(Γαλλικές ταινίες που γοητεύονται από την αθλιότητα)
seul-contre-tous.jpg

του Carlos Pardo

Κατηγορούν συχνά τους σύγχρονους γάλλους κινηματογραφιστές ότι αγνοούν τη ζωή των απλών ανθρώπων. Ωστόσο, ορισμένοι σκηνοθέτες προτείνουν έργα που ισχυρίζονται ότι δείχνουν την ουσία της Γαλλίας, Μολονότι, ορισμένα πρόσφατα έργα όπως τα «Αυτό αρχίζει σήμερα»/ Ça commence aujourd’hui, του Μπερτράν Ταβερνιέ/ Bertrand Tavernier και «Ανθρώπινοι πόροι»/ Ressources humaines, του Λοράν Καντέ/ Laurent Cantet, έχουν σωστούς στόχους, αλλά βυθίζονται σε έναν άθλιο νατουραλισμό και συνεχίζουν να γοητεύουν από τον ξεπεσμό, την απόγνωση και τη ηττοπάθεια.
Στην Γαλλία, μια άγρια πολεμική έχει φέρει πρόσφατα αντιμέτωπους κινηματογραφιστές και κριτικούς. Αν και δικαιούται κανείς να αγανακτεί για ορισμένα αποσπάσματα του κειμένου που έχουν συντάξει ανώνυμοι σκηνοθέτες (1), ωστόσο πρέπει να παραδεχθεί ότι δεν πρόκειται για μια απλή διαμάχη προσώπων. Γιατί υπάρχει ένα αληθινό πρόβλημα. Στην πραγματικότητα, εδώ και μερικά χρόνια βρισκόμαστε μπροστά σε μια πραγματική σύγχυση των ειδών. Τόσο οι κινηματογραφιστές όσο και οι κριτικοί συγχέουν ολοένα και περισσότερο τη δημιουργία με τη διαφήμιση. Μερικές φορές αναρωτιέται κανείς μήπως ορισμένες σκηνές σε ταινίες έχουν γυριστεί μόνο για τα διαφημιστική προώθηση της ταινίας.
Και τυχαίνει κάποια φράση του άρθρου να έχει γραφτεί με μοναδικό σκοπό τη χρησιμοποίηση της από τη διαφήμιση μόλις αρχίσει να προβάλλεται η ταινία. Έτσι, απομονωμένη από τα συμφραζόμενα, μερικές φορές χωρίς την έγκριση του συγγραφέα, μια απλή φράση μετατρέπεται σ’ ένα τέλειο διαφημιστικό μήνυμα που χρησιμοποιούν ανενδοίαστα- και ανέξοδα- αρκετοί διανομείς ή πρακτορεία που έχουν αναλάβει την προώθηση των ταινιών.
Αν και ο κριτικός παίζει ακόμη σημαντικό ρόλο για να γίνουν γνωστές κυρίως οι ταινίες με περιορισμένη διανομή, πρέπει ωστόσο να αναγνωρίσουμε ότι σε ορισμένα μέσα ενημέρωσης υπάρχει τόσο μια συγκεκριμένη τάση προς την ευκολία, το συρμό και τον «παριζιάνικο» τρόπο όσο και καθημερινές παραχωρήσεις, στη βιομηχανία της ψυχαγωγίας.
Εννοείται ότι το να ασπάζεται κανείς τους «νόμους της αγοράς»δεν είναι ένα φαινόμενο μόνο του κινηματογράφου...
