(Ντοκιμαντέρ ενάντια σε ένα «βρώμικο πόλεμο»)
coppola1.jpg

του Ignacio Ramonet

Πριν από είκοσι πέντε χρόνια, στις 30 Απριλίου, τελείωνε ο πόλεμος του Βιετνάμ. Αυτή η σύγκρουση, μακρόχρονη και φονική, έμελλε, να τερματιστεί με μια ταπεινωτική αποχώρηση του αμερικανικού εκστρατευτικού σώματος. Με την ευκαιρία αυτής της επετείου, οι τηλεοράσεις όλου του κόσμου προγραμμάτισαν ξανά τις κυριότερες κινηματογραφικές ταινίες που η έμπνευσή τους ξεκινούσε από αυτή την ανάφλεξη: «Ελαφοκυνηγός»/ The Deer Hunter (1978), «Πλατούν»/ Platoon (1986), «Αποκάλυψη τώρα»/ Apocalypse Now (1979), «Φουλ Μέταλ Τζάκετ»/ Full Metal Jacket (1987).
Αλλά ποιο τηλεοπτικό δίκτυο θα τολμούσε να προτείνει τα εκπληκτικά ντοκιμαντέρ τα οποία μαρτυρούν καλύτερα από τις μεγάλου μήκους ταινίες την ακραία φρίκη μιας σύγκρουσης που προκάλεσε το θάνατο 58000 Αμερικανών και πάνω από 3000000 Βιετναμέζων;
Ο πόλεμος του Βιετνάμ, κράτησε δεκατέσσερα χρόνια, από το 1961 έως το 1975. Το Μέτωπο Απελευθέρωσης του Νοτίου Βιετνάμ ιδρύθηκε στις 20 Δεκεμβρίου 1960, περίπου έξι εβδομάδες μετά την εκλογή στις Ηνωμένες Πολιτείες του Τζον Φ. Κένεντι, έριξε τις ειδικές δυνάμεις στον πόλεμο, παραβιάζοντας τις συμφωνίες της Γενεύης, του 1954. Μετά υπήρξε η κλιμάκωση την οποία αποφάσισε ο Λίντον Μπ. Τζόνσον, στα τέλη της δεκαετίας του ΄60, με το βομβαρδισμό του Βορρά και του Ανόι. Στη συνέχεια είχαμε τη «βιετναμοποίηση» του πολέμου, που αποφάσισε ο Ρίτσαρντ Νίξον. Τέλος, η φιλοαμερικάνικη κυβέρνηση της Σαϊγκόν και ο στρατός της κατέρρευσαν στις 30 Απριλίου 1975.
Η σύγκρουση αυτή αποτελεί το θέμα το οποίο προβλήθηκε περισσότερο από την τηλεόραση σε ολόκληρη την ιστορία των ειδησεογραφικών αμερικάνικων τηλεοπτικών μεταδόσεων. Μια πολύ ακριβής έρευνα πραγματοποιήθηκε από τον κοινωνιολόγο Τζορτζ Μπέιλι (1) για τον τρόπο με τον οποίο τα τρία μεγάλα αμερικάνικα δίκτυα (ABC, CBS, NBC), παρουσίασαν αυτό το πόλεμο κατά την περίοδο 1965-1970.
Περίπου οι μικρές πληροφορίες για τον πόλεμο αφορούσαν είτε τη δράση του πεζικού επιτόπου, είτε τις δραστηριότητες της αεροπορίας. Και περίπου το 12% των πληροφοριών ήταν επίσημες δηλώσεις των δύο κυβερνήσεων (της Σαϊγκόν και της Ουάσιγκτον). Η άποψη του «εχθρού» δεν περιλαμβανόταν παρά μόνο στο 3% του συνόλου των πληροφοριών που μεταδίδονταν. Ένα τέτοιο ποσοστό δείχνει ξεκάθαρα πόσο μεροληπτική υπήρξε η αμερικάνικη τηλεόραση.
Η επίδραση αυτού του πολέμου στις Ηνωμένες Πολιτείες και η άρνηση που προκάλεσε, ιδιαίτερα στους νέους –αντιπολεμικές διαδηλώσεις , πορείες για την ειρήνη, φοιτητικές διαμαρτυρίες- ελαχιστοποιήθηκαν επίσης.
