Diego Maradona, Asif Kapadia
Μια απόπειρα να «διαβαστεί» ξανά, από μια άλλη οπτική γωνία και με την απόσταση του χρόνου, μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, ένας αληθινός σταρ, ένας από τους μεγαλύτερους ποδοσφαιριστές του κόσμου, ο Αρμάντο Ντιέγκο Μαραντόνα.
Ακολουθώντας τους δρόμους που άνοιξε με τα προηγούμενα του ντοκιμαντέρ – Senna (2010), Amy (2015), δηλαδή πορτραίτα διασημοτήτων που βιώσαν την τραγωδία- ο σκηνοθέτης θέτει στο κέντρο της προσοχής του έναν μεγάλο ποδοσφαιριστή ο οποίος τόσο στη διάρκεια της καριέρας του όσο και μετά την παύση της αγωνιστικής του δραστηριότητας προκάλεσε τη θύελλα των μέσων ενημέρωσης.
Η αφήγηση παρακολουθεί την διαδρομή του, από ένα φτωχικό προάστιο του Μπουένος Άιρες μέχρι το απόγειο της δόξας του –τη θητεία στην ιταλική Νάπολη- και από κει στην πτώση του. Εστιάζει όμως στην παρουσία του αγωνιστική και όχι μόνο στην πόλη της νότιας Ιταλίας: αυτά εξάλλου είναι και τα πιο δραματικά χρόνια της ζωής του. Σ’ αυτήν την πόλη ο Maradona έφθασε ως πρόσφυγας αποτυχημένος, αναζητώντας καταφύγιο (και την επιτυχία) μετά την καταστροφική θητεία του στην Barcelona. Με πρώτη ύλη τις χαμηλού αναλύσεις βίντεο-εικόνες –είτε τηλεοπτικής προέλευσης, είτε ιδιωτικές καταγραφές-, ο σκηνοθέτης ανασυνθέτει βήμα-βήμα τόσο τα γεγονότα της δημόσιας παρουσίας, όσο και ό,τι έζησε ο σταρ στον προσωπικό του βίο, τα επιτεύγματα και τους θριάμβους, το προσωπικό δράμα: την μετεωρική άνοδο στα ουράνια της διασημότητας (και την παραμονή του εκεί) και την προσωπική του έκπτωση ,τη συντριβή του. Εδώ υπάρχουν τα στοιχεία μιας σαιξπηρικής τραγωδίας. Ως συμπλήρωμα των βίντεο-εικόνων, ο σχολιασμός στον παρόντα χρόνο, του σταρ αλλά και όσων βρίσκονται στον περίγυρό του –προπονητές, δημοσιογράφοι, συγγενείς-, τοποθετεί την προσωπικότητα του σταρ στις ακριβείς του διαστάσεις.
Δύο είναι τα στοιχεία που οδηγούν στην κορύφωση αυτού του σαιξπηρικού δράματος: η εμπλοκή του στα της ναπολιτάνικης μαφίας ( χρήση ναρκωτικών και όχι μόνο)και η γέννηση του εξώγαμου γιού του (και η άρνηση της αναγνώρισης της πατρότητας). Αυτά εξάλλου είναι που θα προκαλέσουν και την πτώση του Diego Maradona, προκαλώντας μια πληθώρα αρνητικών σχολίων.
Ό,τι παρακολουθούμε μέσα από την αφηγηματική – σκηνοθετική διαχείριση των βίντεο- εικόνων είναι να αναδύεται ένα δραματικό πρόσωπο που εντέλει συνθλίβεται από τους προσωπικούς του δαίμονες, που αναζητά μάταια την ηρεμία και την αυτογνωσία μέσα στους θορύβους της διασημότητας. Αυτήν την ηρεμία και αυτογνωσία θα βρει εντέλει μόνο μετά την πτώση και την απώλεια του παραδείσου της κορυφής…
Varda par Agnès, Agnès Varda
Η αίθουσα ενός θεάτρου γεμάτη με θεατές. Στη σκηνή τοποθετημένη μια καρέκλα σκηνοθέτη. Και σ’ αυτήν κάθεται η ομιλήτρια: η Agnès Varda. Ένας χείμαρρος λόγου που σχολιάζει τις εικόνες μιας δημιουργικής ζωής: Απολογισμός και αναμνήσεις, ανέκδοτα και παραλειπόμενα. Εικόνες και αποσπάσματα από ταινίες μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ, από φωτογραφίες, αλλά και από installations, βίντεο-εγκαταστάσεις στις οποίες η σκηνοθέτις δραστηριοποιήθηκε τα τελευταία χρόνια της ζωής της. Η αναλογική περίοδο του φιλμ από το 1954 έως το 2000 και η ψηφιακή από το 2000 μέχρι το τέλος της διαδρομής.
