Η 70η επετειακή Berlinale σημαδεύτηκε από τρία γεγονότα που επηρέασαν με διαφορετικό τρόπο και διαφορετική βαρύτητα το καθένα τη διοργάνωση. Πρώτα απ΄όλα η αλλαγή φρουράς στη διεύθυνσή της. Με νέο καλλιτεχνικό διευθυντή τον Ιταλό Carlo Chatrian -πρώην διευθυντή του Φεστιβάλ του Λοκάρνο- και διευθύντρια επί των διοικητικών την γεννημένη στην Ολλανδία Mariette Rissenbeek, το φεστιβάλ έδειξε από την αρχή έναν διαφορετικό προσανατολισμό, παραμένοντας ωστόσο πιστό στις βασικές του αρχές, ως φεστιβάλ ανοιχτό σε ένα ευρύ κοινό, με θεματική ποικιλία και εμφανές το κοινωνικοπολιτικό στοιχείο. Παρόλα αυτά οι αποκλίσεις ήταν διακριτές στο βασικότερο τμήμα του, το διαγωνιστικό, αφού δόθηκε μεγαλύτερη έμφαση στην κινηματογραφική φόρμα και όχι στη θεματολογία, όπως γινόταν έως τώρα. Παράλληλα δίπλα στο πρωτοποριακό τμήμα του Forum, στο οποίο προβάλλονται τα πιο πειραματικά projects, ήρθε φέτος να προστεθεί και το Encounters, ενδυναμώνοντας -με τις περισσότερες ταινίες του- τον τολμηρό, avant guard χαρακτήρα του φεστιβάλ.
Το δεύτερο γεγονός ήταν εντελώς τυχαίο και ήρθε απλά να ενισχύσει τους ούτως ή άλλως χαμηλότερους, πιο ήπιους και λιγότερο θεατρικούς τόνους που επικράτησαν στη φετινή διοργάνωση, παρά τη λάμψη που συνόδευσε βέβαια την έλευση μιας πληθώρας διάσημων προσκεκλημένων. Ήταν η δολοφονική επίθεση στην πόλη Hanau που έριξε βαριά τη σκιά της στην τελετή έναρξης και έδωσε αφορμή στον καλλιτεχνικό διευθυντή να αναφερθεί με έναν ειλικρινά συγκινητικό τρόπο στον ενωτικό και αντιρατσιστικό ρόλο του σινεμά. Δεδομένης ωστόσο και της κυκλοφορίας αρνητικών ειδήσεων πριν την έναρξη του φεστιβάλ, σχετικών με το παρελθόν του ιδρυτή του, Alfred Bauer, αλλά και του προέδρου της κριτικής επιτροπής Jeremy Irons, ο αέρας που έπνεε μερικές φορές (απαλλαγμένος ευτυχώς ακόμα από τον τρόμο του κορονοϊού) θύμιζε περισσότερο αέρα πολιτικής ορθότητας και όχι αυτόν μιας πραγματικά δημιουργικής αλλαγής. Τα βραβεία ωστόσο κράτησαν σταθερά τις ισορροπίες.
Το τρίτο γεγονός τέλος ήταν χωροταξικό και επηρέασε ως ένα βαθμό τις μετακινήσεις αλλά και την ατμόσφαιρα. Η επικείμενη ανάπλαση της Potsdamer Platz μεταμόρφωσε παλιούς οικείους χώρους του φεστιβάλ σε τόπους φαντάσματα, ενώ από την άλλη μια νέα φυγόκεντρη τάση προς νέες περιοχές βρίσκεται σε εξέλιξη. Κι όλα αυτά στο πλαίσιο μιας διευρυμένης προς πάσα κατεύθυνση Berlinale, που φαίνεται να έχουν θέσει ως στόχο τους οι νέοι διευθυντές.
Το Βερολίνο ως τόπος διοργάνωσης και σκηνικό δράσης
Η πόλη του Βερολίνου φέτος για πρώτη φορά δεν ήταν μόνο ο τόπος φιλοξενίας ενός φεστιβάλ, αλλά και το σκηνικό δράσης (setting) τριών ταινιών του διαγωνιστικού του τμήματος. Κοινό σημείο αναφοράς και στις τρεις διαφορετικές ως προς το είδος τους ταινίες ήταν πέρα από την ίδια την πόλη, οι λογοτεχνικές, μυθολογικές και γενικότερα καλλιτεχνικές καταβολές.
Στο τρίωρο οπερατικό Berlin Alexanderplatz του Burhan Qurbani, πηγή έμπνευσης αποτέλεσε το επικό ομώνυμο μυθιστόρημα του Alfred Döblin(1929), μόνο που εδώ παρακολουθούμε την οδύσσεια ενός παράνομου αφρικανού μετανάστη, στο σύγχρονο γκαγκστερικό Βερολίνο. Επιβλητικές εικόνες, χρωματική ένταση, μια τάση επίδειξης και μελοδράματος, μακριά ωστόσο από το ύφος και το βάθος της μνημειώδους ομώνυμης σειράς του Fassbinder (1980). Στο Schwesterlein (Μy Little Sister), ελβετικό δράμα των Stéphanie Chuat και Véronique Reymond πίσω από τη στενή σχέση που συνδέει τα δύο αδέλφια βρίσκεται το θεατρικό Βερολίνο του Thomas Ostermeier και της θρυλικής σκηνής της Schaubühne. Πίσω από το γνωστό γερμανικό παραμύθι των αδελφών Γκριμ “Χάνσελ και Γκρέτελ” συναντάμε εδώ δυο εμβληματικούς γερμανούς ηθοποιούς που δίνουν ρεσιτάλ ηθοποιίας, τη Nina Hoss και τον Lars Eidinger, να αναχωρούν και αγωνιωδώς να επανέρχονται στην πόλη που τους γέννησε ως καλλιτέχνες. Στο Undine τέλος του Christian Petzold, την πιο βερολινέζικη από τις τρεις ταινίες, ο θεατής παρακολουθεί σε μορφή διάλεξης, αλλά χωρίς ίχνος διδακτισμού, την ιστορία της πόλης και τον μύθο της, τις αλλεπάλληλες μεταμορφώσεις της και τις απόπειρες κατάργησης της μνήμης της. Η Undine, μπορεί να έχει ως πηγή έμπνευσης τα φιλολογικά κείμενα του Peter von Matt για την προδοσία στον ρομαντισμό και το λυρικό αφήγημα της αυστριακής ποιήτριας Ingeborg Bachmann“Η Undine φεύγει”, δεν παύει ωστόσο να αποτελεί ωδή όχι μόνο στον έρωτα αλλά και στην ίδια την πόλη του Βερολίνου.
της Καλλιόπης Πουτούρογλου [Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]