Σχετικά με αυτή τη μεροληπτικότητα ο Τζόρτζ Μπέιλι τονίζει: «Σχεδόν όλοι οι καθημερινοί απολογισμοί των συγκρούσεων προέρχονταν από τις υπηρεσίες δημοσιών σχέσεων του στρατού». Οι υπηρεσίες αυτές ξόδεψαν μόνο για το 1971, πάνω από 200 εκατομμύρια δολάρια, με στόχο να προσφέρουν στους αμερικανούς πολίτες την καλύτερη δυνατή εικόνα για το στρατό.
coppola3.jpg
Ένας βρώμικος πόλεμος
Σε ένα ντοκιμαντέρ του Πίτερ Ντέιβις/ Peter Davis, «The Selling of the Pentagon» (Πώς να πουλήσει κανείς το Πεντάγωνο»), ένας πρώην αξιωματικός των υπηρεσιών πληροφοριών περιγράφει πώς προσπαθούσε να «αποπληροφορήσει» τους δημοσιογράφους που έρχονταν να πραγματοποιήσουν έρευνα επιτόπου. Για παράδειγμα ένα συνεργείο του CBS, που έκανε ρεπορτάζ για τους βομβαρδισμούς στο Βόρειο Βιετνάμ και απευθύνθηκε σ’ αυτόν για να βρει αμερικάνους πιλότους για να τους ρωτήσει, έπεσε θύμα της χειραγώγησης του. Τους έδωσε πράγματι πιλότους, αλλά αφού τους νουθέτησε προηγουμένως αυστηρά γι’ αυτά τα οποία δεν θα έπρεπε με κανέναν τρόπο να πουν…
«Με τον ίδιο τρόπο, τονίζει ένας παρατηρητής, οι υπηρεσίες πληροφοριών πραγματοποιούσαν επιχειρήσεις –μαϊμούδες των νοτιοβιενταμέζων κυβερνητικών δυνάμεων. Αυτές κινηματογραφούνταν από τις επίσημες υπηρεσίες, οι οποίες έστελναν στη συνέχεια τα ρεπορτάζ στους μικρούς αμερικάνικους σταθμούς, που δεν είχαν τα μέσα να στείλουν συνεργεία στο Βιεντάμ (2)».
Για να αντισταθούν σ’ αυτή τη μεροληπτική και χειραγωγούμενη οπτική ενός «βρόμικου πολέμου», ανεξάρτητοι κινηματογραφιστές ξεκίνησαν από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 να καταγγέλλουν με πολιτικά ντοκιμαντέρ τη φρίκη και τα εγκλήματα της αμερικάνικης επέμβασης στο Βιετνάμ.
Στο «In the Year of the Pig» («Βιετνάμ, η χρονιά του γουρουνιού») το 1969, ο Εμίλ ντε Αντόνιο/ Emile de Antonio προσπάθησε πρώτος να εξηγήσει τις βαθύτερες αιτίες του πολέμου.
Με μεθόδους αρχαιολόγου, ο Ντε Αντόνιο μελέτησε ένα τεράστιο όγκο εικόνων από τα αρχεία, από την εποχή της γαλλικής αποικιοκρατίας και απέδειξε δυο πράγματα: το γεγονός ότι η αμερικάνικη επέμβαση ήταν προμελετημένη και το αναπόφευκτο, κατά τη γνώμη του, της στρατιωτικής ήττας.
Τα σημάδια που προμήνυαν αυτή την αποτυχία τα είχε ήδη δείξει ένα ιδιοφυείς κινηματογραφιστής, Τζόζεφ Στρικ/ Joseph Strick (βλέπε την ταινία του «Interview with My Lai Veterans», («Συνέντευξη με βετεράνους του Μι Λάι»),1970, με το νταηλίκι και την έπαρση που έδειχναν ο λοχίας Κάλεϊ και οι θλιβεροί σύντροφοι του, στρατιώτες που μεταμορφώθηκαν από το στρατό σε εγκληματίες πολέμου, πραγματικές μηχανές θανάτου, αφού είχαν υποστεί την εκπαίδευση που απανθρωποποιεί και την οποία είχε καταγγείλει στο ντοκιμαντέρ του «Basic Training» («Βασική εκπαίδευση») το 1971 ο Φρέντερικ Ουάισμαν/ Frederick Wiseman.
winter-soldier.jpg
Στρατιώτης του Χειμώνα
Το συγκλονιστικό «Winter Soldier» («Στρατιώτης του Χειμώνα»), εκείνο που κάλεσε πρώτο στην ανυπακοή, είναι ένα συλλογικό ντοκιμαντέρ, στο οποίο οι βετεράνοι το πολέμου καταθέτουν τη μαρτυρία τους για τις ωμότητες που οι ίδιοι διέπραξαν στο Βιετνάμ «στο όνομα του δυτικού πολιτισμού».