Σύμφωνα με ορισμένους δημοσιογράφους, οι γάλλοι κινηματογραφιστές, που επωφελούνται από ένα πολύπλοκο σύστημα αυτοπροστασίας (2), είναι «εύποροι». Έτσι, όταν τα τελευταία χρόνια εμφανίστηκαν, χάρη σ΄ αυτό το σύστημα, ταινίες που διακήρυσσαν με κάθε μέσο τη βούληση τους να συντρίψουν αυτό που συνιστά ένα είδος ενιαίας κινηματογραφικής σκέψης, χαρακτηριστικής της Γαλλίας, οι κριτικές που έδειξαν διαύγεια ήταν σπάνιες. Αυτές οι ταινίες, η καθεμία με τον τρόπο της, άλλη πάντοτε στη βάση μιας ρεαλιστικής αισθητικής, πρόβαλαν ένα έντονο ύφος. Η κριτική, πλανεμένη από ένα είδος «φαινομένου βιτρίνας», δεν κατέφερε να ανακαλύψει την πραγματικότητα ενός λόγου ιδιαίτερα αμφιλεγόμενου κοινωνικά και πολιτικά.

Ας πάρουμε για παράδειγμα, την ταινία «Μόνος εναντίον όλων»/ Seul contre tous του Γκασπάρ Νοέ/ Gaspar Noé (1998) για την οποία κριτική ήταν ιδιαίτερη καλή. Αυτή η ταινία, που πραγματοποιήθηκε μόνο με τη στήριξη του τηλεοπτικού καναλιού Canal Plus και του οίκου μόδας Ανιές Μπ., είναι, όπως αφήνει να εννοηθεί ο τίτλος της, εξαιρετικά βίαιη. Στα προάστια της Λιλ, ένας άνεργος κρεοπώλης (3) αποφασίζει να ξαναρχίσει από το μηδέν τη ζωή του, εγκαταλείπει την έγκυο ερωμένη του, αφού την έχει χτυπήσει με κλωτσιές, στη κοιλία, και στη συνέχεια, οπλισμένος με ένα περίστροφο με τρεις σφαίρες, πηγαίνει στη πρωτεύουσα για να βρει δουλειά.
Ένας μακρύς μονόλογος εκτός κάμερας συνοδεύει τις περιπλανήσεις αυτού του ανθρώπου που διακατέχεται από το μίσος, το μισογυνισμό, την ξενοφοβία, το ρατσισμό, μια αγοραία, φιλοσοφία, την επιθυμία για εκδίκηση, φόνο και αιμομιξία… Να ένα απόσπασμα των διαλόγων που ένα μέρος του τύπου δεν παρέλειψε να συγκρίνει (για να του πλέξει το εγκώμιο) με το ύφος του Σελίν: «Είτε έχεις γεννηθεί μ’ ένα καλό πέος και είσαι χρήσιμος μόνο αν συμπεριφέρεσαι σαν ένα καλό πολύ σκληρό πέος που γεμίζει τρύπες,. Είτε έχεις γεννηθεί με μια τρύπα και είσαι χρήσιμος μόνο αν είσαι καλά γεμισμένος»(sic).
Ο Γκασπάρ Νοέ, λίγο προκλητικός σκηνοθέτης, που έχει επηρεαστεί από το βρόμικο και πορνογραφικό κινηματογράφο, αισθάνεται μια φασιστοειδή αυταρέσκεια για το χυδαίο και το ελεεινό. Ωστόσο, μια προειδοποίηση προσφέρει μια τελευταία ευκαιρία στο θεατή καλώντας τον να εγκαταλείψει την αίθουσα πριν από τη θλιβερή τελική έκβαση... Αφού έχει φανταστεί το βιασμό και στη συνέχεια το φόνο της ίδιας της κόρης του σ’ ένα λουτρό αίματος που έχει αυτάρεσκα κινηματογραφηθεί, ο κρεοπώλης διακρίνει επιτέλους την ευτυχία μέσω της αιμομικτικής σχέσης μαζί της, η οποία αυτή τη φορά διαπράττει πραγματικά...
sombre.jpg
Άλλο παράδειγμα: «Σκοτεινός»/ Sombre, του Φιλίπ Γκραντριέ/ Philippe Grandrieux (1998). Οι εγκληματίες μπορούν, και αυτοί να, γνωρίσουν τον έρωτα. Αυτή είναι η άποψη του συγγραφέα.