«Θέλω να φιλμάρω ό,τι είναι κοντά μου»: ο θείος Yanco στην Αμερική, ο χρόνος και ο συλλογικός φόβος του καρκίνου, ο φεμινισμός, οι Μαύροι Πάνθηρες, μια γειτονία του Παρισιού, οι ακρογιαλιές, ένας τόπος έμπνευσης, οι ιμπρεσιονιστές, τα χρώματα και το καλοκαίρι, η ciné-écriture (η σινε-γραφή), ο Jacques Demy, οι χίπις, οι φωτογραφίες της Κίνας, το φιλμ ως ένα φυσικό υλικό, τα γκράφιτι…
Η δομή της ταινίας αποτελείται από την σκηνοθέτιδα μπροστά στο κοινό να σχολιάζει όχι μα γραμμικό τρόπο, τα έργα μιας ζωής: μια συναρπαστική αφήγηση, το απόσταγμα μιας ζωής, ένα μάθημα κινηματογράφου. Μια αυτοπροσωπογραφια. Μια παιγνιώδη διάθεση αναδύεται, το χιούμορ και η αντισυμβατική σκέψη κυριαρχεί και χρωματίζει το λόγο και τις εικόνες.
«Έμπνευση. Δημιουργία. Διαμοιρασμός»: αυτό είναι το μότο της Agnès Varda. Αυτό επανέρχεται διαρκώς στο λόγο της. Είναι η διαρκής, χωρίς παύση δημιουργία που στιγματίζει το βίο της. Μόνη παύση, το τέλος βίου.
Οι πλαζ της Agnès. Μια αμμοθύελλα. «Εξαφανίζομαι στη θολούρα. Σας αφήνω». Ο τελευταίος αποχαιρετισμός της Agnès στους θεατές της…
The Dead Don't Die, Jim Jarmusch
Σχόλιο πάνω σ΄ έναν κινηματογράφο είδους που προ πολλού έχει απολέσει την αθωότητά και το δυναμισμό του, η ταινία του Jim Jarmusch ξεχειλίζει από τη χαρά του δημιουργού της καθώς «παίζει» με τα κλισέ (…ή τα αρχέτυπα αν θέλετε) των ταινιών ζόμπι.