Η ταινία αυτή είναι αναμφίβολα, ανάμεσα σε όλα τα ντοκιμαντέρ που γυρίστηκαν εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ, αυτό που είχε την ισχυρότερη επίδραση στην κοινή γνώμη.
Νεαροί «βετεράνοι» (είναι μεταξύ 20-27 χρόνων) συνειδητοποιούν, αφού γυρνούν από τον πόλεμο, ότι έλαβαν μέρος σε ένα σφαγείο και ότι, λόγω της εκπαίδευσης που υπέστησαν, έχουν χάσει την ανθρωπιά τους και έχουν βρεθεί στην κατάσταση των εγκλημάτων «εξολοθρευτών» (terminators).
Καταλαβαίνουν τότε ότι ο πόλεμος του Βιετνάμ δεν θα είχε ποτέ το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο του, ότι οι πραγματικοί πολιτικοί και στρατιωτικοί υπεύθυνοι των σφαγών, των ναπάλμ, των αεροπορικών βομβαρδισμών εναντίον πολιτών, των μαζικών εκτελέσεων στα κάτεργα και των οικολογικών καταστροφών που προκλήθηκαν από την μαζική χρήση ουσιών που προκαλούσαν αποφύλλωση δεν θα περάσουν ποτέ από στρατοδικείο και δεν θα καταδικαστούν ποτέ για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Αυτή η ολοφάνερη πραγματικότητα είναι ανυπόφορη γι’ αυτούς. Έτσι, για να καταθέσουν την αντιμαρτυρία τους, στα ψέματα που διαδίδουν τα μέσα ενημέρωσης, εκατόν είκοσι πέντε απ’ αυτούς τους «βετεράνους», που δεν ήταν ανυπότακτοι ούτε λιποτάκτες και συχνά ήταν γεμάτοι παράσημα, συγκεντρώθηκαν στο Ντιτρόιτ το Φεβρουάριο του 1971.
Κινηματογραφιστές από την Νέα Υόρκη αποφασίζουν τότε να καταγράφουν αυτό το γεγονός, το οποίο μποϋκοτάρουν τα επίσημα μέσα ενημέρωσης. Έτσι, γυρίστηκαν τριάντα έξι ώρες ταινίας, από την οποία προέκυψε η «Winter Soldier», που είναι σύνθεσή τους.
Βλέπουμε εκεί αυτούς τους πρώην στρατιώτες υπερήφανους κάποτε γιατί πολέμησαν για την πατρίδα τους, να εξηγούν την πλύση εγκεφάλου που υπέστησαν εκ των προτέρων στα στρατόπεδα εκπαίδευσης, όπου τους μάθαιναν να φιμώνουν την ηθική συνείδηση τους και να απελευθερώνουν τα επιθετικά ένστικτά τους.
Περιγράφουν τις ωμότητες που διέπραξαν μόλις ολοκληρώθηκε η μετατροπή τους, σε ρομπότ: τους βιασμούς, τα βασανιστήρια, τα καμένα χωριά, τις συνοπτικές εκτελέσεις, τα παιδιά τα οποία έβαζαν για στόχο, τα αφτιά των Βιετναμέζων (ζωντανών ή νεκρών) που αντάλλαζαν με κουτιά μπίρας, τους αιχμαλώτους που πετούσαν από τα ελικόπτερα κ.λπ.
