«Γεννήθηκα στο Μπρόνξ, μέσα στο γκέτο, σαν τον Σαλ Μίνεο και τον Αλ Πατσίνο. Στα δεκαεπτά μου χρόνια τράβηξα με μια κάμερα τα πιο όμορφα κορίτσια του σχολείου και ξεκίνησα να κάνω κινηματογράφο. Δεν υπάρχει κάτι ιδιαίτερο που χρειάζεται να μάθει κανείς. Αρκεί να τοποθετήσεις κάπου την κάμερα και να πεις «ξεκινάμε». Και μετά από κάποιες ταινίες θα καταλάβεις ότι ξέρεις να κάνεις κινηματογράφο».
Στο πρόσωπο του Έιμπελ Φεράρα/ Abel Ferrara που -όπως ο ίδιος δηλώνει- τόσο εύκολα έμαθε να κάνει κινηματογράφο, οι κριτικοί αναγνωρίζουν ένα πραγματικό ταλέντο. Ειδικά μετά την τελευταία του ταινία «Bad Lieutenant» (1992) (ε.τ. «Διαφθορά») με τον Χάρβει Κάιτελ), ένας κριτικός έγραψε πως «σκηνοθετεί με την κόψη ενός μαχαιριού», ενώ κάποιος άλλος τον χαρακτηρίζει σαν «ποιητή-γκάνγκστερ του σινεμά». Πρωτοξεκίνησε γυρίζοντας ταινίες μικρού μήκους 8mm, από τότε που ήταν ακόμα στο κολέγιο.
Η πρώτη του μεγάλου μήκους ήταν μια ανεξάρτητη παραγωγή χαμηλού προϋπολογισμού, το «Driller Killer» (1979). Ένα θρίλερ που τον δολοφόνο τον έπαιζε ο ίδιος ο Φεράρα, μια ταινία που έγινε «cult»και γυρίστηκε το 1979. Το 1981 γυρίζει το «Ms 45» (1981) που τελικά κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Ο Άγγελος της Εκδίκησης». Ήταν η ταινία που τον έκανε γνωστό σε θεατές και κριτικούς. Η σκληρή ιστορία του βιασμού μιας γυναίκας και της εκδίκησης της.
Το 1984 γυρίζει το «Fear City», μια ταινία που η επιτυχία της θα του ανοίξει τους δρόμους της τηλεόρασης. Ο τηλεοπτικός παραγωγός και σκηνοθέτης του κινηματογράφου Μάικλ Μαν θα τον αναθέσει τη σκηνοθεσία κάποιων επεισοδίων του «Miami Vice» καθώς και του πιλότου της σειράς «Crime Story».
«Το 90% των ταινιών που με σημάδεψαν το έχω δει στην τηλεόραση. Ταινίες σαν κι αυτές του Ντάγκλας Σερκ και του Ρόμπερτ Άλντρις. Αργότερα ανακάλυψα τον Φελίνι, τον Μπέργκμαν, τον Χίτσκοκ και τον Κιούμπρικ στο σινεμά. Στη συνέχεια ενδιαφέρθηκα για το πρωτοποριακό κινηματογράφο του Stan Bradchage και για τον πειραματικό κινηματογράφο του Michael Snow. Στο τέλος κατέληξα να κάνω home movies με θέμα αυτό που γνώριζα καλύτερα, τη βία του περιθωρίου, μέσα στην οποία ζούσα τότε».
Το 1987 κάνει την πρώτη της προβολή στις Κάννες η ταινία του «China Girl», μια ερωτική ιστορία ενός Ιταλού και μια Κινέζα στη Μικρή Ιταλία της Νέας Υόρκης. Κάποιοι, γι’ αυτήν την σύγχρονη εκδοχή του «Ρωμαίου και Ιουλιέτας» μίλησαν για «δράμα, αριστοτεχνικά σκηνοθετημένο».
Το 1990 κάνει τον «Βασιλιά της Νέας Υόρκης»/ King of New York με τον Κρίστοφερ Γουόκεν και το 1993 επιστρέφει με το «Bad Lieutenant».
«Κάποιες φορές απογοητεύομαι. Νιώθω σαν ένας μικρός κρίκος χωρίς σημασία στην αυτοματοποιημένη αλυσίδα της κινηματογραφικής βιομηχανίας. Παρ’ όλα αυτά κάνω πολλά σχέδια κάθε φορά. Θα ήθελα να κάνω μια ταινία για τον Παζολίνι, να προσπαθεί να αιχμαλωτίσει την ψυχή του. Είναι ένας από τους τελευταίους κλασικούς αντιήρωες σαν τον Φασμπίντερ. Δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στη ζωή τους και τις ταινίες».
Φέτος στις Κάννες, ο Έιμπελ Φεράρα έκανε την εμφάνιση του με το δεύτερο remake της κλασικής πια ταινίας τρόμου του Ντον Σίγκελ «Μακάβριοι εισβολείς»/ Body Snatchers (1993)αφήνοντας αντιφατικές εντυπώσεις. Παραγωγικότατος, ολοκλήρωσε πρόσφατα μια ακόμα ταινία, το «Snake eyes»/ Dangerous Game (1993 ) (ε.τ. Το μάτι του φιδιού) που μεταφέρει τη Μαντόνα και τον Χαρβέι Καιτέλ στα παρασκήνια μιας κινηματογραφικής παραγωγής.
«Δεν είχαμε επιλέξει τη Μαντόνα για το ρόλο, όμως εκείνη έκανε καλά τη δουλειά της. Άλλωστε χωρίς αυτήν η ταινία δεν θα μπορούσε να γίνει. Ένα μεγάλο μέρος της γοητείας της προέρχεται από τα πέντε εκατομμύρια δολάρια της αμοιβής της».
(Η ελληνική μετάφραση δημοσιεύθηκε στην εφ. Η Εποχή, Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 1993. Μετάφραση -προσαρμογή Νίκος Καλτσάς)