Σ’ αυτή την πρώτη, μεγάλου μήκους ταινία του, μας προτείνει να ακολουθήσουμε τη μακάβρια διαδρομή του Ζαν, βιαστή και δολοφόνου γυναικών, μέχρι τη συνάντηση του με μια νεαρή παρθένα κοπέλα, που προφανώς ονομάζεται Κλερ, (Σ.τ.Μ: «καθαρή-αμόλυντη» στα γαλλικά) την οποία δεν θα βιάσει, αλλά θα έχει μια σεξουαλική επαφή μαζί της... σ’ ένα κρεβάτι από χαλίκια.
Η ταινία διστάζει ανάμεσα στον «ομφαλοσκοπικό» αυτισμό και στη φλυαρία που ταιριάζει σ’ ένα τηλεοπτικό τοκ- σόου, για να προβάλει, με λίγα λόγια, την άποψη ότι ένας ψυχοπαθής δολοφόνος είναι ένα ανθρώπινο ον, ικανό να αισθανθεί και να προκαλέσει συναισθήματα, πράγμα που, εξάλλου, δεν αρνείται κανείς. Εδώ βρίσκεται η τόλμη της ταινίας.
Το τελευταίο πλάνο εύγλωττο. Ένα μακρύ πλάνο πάνω στη συνοδεία του ποδηλατικού Γύρου της Γαλλίας εστιάζει στους θεατές που είναι συγκεντρωμένοι κατά μήκος του δρόμου μιας ορεινής διαδρομής για να καταλήξει, με την ίδια κίνηση σε… ένα κοπάδι από γελάδες! Άραγε πρέπει να αναγνώσουμε, εδώ την περιφρόνηση του σκηνοθέτη για το κοινό.

Ακόμη ένα παράδειγμα: οι «Δολοφόνο»/ Assassin(s), του Ματιέ Κασοβίτς/ Mathieu Kassovitz (1997). Μετά την επιτυχία της καρικατούρας των προαστίων -«Το Μίσος»/ La Haine (1995), που είχε γοητεύσει τα πρωτοσέλιδα των μέσων ενημέρωσης- ο σκηνοθέτης είδε τα τηλεοπτικά κανάλια Arte και TF1 να πλειοδοτούν για τη συμπαραγωγή της νέας ταινίας του, της οποίας όμως το σενάριο ήταν εξαιρετικά μπερδεμένο. Εκμάθηση το εγκλήματος από ένα νεαρό αφελή, ή μάθημα για τη ζωή χωρίς νόημα που δίνει ένας γέρος ηρωινομανής δολοφόνος.
Είναι η κυνική απολογία του μικρόκοσμου του εγκλήματος σε μια κοινωνία όπου οι πραγματικοί δολοφόνοι είναι οι πολιτικοί, οι δημοσιογράφοι, οι διαφημιστές και οι έμποροι του έτοιμου φαγητού. «Κάθε κοινωνία έχει τα εγκλήματα που της αξίζουν», διαβεβαιώνει το διαφημιστικό μήνυμα της ταινίας.
Ο Ματίε Κασοβιτς ενσαρκώνει το ρόλο του νεαρού που δεν είναι «ούτε καλός ούτε κακός, απλώς επηρεάζεται εύκολα» και ίσως, αυτή είναι η μοναδική καλή έμπνευση του σκηνοθέτη… Γιατί, εγκλωβισμένος στην υπερβολικά θεωρητική πλοκή του, ο σκηνοθέτης σκοτώνει τον πρωταγωνιστή του και δίνει τη σκυτάλη σε ένα πιτσιρίκι που κατάγεται -φυσικά-από το Μάγρεμπ, το οποίο τρέφεται με βιντεοεγκλήματα και είναι ανίκανο να διακρίνει την πραγματικότητα από τη μυθοπλασία.