Θυμίζουν τον κατάλογο των εντολών στο όνομα των οποίων διεξαγόταν ο πόλεμος:
«Ένας Βιετναμέζος ζωντανός είναι ένας ύποπτος ως Βιετκόνγκ. Ένας Βιετναμέζος νεκρός είναι ένας πραγματικός Βιετκόνγκ». «Ένα ένας χωρικός το βάζει στα πόδια μόλις πλησιάζετε, τότε είναι ένας Βιετκόνγκ. Εάν δεν το βάζει στα πόδια, είναι ένας έξυπνος Βιετκόνγκ. Και στις δύο περιπτώσεις πρέπει να τον σκοτώσετε». «Να μετράτε τους αιχμαλώτους μόνο όταν το ελικόπτερο φτάνει στον προορισμό του, όχι όταν ξεκινάει, για να μην έχετε ανάγκη να δώσετε λογαριασμό γι’ αυτούς που έπεσαν κατά την πτήση» κ.λπ.
Η ταινία «Winter Soldier» αποκαλύπτει το βάθος του τραύματος που προκάλεσε στις Ηνωμένες Πολιτείες η σύγκρουση και υπογραμμίζει την ηθική σύγχυση της νεολαίας που υπηρέτησε στο Βιετνάμ.
hearts-and-minds.jpg
Οι καρδιές και τα πνεύματα
Αργότερα, ο σκηνοθέτης Πίτερ Ντέιβις, αναρωτήθηκε στην ταινία του «Hearts and Minds» («Οι καρδιές και τα πνεύματα») το 1973 για τα αμερικάνικα πολιτιστικά χαρακτηριστικά τα οποία, πέρα από πολιτικές εκτιμήσεις, μπόρεσαν να ευνοήσουν την παράλογη επέκταση της σύγκρουσης μέχρι να την κάνουν να φτάσει, με τον αριθμό και το βάρος των ωμοτήτων που διαπράχτηκαν, τις διαστάσεις ενός εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας.
Ο σκηνοθέτης προχωρεί κατ’ αρχήν ανιχνεύοντας το δίκτυο από αντι-αλήθειες, ισχυρισμούς και φοβίες που παγίδευσαν, λίγο -λίγο, τις Ηνωμένες Πολιτείες στη λογική της επέμβασης. Όταν ερωτώνται, ορισμένοι ηγέτες προβάλλουν παράλογα γεωπολιτικά προσχήματα: «Εάν χάσουμε την Ινδοκίνα θα χάσουμε τον Ειρηνικό και θα είμαστε ένα νησάκι σε μια κομμουνιστική θάλασσα». Άλλοι βλέπουν στην επέμβαση έναν τρόπο να διατηρήσουν την πρόσβαση σε αναντικατάστατες πρώτες ύλες: «Εάν πέσει η Ινδοκίνα, τότε ο κασσίτερος και το τουγκστένιο της χερσονήσου της Μαλάκας θα πάψουν να φτάνουν σε μας». Άλλοι τέλος, με περισσότερο ιδεολογικά στοιχεία, βεβαιώνουν ότι οι Αμερικανοί επεμβαίνουν «για να βοηθήσουν μια χώρα που είναι θύμα ξένης επιδρομής»
Ο Πίτερ Ντέιβις γνωρίζει ότι για να διαλευκανθούν οι ρίζες της βαρβαρότητας στην ατομική συμπεριφορά των αμερικανών στρατιωτικών, πρέπει να σταθούμε σε έναν αριθμό από έθιμα που χαρακτηρίζουν εν μέρει την κοινωνία.
Η ταινία «Hearts and Mind» ξεχωρίζει τρία από αυτά τα έθιμα ή «δομικά στοιχεία τύφλωσης», των οποίων η λειτουργία είναι να συγκαλύπτουν τη βαθύτερη ουσία μιας πράξης κάτω από έναν από δευτερεύουσες σημασίες, καθαρά τυπικές. Ο Πίτερ Ντέιβις, δείχνει πώς, με τον πολλαπλασιασμό των τεχνολογικών ενδιάμεσων ανάμεσα σε ένα στρατιωτικό και το θύμα του, ο στρατός καταφέρνει να πνίξει την εγκληματική διάσταση μιας πράξης πολέμου.