Μια μικρή επαρχιακή κωμόπολη, ο αστυνομικός (Bill Murray) και οι βοηθοί του (Adam Driver και Chloë Sevigny), ένας ιδιόρρυθμος ερημίτης (Tom Waits) που ζει μέσα στο δάσος , οι νεαροί περαστικοί επισκέπτες της κωμόπολης (μεταξύ των οποίων και η Selena Gomez), ο «αντιπαθητικός» κάτοικός της (Steve Buscemi), μια μυστηριώδη εξωγήινη παρουσία (Tilda Swinton ), μια «διαταραχή» της φυσικής τάξης που ενεργοποιεί το Κακό, η σταδιακή εξάπλωσή και η απόλυτη κυριαρχία του σ’ αυτόν τον επαρχιακό μικρόκοσμο…
Συνεχίζοντας την περιπλάνησή του σε «ταπεινά» κινηματογραφικά είδη, όπως το γουέστερν ή οι ταινίες με «δράκουλα», ο Jim Jarmusch επισκέπτεται τώρα ένα κινηματογραφικό είδος, αυτό των ταινιών ζόμπι, ένα είδος που προ πολλού έχει εξαντλήσει τη δυναμικότητά του. Ό,τι διακρίνει κάποιος στη σκηνοθετική του οπτική είναι κυρίως μια αποδομητική -περιπαικτική διάθεση. Της διάθεσης αυτής εκφάνσεις είναι τόσο οι διάλογοι της ταινίας –όπου οι κινηματογραφικοί χαρακτήρες έχουν πολλές φορές πλήρη συνείδηση ότι υποδύονται ρόλους σε μια ταινία-, όσο και η χρήση της μουσικής υπόκρουσης, και πιο συγκεκριμένα η σχεδόν εμμονική παρουσία του κομματιού του Sturgill Simpson, The Dead Don’t Die, τραγουδιού που δανείζει και τον τίτλο στην ταινία- και τα σχόλια που το συνδοεύουν. Το κινηματογραφικό σύμπαν της ταινίας δεν είναι αυθύπαρκτο, όπως π.χ. συμβαίνει στην ταινία που «γέννησε» την κινηματογραφική μυθολογία των ζόμπι Night of the Living Dead / Η νύχτα των ζωντανών νεκρών (1968) του George A. Romero. Για να υπάρξει αυτή η ταινία του Jim Jarmusch χρειάζεται μια ολόκληρη ενδοχώρα: όλη την κινηματογραφική μυθολογία των ζόμπι, δηλαδή τα κλισέ, τα αρχέτυπα αυτού του υπο-είδους, και επιπλέον τη γνώση των αφηγηματικών και δραματουργικών μηχανισμών της κινηματογραφικής μυθοπλασίας. Χρειάζεται, δηλαδή, η ταινία θεατές «εν πλήρει συνειδήσει» και όχι αθώους.
Είναι η συγκρότηση- σύνθεση μιας μετα-μυθοπλασίας, μιας μετα-ταινίας, ό,τι παρακολουθούμε. Και αυτή η σύνθεση πραγματοποιείται με την αφηγηματική χάρη, την ειρωνεία, το χιούμορ την περιπαικτική διάθεση του Jim Jarmusch…
Gisaengchung (Parasite), Bong Joon-ho
Απεικόνιση της ταξικής διαστρωμάτωσης και της ανηλεούς ταξικής πάλης με τους όρους ενός θρίλερ, η ταινία του κορεάτη δημιουργού είναι μια πικρή στην επίγευσή της και σκοτεινή στους τόνους κωμικο-τραγωδία.
Μια οικογένεια που ζει στα υπόγεια με στερήσεις και από την άλλη μια οικογένεια που ζει μια ζωή μέσα στην αφθονία σε μια βίλλα. Οι ζωές τους θα διασταυρωθούν όταν ο νεαρός γιός της πρώτης οικογένειας θα εισέλθει στο περίκλειστο βασίλειο της δεύτερης. Εισέρχεται ως καθηγητής αγγλικών για την κόρη της πλούσιας οικογένειας. Η εισβολή του ανοίγει μια κερκόπορτα από την οποία εισέρχονται και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Καταλαμβάνουν τις θέσεις του υπηρετικού προσωπικού και –επιτέλους- ζουν μια ζωή μέσα στην αφθονία. Ωστόσο αυτές οι παρασιτικές απολαύσεις θα τεθούν «εν κινδύνω» όταν από τα υπόγεια της βίλας έρχονται στην επιφάνεια φαντάσματα από το κρυφό παρελθόν της…
Ακολουθώντας τους δρόμους που έχει ανοίξει με τις προηγούμενες ταινίες, ο Bong Joon-ho (Snowpiercer, Memories of Murder, The Host , Okja) εστιάζει τόσο στις εντάσεις ενός θρίλερ, όσο και στο κωμικό των καταστάσεων. Όλη η δράση και οι εντάσεις που αναπτύσσονται, εγκλωβίζονται στα ενδότερα της βίλας, ωστόσο το (κοινωνικό) πεδίο είναι πολύ πιο ευρύ: ό,τι βλέπουμε στην ταινία είναι η άγρια «πείνα» των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, ο άπελπις αγώνας τους να ανέλθουν, να ζήσουν μια ζωή χωρίς ανέχεια, μέσα στον πλούτο. Εδώ οι συσχετίσεις και οι αναφορές σε ταινίες όπως το The Servant (Joseph Losey) και το Teorema (Pier Paolo Pasoloni) είναι προφανείς.