la-vie-de-jesus.jpg
Απογοήτευση, παρακμή, αδιέξοδο, αδυναμία και φόνος: ξαναβρίσκουμε αυτά τα ίδια συστατικά στο «Η ζωή του Ιησού»/ La vie de Jésus (1997), πρώτη ταινία μεγάλου μήκους του Μπρούνο Ντιμόν/ Bruno Dumont. Αυτός ο πρώην καθηγητής φιλοσοφίας εκφράζεται ως μαρξιστής, με όρους κοινωνικών τάξεων και διαβεβαιώνει ότι δεν επιθυμεί να κινηματογραφήσει το δικό του κόσμο καταγωγής -την καθολική αστική τάξη- από φόβο μήπως πλήξει.
Από τη θέση του σκηνοθέτη προτιμά να προσφέρει στους αστούς, δυνητικούς θεατές της αυστηρής ταινίας του, τη στερεότυπη εικόνα που περιμένουν από το προλεταριάτο και τους φτωχούς, έστω κι αν μοιάζει με την κακόγουστη παρωδία των Ντεσιάν (4).
Έτσι, ο Ντιμόν στήνει την κάμερα του, κάτω από την εμφανή επιρροή του Μπρεσόν, στο Μπαγέλ, «νεκρή πόλη» της βόρειας Γαλλίας. Όπως ένας εντομολόγος παρατηρεί και αναλύει τα καθημερινά περιστατικά και τις χειρονομίες του Φρέντι, ενός νεαρού άνεργου επιληπτικού, και της παρέας του που είναι «τελείως άχρηστοι». Δουλειά δεν υπάρχει, τελεία και παύλα. Όσο για οποιοδήποτε άλλη προοπτική, είναι ανώφελο και να τη σκέφτεται. Υπάρχει βέβαια η Μαρί, η φιλενάδα του, Φρέντι, αδύναμο φως, στο σκοτάδι αυτής της ταινίας. Όμως, όταν τη συναντά στο δωμάτιο της, δεν είναι παρά για να την «πάρει σαν ένα ζώο», χωρίς κανέναν άλλο διάλογο εκτός από αυτόν του κτηνώδες σεξ, που είναι ο μοναδικός τρόπος για το λαό να κάνει έρωτα.
Ο Μπρούνο Ντιμόν, ο καθολικός, μοιάζει λοιπόν να εκτονώνεται, να πραγματοποιεί τις φαντασιώσεις του, και προτείνει μερικά πλάνα πραγματικά πορνογραφικά, υποκύπτοντας έτσι στη μόδα που, εδώ και μερικά χρόνια, στους προχωρημένους κύκλους εγκωμιάζει αυτό το είδος στη Γαλλία. «Τα οφέλη από αυτή την ωμότητα είναι τεράστια», διαβεβαιώνει ο Ζεράρ Λεφόρ στη Λιμπερασιόν (5).
Η άλλη επιδίωξη του Μπρούνο Ντιμόν είναι να συγχωρήσει το δολοφόνο. Ο Φρέντι και η παρέα του, αφού έχουν βιάσει μια κοπέλα που θεωρούν υπερβολικά χοντρή, σκοτώνουν ένα νεαρό που κατάγεται από το Μάγρεμπ, ο οποίος περιτριγύριζε τη Μαρί. «Κατά βάθος, είναι πράγματι υπεύθυνος;» ρωτάει στο τέλος ο αστυνομικός που έχει αναλάβει να ανακρίνει τον Φρέντι. Ο νεαρός δολοφόνος δραπετεύει με ευκολία από το αστυνομικό τμήμα και ξαπλώνει στο χορτάρι για να ικετεύσει το Θεό. Σύμφωνα με το δημιουργό, που κινηματογραφεί τον ήρωα του με λήψη από ψηλά, «ο Ιησούς ενσαρκώνει την πιο όμορφη ηθική και πνευματική ανάταση που μπορούσε να βρούμε. Συγκριτικά, η ανάταση του Φρέντι είναι ελεεινή και γελοία, αλλά όμως υπάρχει».