Έτσι, για παράδειγμα, ένας πιλότος βομβαρδιστικού με γαλήνιο βλέμμα δηλώνει:
«Όταν πετάς με 800χλμ. την ώρα, δεν έχεις το χρόνο να σκεφτείς τίποτα άλλο. Δεν βλέπεις ποτέ τους ανθρώπους. Δεν ακούς καν τις εκρήξεις. Δεν υπάρχει ποτέ αίμα, ούτε κραυγές. Τα πράγματα είναι καθαρά. Ήμαστε ειδικοί. Εγώ ήμουν ένας τεχνικός». Η συνείδηση του πιλότου, σαγηνεμένη από τα μύθο της τεχνικής απόδοσης, δεν λαμβάνει υπόψη της τις συνέπειες της χειρονομίας του και δεν αναλαμβάνει την ευθύνη της δράσης του.
 Ένα δεύτερο δομικό στοιχείο εμφανίζεται κατά κάποιον τρόπο ως συμπλήρωμα του πρώτου: αυτό συνίσταται στο μετασχηματισμό κάθε συμμετοχής, σε οποιονδήποτε τομέα, σε έναν ανταγωνισμό όπου ο σκοπός δικαιολογεί τα μέσα. Έχει σημασία κυρίως να φτάσεις στο έπακρο των δυνάμεων σου με τον αποκλειστικό στόχο να κερδίσεις. Ο Πίτερ Ντέιβις συγκρίνει τη στάση των στρατιωτών στο Βιετνάμ με τους παίκτες του αμερικάνικου ποδοσφαίρου.
Και στις δύο περιπτώσεις, όλα τα χτυπήματα επιτρέπονται, μόνο η νίκη μετρά, έστω και αν ξεχνάμε τους λόγους της πάλης. Στρατιώτες που ρωτήθηκαν μέσα στη μάχη, στη ζούγκλα του Βιετνάμ, ομολογούν ότι δεν ήξεραν γιατί πολεμούσαν. Ένας από αυτούς είχε πεισθεί ότι αυτό γινόταν για να βοηθηθούν οι Βορειοβιετναμέζοι! Ένας αξιωματικός συνοψίζει: «Ήταν ένας μακρόχρονος πόλεμος, δύσκολος να γίνει κατανοητός. Αλλά εμείς ήρθαμε για να νικήσουμε».
Το τρίτο στοιχείο της αποενοχοποίησης είναι αυτό το είδος της ψυχολογίας των λαών -βάση του πιο στοιχειώδους ρατσισμού- που επιτρέπει να αποδίδεται μηχανιστικά στους κατοίκους μιας χώρας ένα σύνολο από ελαττώματα.
Ένας αμερικανός αξιωματικός περιγράφει στα παιδιά ενός αμερικάνικου σχολείου τις εντυπώσεις του από την Ινδοκίνα: «Οι Βιετναμέζοι, λέει, είναι πολύ καθυστερημένοι, πολύ πρωτόγονοι, τα βρομίζουν όλα. Χωρίς αυτούς, το Βιετνάμ θα ήταν μια ωραία χώρα». Βλέπουμε σε αυτό ξεκάθαρα τη λύπη για μια ριζική λύση («no people, no problem») του τύπου «λύσης των Ινδιάνων», την οποία ο στρατηγός Ουίλιαμ Ουεστρμόρλαντ, επικεφαλής του εκστρατευτικού σώματος, μπήκε στον πειρασμό να εφαρμόσει χωρίς ενδοιασμούς, γιατί, όπως έλεγε, «οι Ανατολικοί δίνουν μικρότερη αξία στη ζωή απ’ ότι οι Δυτικοί».
Ο Πίτερ Ντέιβις αποδίδει στη βιετναμική σύγκρουση τη αξία του συμπτώματος. Του συμπτώματος μιας φοβερής ασθένειας, δηλαδή της αμερικάνικης βίας, της οποίας μελετά τα στρατιωτικά χαρακτηριστικά, κάπως με το κοινωνιολογικό ύφος που είχε υιοθετήσει η σκηνοθέτις Σίντα Φάιρστοουν/ Cinda Firestone στο « Attica» (Άτικα), για να ξεγυμνώσει τη λειτουργία της αστυνομικής καταπίεσης.
