(μια αφήγηση σε τόνο προσωπικό)
otto-e-mezzo.jpg

Η οικογένεια
Ως τα 27 μου κοιμόμουν στο κρεβάτι μαζί με τη μητέρα μου λόγω έλλειψης χώρου. Ο αδελφός μου στην άλλη γωνιά, στο πάτωμα. Η μητέρα άπλωνε κάτω ένα πανί και πάνω έβαζε το στρώμα. Ο πατέρας ξάπλωνε στον διάδρομο. Ο δύστυχος ήταν λίγο βίαιος και γυρνούσε συχνά μεθυσμένος το βράδυ. Ακολουθούσαν ατέλειωτοι καβγάδες για τα χρήματα. (…)
Ο πατέρας μου ήταν εργάτης. Τραχύς και φτωχός. Δίχως αμφιβολία, εκείνη έπαιξε τον μεγαλύτερο ρόλο. Βέβαια, αυτός δούλευε σαν ζώο, την ημέρα με τον παππού, το βράδυ σε μια μηχανή ελάσεως. Εχω ακόμη στα ρουθούνια μου τη μυρωδιά του ιδρώτα του. Ηταν παχύς. Κάθε τόσο τους ονειρεύομαι: όχι όπως με άφησαν ­ εκείνος στα 58, εκείνη στα 86 ­ αλλά νέους· η μαμά είναι βέβαια πιο όμορφη. Μια φορά ονειρεύτηκα τον εαυτό μου σ’ ένα δάσος πολύ σκοτεινό, όπως αυτό του Δάντη, και διέκρινα από μακριά ένα σπίτι. Ξαφνικά άναψε ένα φως τόσο δυνατό σαν να μου έδειχνε τον δρόμο και εγώ έλεγα: Βρίσκεται η μητέρα μου εκεί μέσα. Υστερα ξύπνησα. Αυτό το όνειρο δεν το ξέχασα ποτέ.

Ο πρώτος έρωτας
Ήμουν ερωτευμένος με μια κοπελίτσα με πλεξούδες που την έλεγαν Σιλβάνα. Εμενε σε μια άλλη γειτονιά. Οχι μακριά από τη δική μου. Ερχεται στον νου μου ένα επεισόδιο που με κάνει ακόμη να χαμογελάω. Είχα πάει με τους γονείς μου σε έναν αδελφό της μητέρας μου, έναν σιδηροδρομικό που είχε ένα μικρό σπίτι έξω από την πόλη. Μπροστά υπήρχε κήπος. Σκέφθηκα: Θα κλέψω ένα τριαντάφυλλο και θα της το προσφέρω. Είχα όμως την εντύπωση πως δεν μύριζε αρκετά. Πήρα ένα μπουκαλάκι με άρωμα και έχυσα λίγες σταγόνες στο λουλούδι. Υστερα πήγα να το δώσω στη Σιλβάνα. Μου φαινόταν σαν μια κίνηση παράξενη. Τη συνόδεψα ως το σπίτι της. Ενα φιλί κι έμεινα κάτω από τα παράθυρα. Περπατούσα πάνω – κάτω. Μόνο αυτό και μου έφθανε. Δεν την ξαναείδα ποτέ.

