σινεμά Jean Sorel). Τα αισθήματα που προκαλούνται μεταξύ τους σκιάζονται από το πολιτικό παρελθόν και τις διαφορά ηλικίας...
Με αφετηρία τον ρεαλισμό, η ταινία σιγά -σιγά παρεκκλίνει προς τις επικράτειες ενός (γυναικείου) παραμυθιού. Το πλαίσιο της ιστορίας είναι κοινωνικό-πολιτικό και αυτό σίγουρα είναι πρωτότυπο: οι αριστερές τρομοκρατικές οργανώσεις, οι ακτιβιστικές δράσεις των περιβαλλοντικών οργανώσεων. Όμως το κύριο βάρος από την σκηνοθέτιδα δίνεται όχι τόσο στα της ιστορίας, αλλά στη σχεδίαση του πορτραίτου αυτής της νεαρής γυναίκας που στιγματίζεται από την έλλειψη ερωτικού συντρόφου και αναζητά τον έρωτα στο πρόσωπο ενός άνδρα.
Με φόντο τη διανοουμενίστικη ατμόσφαιρα της Quartier latin, η ταινία αποτυπώνει την προσωπικότητα μιας ιδιαίτερης περιοχής: καφέ, βιβλιοπωλεία, μικρά διαμερίσματα. Το γλυκόπικρο χιούμορ, η συμπάθεια και η λεπτότητα με την οποία σκιαγραφείται η νεαρή γυναίκα δίνουν τους τόνους, ενώ τα μυστήρια ενός θρίλερ μόνο προσχηματικά χρωματίζουν την αφήγηση. Ό, τι έχει σημασία εδώ είναι ο γυναικείος ερωτικός πόθος και το πως αυτός μετασχηματίζει τα πρόσωπα και τον κόσμο.
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1617_colo.jpg
Colo, Teresa Villaverde
Με φόντο μια οικονομική κρίση (και τις βαθιές κοινωνικές της συνέπειες), η ταινία εστιάζει σ' ένα οικογενειακό τοπίο που στιγματίζεται έντονα απ' αυτήν.
Τρία είναι τα κεντρικά πρόσωπα της ταινίας. Ο πατέρας που όντας άνεργος περιφέρεται αναζητώντας απασχόληση. Η μητέρα που εργάζεται διπλοβάρδιες για να αποτρέψει την οικονομική  κατάρρευση της οικογένειας. Και τέλος, η έφηβη κόρη  που ζει τις αναταραχές της ηλικίας της. Αν και η αφετηρία της αφήγησης παρουσιάζει την οικογένεια να είναι σχετικά ενωμένη, ό,τι παρακολουθούμε στη συνέχεια είναι η σταδιακή διάλυση των όποιων δεσμών τους κρατούν ακόμα ενωμένους: με αποκορύφωμα την εγκατάλειψη της οικογενειακής εστίας.
 Ό,τι στιγματίζει τα πρόσωπα σ' αυτήν την ταινία είναι η  οικονομική τους κατάσταση: είναι η διάλυση της μεσοαστικής οικογένειας συνέπεια της κρίσης αυτό που βλέπουμε.  Όμως εδώ δεν βρισκόμαστε στα τοπία ενός κοινωνικού προσανατολισμένου σινεμά. Η σκηνοθέτις θέτει στο κέντρο της ταινίας την απόγνωση, την απελπισία, όπως αυτή εκφράζεται άλλοτε με τρόπους κραυγαλέους -όπως συμβαίνει με τον πατέρα και την κόρη- και άλλοτε όχι -όπως συμβαίνει με την μητέρα. Είναι η αποκοπή κάθε δεσμού, η διάλυση κάθε συνεκτικού ιστού, η κατάρρευση του κοινού και ενιαίου  χώρου, είναι τέλος η μεταλλαγή των προσώπων αυτό που παρακολουθούμε. 

Δημήτρης Μπάμπας