Το Χόλιγουντ, το οποίο δεν υποστήριξε αυτό το πόλεμο, δεν δίστασε να ανταμείψει την ταινία «Hearts and Minds» με το Όσκαρ του καλύτερου ντοκιμαντέρ το1974.
milestones.jpg
Ορόσημο
Αλλά το οριακό έργο για τις συνέπειες της σύγκρουσης στη πιο ενδόμυχη πλευρά της ζωής των Αμερικανών υπήρξε το «Milestones» («Ορόσημο»)(1975), των Τζον Ντάγκλας/ John Douglas και Ρόμπερτ Κράμερ/ Robert Kramer, πραγματικό απάνθισμα των πιο γενναιόδωρων ιδεών της γενιάς που αντιστάθηκε στον πόλεμο. Η ταινία «Milestones» είναι ο (ιστορικός, γεωγραφικός, ανθρώπινος) διάπλους της Αμερικής. Είναι η συνάντηση με πολίτες που έχουν συνείδηση ότι η ισχύς των Ηνωμένων Πολιτειών οικοδομήθηκε πάνω στη σφαγή των Ινδιάνων και τη δουλεία των μαύρων και οι οποίοι αντιτίθενται στην καταστροφή του βιετναμικού λαού.
Έργο αναγεννησιακό, η ταινία «Milestones» αποτελεί ωστόσο μια ριζική ρήξη στο πολιτικό λόγο. Επειδή ο πόλεμος είχε ήδη τερματιστεί, η ταινία αυτή επιμένει στην ανάγκη διατήρησης της κινητοποίησης και εισηγείται την επένδυση της μαχητικής ενέργειας στην καθημερινή ζωή, στο μετασχηματισμό των σχέσεων του ζευγαριού, της οικογένειας και της φιλίας. Εύχεται να δει να αναπτύσσεται μια αμερικάνικη κοινωνία λιγότερο βίαιη, περισσότερο ανεκτική και καλοπροαίρετη, δίνοντας περισσότερη διέξοδο στην ευαισθησία και το συναίσθημα.
Τον Οκτώβριο του 1993, τέλος όταν η αμερικάνικη κοινή γνώμη προσπαθούσε να ξεχάσει αυτή τη σύγκρουση, ένα ντοκιμαντέρ που μεταδόθηκε από την τηλεόραση με τίτλο «Βιετνάμ, μια τηλεοπτική ιστορία», ήρθε για μια ακόμη φορά να ξανά θυμίσει τα εγκλήματα. Δύο επιζώντες μιας ξεχασμένης σφαγής, του χωριού Τούι Μπο, τον Ιανουάριο του 1967, ανακαλύφθηκαν από τους δημιουργούς της σειράς και κατέγραψαν τις αναμνήσεις τους. Ο Γκουγιέν Μπάι, που ήταν μαθητής εκείνη την εποχή, περιγράφει πως «οι πεζοναύτες κατέστρεφαν τα πάντα, έσφαζαν τα ζώα, αποτέλειωναν τους τραυματίες θρυμματίζοντας τα κρανία με τον υποκόπανο των όπλων, πυροβολούσαν οτιδήποτε κινούνταν». Η Λε Τι Τον, μικρό κορίτσι τότε, επιβεβαιώνει: «Ήμαστε δέκα σε μια καλύβα όταν έφτασαν οι αμερικανοί στρατιώτες. Τους χαιρέτησα. Εκείνοι γέλασαν και πέταξαν μια χειροβομβίδα στο εσωτερικό της καλύβας. Είμαι η μόνοι που επέζησε (3)».
Οι Ηνωμένες Πολιτείες μετάνιωσαν, άραγε, για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν στο Βιετνάμ: Ο αμερικανός υπουργός Άμυνας Ουίλιαμ Κόεν δήλωσε στις 11 Μαρτίου, την παραμονή της ιστορικής επίσκεψης του στο Ανόι, ότι δεν σκεφτόταν καθόλου να ζητήσει συγνώμη για τη στάση των αμερικανικών δυνάμεων κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Βιετνάμ.

Σημειώσεις
(1) George Bayley, “Television War, Trends” in Network Coverage of Viettam, 1965-1970, Journal of Broadcasting, άνοιξη 1976, Ουάσιγκτον, D.C.
(2) Le Monde, 3 Μαρτίου 1971.
(3) Βλ. Patrice de Beer, “Une grande fresque sur le Vietnam”, “Leçons d'histoire”, Manière de voir, τεύχος 26, Μάιος 1995.

(δημοσιεύθηκε στο Le Monde Diplomatique, avril 2000. Η ελληνική μετάφραση δημοσιεύτηκε στην εφ. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 7 Μαΐου 2000)