Στην επόμενη ταινία του, «Η Ανθρωπότητα»/ Humanité (6), που κέρδισε το μεγάλο βραβείο της επιτροπής στο Φεστιβάλ των Καννών  το 1999 και εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από τον τύπο, ο Μπρούνο Ντιμόν υποδαυλίζει τους φόβους και την απελπισία των Γάλλων.
Μετά την παρουσίαση του αστυνομικού που ονομάζεται Φαραώ, και μένει (και αυτός) στο Μπαγέλ, η ταινία εστιάζει με ένα πολύ μακρύ πλάνο στα ματωμένα γεννητικά όργανα ενός κοριτσιού που έχει βιαστεί. Αυτή την τρομακτική εικόνα ο Ντιμόν την παρουσιάζει για το μεγαλύτερο δυνατό καλό των θεατών. Το επιχείρημα του; Έχει κατασκευάσει την «ακριβή αντίστιξη του» τοποθετώντας παρακάτω έχει πλάνο από «ζωντανά γεννητικά όργανα». Η πορνογραφική ματιά, για άλλη μια φορά, δικαιολογείται από τον ίδιο εκφυλισμένο χώρο στο οποίο εκτυλίσσεται η πλοκή, όπου οι νεαρές εργάτριες, προφανώς, δεν σκέφτονται παρά «αυτό».
Θέλοντας μάλλον να δικαιολογήσει τον τίτλο, ο Μπρούνο Ντιμόν σαρώνει όλο το κοινωνικό πεδίο. Έτσι, βλέπουμε τον αστυνομικό να καλλιεργεί τον κήπο του, να ανακρίνει έναν έμπορο ναρκωτικών (από το Μάγρεμπ εννοείται), να κλαίει αγκαλιάζοντας τη γη του, αλλά και εργάτες ανίκανους να πραγματοποιήσουν μια απεργία...
«Προσπαθώ να βρίσκω μέρη λίγο νοσηρά, στους πίσω χώρους αγροκτημάτων που να μην είναι ιδιαίτερα ωραίοι, γιατί πάντοτε ανησυχώ μήπως το περιβάλλον έχει κάποιο νόημα» (7), εξομολογείται αυτός ο κινηματογραφιστής αφού έχει γυρίσει καμιά σαρανταριά «θεσμικές» ταινίες με ιδιαίτερα προσεγμένη αισθητική...

Αλλά «λίγο νοσηρά» περιβάλλοντα -και πάλι ο βορράς- και μια κοινωνική πραγματικότητα από τις πιο μαύρες είχαν ευρύτατα επιδοκιμαστεί από τους κριτικούς στην ταινία «Η ονειρεμένη ζωή των αγγέλων»/ La Vie rêvée des anges (1998). Αυτή η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Ερίκ Ζονκά/ Érick Zonca, σκιαγραφεί το πορτρέτο δύο σύγχρονων κοριτσιών: της Μαρί, της ξανθιάς και της Ίσα της μελαχρινής, που ανησυχούν για την επιβίωση τους το εσωτερικό μιας κοινωνίας που βρίσκεται σε κρίση και η οποία δεν παρέχει καμιά διέξοδο, καμιά προοπτική, καμιά ελπίδα. Συναντιούνται στο εργοστάσιο. Η πρώτη είναι βασανισμένη, «εξεγερμένη ενάντια στην κοινωνική κατάσταση της», διαβεβαιώνει ο σκηνοθέτης. Η άλλη αδιαφορεί και έχει δημιουργήσει μια «φιλοσοφία κάτεργου».
Προσεύχεται κιόλας για να ευχαριστήσει την τύχη της: μένει δωρεάν σ’ ένα διαμέρισμα του οποίου οι ιδιοκτήτες είχαν ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Η Ίσα καταπίνει την περηφάνια της και δέχεται οποιοδήποτε εξευτελιστική μικρο-δουλειά.
