(…) Ποιος είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να επικρατήσεις επί των ανθρώπων και να τοποθετήσεις τον έναν ενάντια στον άλλον, ειδικά όταν η πολιτική τρομοκρατία έχει προσωρινά εγκαταλειφθεί ή όταν η νομιμότητα του κράτους αμφισβητείται;
Ξυπνώντας τα πιο σκοτεινά φυλετικά ένστικτα, εκθειάζοντας τις ιδιαιτερότητες καταργώντας το δικαίωμα της διαφορετικότητας, αποκαθιστώντας την έννοια που νομίζαμε ότι είχε θαφτεί για πάντα, αυτή του εθνικού ξεκαθαρίσματος. Πόσο επαγγελματικά, αυτό το εθνικό μίσος απλώθηκε σε τόσες πολλές χώρες πρώην κομμουνιστές! Σε χρόνο ρεκόρ ο νέος φασισμός, εξυμνώντας αυτή την εθνική φαντασίωση, κατάφερε να αναβιώσει τη νοσταλγία για μια «χρυσή εποχή» στην οποία η Ευρώπη ήταν ανενόχλητη από αυτές τις εθνικιστικές αναταραχές: το Γκούλαγκ. Είναι όμως το εθνικιστικό παραλήρημα, προερχόμενο ίσως από ανθρώπινη προδιάθεση ή ίσως και μια προσεκτικά σχεδιασμένη εφεύρεση, η μόνη εναλλακτική λύση απέναντι σ’ ένα Γκούλαγκ;
Πάντως, ένα από τα λίγα πράγματα για τα οποία είμαι σίγουρος είναι ότι οι εθνικές αναστατώσεις είναι πάντοτε προσχεδιασμένες. Εμφανίζονται πάντοτε όταν η νομιμότητα της εξουσίας αμφισβητείται, όταν πολλές δυνάμεις διεκδικούν την ίδια νομιμότητα. Έτσι μετά, υψώνεται η σημαία μιας μειονότητας, η οποία, παίζοντας το ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου, εξωθείται στην άκρη της σκηνής σαν ζωντανός στόχος. Μόνο τότε η πλειοψηφία ανακαλύπτει τη διαφορετικότητα της και βέβαια ανεβάζει και αυτή τη σημαία της και με τη σειρά της ανεβαίνει κι αυτή στην σκηνή για να διασταυρώσει κι αυτή τα ξίφη της με τους άλλους στα εκτυφλωτικά φώτα της δημοσιότητας, τόσο εκτυφλωτικά ώστε να κρύβουν τα μυστικά τους.
Είμαι Ρουμάνος γεννημένος σε μια βασιλική Ρουμανία, στα βόρεια της Βεσσαραβίας (ή οποία σήμερα είναι μέρος της Ουγγαρίας) σε ένα γερμανικό χωριό, σε επαρχία που κατοικείτο από ένα μωσαϊκό εθνοτήτων: Ρουμάνοι, Ρουθιανοί, «Γκαγκάουζες», Τούρκοι, Τάρταροι, Εβραίοι και φυσικά Ουκρανοί και Ρώσοι. Δεν υπήρχε η παραμικρή σκιά φυλετικής έντασης να ταράξει τις αρμονικές αναμνήσεις αυτής της εποχής. Όλοι -οι Γερμανοί και κάπως λιγότερο πρέπει να παραδεχτώ- ζούσαν χωρίς να έχουν επίγνωση των διαφορών τους. Ζούσαν -έστω και για λίγο- στην σκιά της Ιστορίας, σε μια πραγματική παραδεισένια εποχή. Ήμουν ακόμα παιδί όταν έφυγα από την Βεσσαραβία, μιλώντας μια παραισθησιακή γλώσσα, ένα είδος εσπεράντο, ένα συνονθύλευμα γλωσσών που ερέθιζε και γοήτευε τους πάντες. Ο πόλεμος σύντομα ήρθε, ξέχασα τις εξωτικές λέξεις. Ο παράδεισος είχε πετάξει μακριά παίρνοντας μαζί του τις φλυαρίες μου, όταν μια νύχτα μερικοί Γερμανοί δάσκαλοι, συνάδελφοι του πατέρα μου, χτύπησαν το κουδούνι μας τρομοκρατημένοι, σαν δραπέτες κατάδικοι. Ο άγριος άνεμος της ιστορίας είχε ήδη αρχίσει να φυσάει στα Νότια της Βεσσαραβίας. Μέσα σε μια νύχτα οι άνθρωποι είχαν αρχίσει να συνειδητοποιούν τις διαφορές τους. Η συνειδητοποίηση αυτή είναι το πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση του «εθνικιστικού ξεκαθαρίσματος».
Η παράξενη ειρωνεία της τύχης ήταν ότι οι Γερμανοί υπήρξαν τα πρώτα θύματα του «εθνικού ξεκαθαρίσματος». Τα πρόσωπα αυτών των Γερμανών ταυτίζονται στο μυαλό μου με αυτά των Εβραίων που φορούσαν κίτρινα αστέρια, περπατώντας στους δρόμους του Βουκουρεστίου ένα χρόνο αργότερα.
Μέσα στο μίσος μου για κάθε μορφή διάκρισης -ήμουν μόνο επτά χρόνων άλλωστε- οι εικόνες εκείνων των Γερμανών και των Εβραίων σχηματοποιήθηκαν και χαράχτηκαν βαθιά στην ψυχή μου.
Από τότε έχω γίνει απροσπέλαστος σε κάθε είδους εθνικιστική πρόκληση.
Από τότε, λοιπόν, κοίταξα πολύ επικριτικά τον εαυτό μου και τη φυλή στην οποία ανήκω. Μια επικριτική ματιά στην οποία ελάχιστοι έχουν μάθει να διακρίνουν τη σχεδόν θανάσιμης έντασης αγάπη που δίνω στους ανθρώπους απ’ τους οποίους κατάγομαι...
(*) Ο Lucian Pintilie είναι σκηνοθέτης των ταινιών Niki & Flo, Dupa-amiaza unui tortionar, Reconstituirea, Un été inoubliable, Terminus paradis , Balanta.
(Η ελληνική μετάφραση δημοσιεύτηκε στην εφ. Επενδύτης, Σάββατο 15- Κυριακή 16 Μαρτίου 1995)