Όμως, καθώς η αφήγηση προχωρά και τα παράσιτα αρχίζουν να παρασιτούν από τον ξενιστή, ένας ανταγωνισμός έρχεται στο κέντρο και διαταράσσει τις ισορροπίες της ταινίας. Ένας σκοτεινός τόνος επιβάλλεται και τα στοιχεία του δράματος έρχονται στο προσκήνιο. Στο αποκορύφωμα του δράματος (… ή μάλλον της τραγωδίας) τα στοιχεία από την gore εικονοποιία συνιστούν μια αιματοβαμμένη κάθαρση: απόδειξη και αυτή της ικανότητα του κορεάτη δημιουργού στην ανάμειξη των ετερόκλητων. Εδώ το κωμικό των σκηνών κορύφωσης (και η κρυφή ειρωνεία της) μπορεί να εκτιμηθεί μόνο από όσους έχουν θητεύσει στις σχετικές κινηματογραφικές μυθολογίες…
Nuestro tiempo (Our Time), Carlos Reygadas
Ένα ζευγάρι που ζει τις αστάθειες μια «ανοιχτής» σχέσης βρίσκεται στο κέντρο της ταινίας του μεξικάνου δημιουργού.
Ένα ράντσο στην μεξικάνικη ενδοχώρα. Μια οικογένεια. Ο άνδρας, ο Juan (στο ρόλο ο σκηνοθέτης), είναι ποιητής. Ενώ η γυναίκα, η Esther (την υποδύεται η γυναίκα τους σκηνοθέτη (Natalia Lopez) ασχολείται με τα της διαχείρισης του ράντσου. Τις ισορροπίες του έγγαμου βίου τους διαταράσσει η είσοδος ενός τρίτου προσώπου: η Esther ερωτεύεται έναν αμερικάνο συνεργάτη της. Όμως ο «ανοιχτός» γάμος που ζουν διαταράσσεται επειδή η Esther δεν μιλά για την περιπέτειά της ανοιχτά στο σύζυγό της. Η ζήλεια ξαφνικά αναδύεται και απειλεί τη σχέση τους.
Τοποθετώντας τη δράση μέσα στο αχανές και το επίπεδο της μεξικανικής ερήμου και κινηματογραφώντας από απόσταση και μέσα από ασάφειες και αφηγηματικές ελλείψεις, ο Carlos Reygadas (Japón, Batalla en el cielo, Stellet Licht, Post Tenebras Lux) αποκαλύπτει σιγά –σιγά το θέμα της ταινίας: η συζυγική κρίση. Πριν αυτή έρθει στο προσκήνιο έχει προηγηθεί η εξαιρετική εισαγωγή της ταινίας, όπου το στοιχείο της σεξουαλικής έλξης και της σχέσης άνδρα –γυναίκα βρίσκεται σε πρώτο πλάνο. Η σταδιακή ανάδυση του θέματος -η συζυγική κρίση- οδηγεί την αφήγηση από τους εξωτερικούς χώρους, στα ενδότερα και εκεί την εγκλωβίζει και την γειώνει: εδώ δεν υπάρχουν στο βαθμό που υπάρχουν σε άλλες ταινίες του σκηνοθέτη οι στιγμές απογείωσης. Οι συναισθηματικές αναταραχές και οι αναταράξεις μιας συζυγικής απιστίας, η ζήλεια που ξαφνικά κάνει την εμφάνισή της, οι συναισθηματικές περιπλοκές, οι αλήθειες και τα ψέματα, βρίσκονται στο κέντρο αυτού του μέρους. Το γεγονός ότι τους πρωταγωνιστικούς ρόλους υποδύεται ο σκηνοθέτης και η σύζυγός του εισάγει ένα στοιχείο απροσδόκητου ρεαλισμού σ’ αυτό το πολλές φορές συναισθηματικά επώδυνο οικογενειακό δράμα.
Δημήτρης Μπάμπας