Η Μαρί δυσκολεύεται περισσότερο, κοροϊδεύει τη φίλη της, ρίχνεται σε μια καταστροφική ερωτική περιπέτεια και καταλήγει να αυτοκτονήσει. Ηθικό δίδαγμα: επειδή η Ίσα αποδέχεται τη δουλειά θα τα βγάλει πέρα... επιστρέφοντας στο εργοστάσιο.
Ο Ερίκ Ζονκά επιδεικνύει ένα αληθινό ταλέντο δημιουργού, εκθειάζοντας κυνικά την απόρριψη του καθημερινού αγώνα. Όπως ο Μπρούνο Ντιμόν, που ενστερνίζεται την ιδέα ενός φυσικού νόμου, ο Ζονκά θεωρεί ότι η μοίρα των ανθρώπων είναι προκαθορισμένη. Πρόκειται για ιδιαίτερες απόψεις για τόσο σύγχρονους κινηματογραφιστές! (8).
Αφού έκανε καριέρα και αφού εγκωμιάστηκε από τότε από τα πρακτορεία διανομής, ο Ερίκ Ζονκά, ξέχασε γρήγορα τους προλετάριους του βορρά, για να πραγματοποιήσει σειρά διαφημιστικών μηνυμάτων στην τηλεόραση προβλέποντας ταυτόχρονα το θάνατο του κινηματογράφου.
les-amants-criminels.jpg
«Ο θάνατος και ο κώλος -δεν υπάρχει τίποτα άλλο για ένα σκηνοθέτη» δηλώνει από την πλευρά του ο Φρανσουά Οζόν/ François Ozon (9), δημιουργός της ταινίας «Εγκληματίες εραστές»/ Les amants criminels (1999), την οποία εμπνεύστηκε από μια είδηση. Ένα νέο ρατσιστικό έγκλημα, που κινηματογραφείται σε ένα λουτρό αίματος, χρησιμεύει ως αρχή ενός θλιβερού παραμυθιού με νεράιδες.
Κυνηγημένο μετά το έγκλημα του, το νεαρό ζευγάρι των δολοφόνων γρήγορα συλλαμβάνεται, όπως ο Χάνσελ και η Γκρέτελ, από ένα δράκο των δασών. Αλυσοδεμένοι, πεινασμένοι, κλεισμένοι σ’ ένα υπόγειο γεμάτο ποντίκια, αυτοί οι δύστυχοι εραστές απειλούνται από τον κανιβαλισμό του απαγωγέα. Ακόμη και εδώ, τα πάντα είναι σεξουαλικά. Ο Φρανσουά Οζόν θεωρεί τον εαυτό του κινηματογραφιστή της υπέρβασης. Αφού επικαλείται τον Τσαρλς Λότον/ Charles Laughton (10), τους αδελφούς Γκριμ και τον Ουόλτ Ντίσνεϊ, ο σκηνοθέτης δεν διστάζει να καταφύγει σε μια ψυχανάλυση της δεκάρας.
Ο δράκος βιάζει το αγόρι αλλά «έτσι του αποκαλύπτει την απωθημένη ομοφυλοφιλία του», αιτία της εγκληματικής ορμής του. Μέσα από μια σειρά αναδρομών μιας παχυδερμικής ελαφρότητας, ο θεατής μαθαίνει ότι στην πηγή του κακού βρίσκεται η γυναίκα, την οποία προσέλκυε σεξουαλικά ο νεαρός Άραβας, τον οποίον εκείνη προτίμησε να σκοτώσει.

Ένα «διαβολικό» κλίμα προηγήθηκε της προβολής της ταινίας «Ρομάντζο»/ Romance X της Κατρίν Μπρεγιά/ Catherine Breillat (1999), επίσης με σεξ και θάνατο στο πρόγραμμα. Η σκηνοθέτης επιθυμούσε να γυρίσει μια καλλιτεχνική ταινία με πορνογραφικό χαρακτήρα. Γι’ αυτό, προσκάλεσε ένα ηθοποιό πορνογραφικών ταινιών, πραγματικό επαγγελματία στο είδος.
Μια νεαρή κοπέλα, την οποία έχει εγκαταλείψει ο εραστής της, πανέμορφο «τοπ μόντελ», φεύγει αναζητώντας έντονες εμπειρίες. Αφού επιδοθεί χωρίς δισταγμό και χωρίς ευχαρίστηση στο σαδομαζοχισμό και αφού βιαστεί, θα βρεθεί έγκυος και ευτυχισμένη.
Καθώς εκδιώκεται βίαια από το κρεβάτι, θα ικανοποιήσει τις νέες φαντασιώσεις της ως μελλοντική μητέρα, πηγαίνοντας τακτικά σε ένα πανεπιστημιακό νοσοκομειακό κέντρο όπου εξετάζεται κολπικά από σπυριάρηδες φοιτητές. Με το άλλοθι της γυναίκας κινηματογραφίστριας, η Κατρίν Μπρεγιά θεωρεί ότι νομιμοποιείται να βάλει τα πράγματα στη θέση τους σχετικά με την παρουσίαση της γυναικείας επιθυμίας.
Το αποτέλεσμα δεν παύει να μας αφήνει σκεπτικούς: σπάνια ο μισογυνισμός ήταν τόσο βίαιος.

Κάτω από τα ελευθεριάζοντας προσχήματα της νεοτερικότητας και κάτω από τη γοητεία για τις «επικίνδυνες τάξεις», όλες αυτές οι ταινίες απορρίπτουν κάθε πολιτική τοποθέτηση. Κατά βάθος, η έλξη τους για το ελεεινό και το χυδαίο αποκαλύπτει ένα αναμφισβήτητο μίσος για το λαό. Στη μορφή, διστάζουν ανάμεσα στον πιο μαύρο, στον πιο απελπισμένο νατουραλισμό και στον πιο επιτηδευμένο μανιερισμό και φορμαλισμό. Η κοινωνία είναι απούσα, έχει αντικατασταθεί από ανώδυνες γελοιογραφίες. Η κοινωνική ταινία και η πολιτική ταινία είναι άλλο πράγμα.

Σημειώσεις
(1) Αυτό το ανυπόγραφο κείμενο δημοσιεύτηκε κυρίως στη Libération στις 25 Νοεμβρίου 1999.
(2) Βλέπε «La création au secours de cinéma Français», Le Monde diplomatique, Μάιος 1994 και «Le cinéma français, otage de la télévision», Le Monde diplomatique, Μάιος 1999.
(3) Ο κρεοπώλης ήταν ήδη ο ήρωας της ταινίας μεσαίου μήκους «Κρέας» αυτού του σκηνοθέτη, που πήρε το βραβείο της κριτικής στο φεστιβάλ των Καννών.
(4) Αυτή η ομάδα ηθοποιών, που διευθύνεται από τον Ζερόμ Ντεσάν, παρουσίασε για μεγάλο διάστημα στο Canal Plus, με αυτό το όνομα, σκετς που πρόβαλλαν τη «βαθιά Γαλλία»..
(5) 4 Ιουνίου 1997.
(6) Στις γαλλικές αίθουσες από τις 27 Οκτωβρίου 1999.
(7) Libération, 19 Μαΐου 1999.
(8) Γι’ αυτές τις ιδέες του 19ου αιώνα, βλέπε Pierre-Andre Taguieff, La couleur et le sang. Doctrines racistes à la française, Mille et une nuits, 1998.
(9) France-Soir, 20 Αυγούστου 1999.
(10) Ηθοποιός και σκηνοθέτης μιας ταινίας μοναδικής και καταπληκτικής, «Η νύχτα του κυνηγού»/ The Night of the Hunter (1955).

(δημοσιεύθηκε στο Le Monde Diplomatique, février 2000. Η ελληνική μετάφραση δημοσιεύτηκε στην εφ. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 27 Φεβρουαρίου 2000)