Οι ανεξίτηλες μνήμες
Μου αρέσει να ρισκάρω, διαφορετικά καταλήγω στη ρουτίνα. Πρέπει να παραδεχθώ πως έχω γίνει πιο απαιτητικός από τότε που ξεκίνησα. Είναι αλήθεια πως στην πρόβα τζενεράλε λέω: Αυτό το βράδυ ήμουν πολύ καλός. Ισως εξαιτίας της επίδρασης της αρρώστιας να εκπλήττομαι όταν επαναλαμβάνω τα λάθη μου σαν ένα κακόηχο τραγούδι. Επειτα σκέφτομαι: Πιθανότατα να οφείλεται στο γεγονός πως επιστρέφοντας στο κοινό θέλω να επιβάλω την παρουσία μου, να σβήσω κάθε σκιά, «κοιτάξτε πως εγώ είμαι καλά, δεν είμαι εξαντλημένος». Τα εβδομήντα ήταν ένας χρόνος άσχημος για μένα. Στο Παρίσι έπεσα από τις σκάλες του ιταλικού προξενείου και έσπασα τρία πλευρά. Υστερα ήρθε η κήλη του μεσοσπονδυλίου δίσκου, ο διαβήτης, ο λαβύρινθος, όλα.
Έχω όμως ακόμη την αίσθηση ότι βλέπω μια μεγάλη ταινία που άρχισε πολλά χρόνια πριν και δεν έχει ακόμη τελειώσει. Οι πιο έντονες είναι οι αναμνήσεις από την εφηβεία μου, από τα χρόνια της νεότητας, από την κατάσταση στο σπίτι. Λίγο ασταθή βέβαια. Μάλλον όχι λίγο. Πολύ. Αλλά αυτή ήταν η κατάσταση που επικρατούσε στα περισσότερα σπίτια των Ιταλών: οι συζητήσεις για το πώς θα πληρωθεί ο λογαριασμός του φωτός, έπειτα ο πόλεμος, με την αγριότητά του, που για όποιον είναι δεκαοκτώ ετών μοιάζει με μία ακόμη περιπέτεια. Όταν ακουγόταν ο συναγερμός, η μητέρα μου έλεγε: «Να πάρουμε τα ασημικά». Και έπαιρνε τα έξι κουταλάκια του καφέ. Κάναμε αγώνα δρόμου για το ποιος θα φθάσει πρώτος στο καταφύγιο. Όλα ένα παιχνίδι. Αυτές είναι οι ιστορίες που σημάδεψαν περισσότερο τη ζωή μου, περισσότερο από τον κινηματογράφο, από την αναγνώριση, από τα χρήματα, από τα πρόσωπα. Είναι αυτές που είναι συνδεδεμένες με το σχολείο, αλλά και με τους φίλους, την οικογένεια. Και ναι, ακόμη και με τον πόλεμο.
i-compagni.jpg
Κοιτάζοντας πίσω
Δεν μου λείπει τίποτα. Μου αρέσει να εργάζομαι, δεν έχω σταματήσει ποτέ. Αυτό οφείλεται εν μέρει στη φτωχή πνευματική μου ζωή. Για παράδειγμα, δεν μου αρέσει να πηγαίνω στο σινεμά, στο θέατρο, στα κοντσέρτα, για να μην πούμε για τα μουσεία. Όσον αφορά στο διάβασμα, είμαι ένας μέτριος αναγνώστης. Πώς λοιπόν να γεμίσω τα κενά; Κι έπειτα αυτό το επάγγελμα είναι γοητευτικό. Έχει προνόμια που άλλα δεν έχουν. Κι ύστερα μεταβάλλεται σχεδόν σε λόγο ύπαρξης. Όταν βέβαια κοιτάξει κανείς πίσω, αντιλαμβάνεται πως θα μπορούσε να είχε πάει καλύτερα, να είχε κάνει περισσότερα, να ήταν πιο γενναιόδωρος, πιο έντιμος όχι ­ εγώ στάθηκα αρκετά έντιμος. Γενικά, να είχε βελτιωθεί και να είχε φανεί πιο χρήσιμος στους άλλους. Αλλά το να ερμηνεύεις σημαίνει κυρίως να διασκεδάζεις: να είσαι ακόμη παιδί ανάμεσα στους κήπους και να παίζεις κρυφτό.
Τώρα θα ήθελα να υποδυθώ έναν γερασμένο Ταρζάν. Το έχω ξαναπεί και με έχουν κοροϊδέψει, ναι. Γιατί εγώ δεν ήμουν ποτέ ένας άντρας γεροδεμένος. Θα μου άρεσε όμως να τους έκανα να το πιστέψουν: δεν μπορεί κανείς να υποκριθεί εύκολα πως σε αυτή την ηλικία έχει μυς. Το πρόβλημα όμως δεν είναι αυτό. Ο Ταρζάν είναι ένας ήρωας που δεν υπολογίζει τίποτα. Κανένας δεν τον νοσταλγεί. Θα μπορούσε να είναι μια ταινία χιουμοριστική αλλά και με μια ανάγνωση βαθύτερη για την τρίτη ηλικία, για τη μοναξιά κάποιου που στάθηκε γενναίος, αλλά τώρα πια δεν τον φοβάται ούτε ένας κροκόδειλος.

Αυτοκριτική
Δεν είμαι όμορφος ούτε ήμουν ποτέ. Εχω ένα πρόσωπο συνηθισμένο, κοινό, ίσως και λίγο χωριάτικο. Δεν είμαι ούτε γενναίος. Προτιμώ πάντα να γυρίζω γύρω από το εμπόδιο και τις αποφάσεις να τις παίρνουν οι άλλοι. Στην πραγματικότητα, περισσότερο από τεμπέλης είμαι εσωστρεφής. Δεν μου αρέσει το συλλογικό παιχνίδι. Θέλω να διασκεδάζω μόνος μου. Πάντα από εγωισμό προτιμώ να συναναστρέφομαι με κόσμο που γνωρίζω. Είναι πιο βολικό, με αυτούς ξέρω ήδη πώς να συμπεριφερθώ. Δεν επιθυμώ να γνωρίσω κανέναν: είναι κουραστικό, πάντα προκύπτει κάποιο πρόβλημα. Καλύτερα να αφήνω την ευκαιρία να χάνεται. Είμαι ένας πρώην εργάτης. Αυτό έπρεπε να κάνω, εκεί έπρεπε να μείνω: στη γειτονιά με τους χτίστες. Τότε τουλάχιστον κανένας δεν θα μου είχε ζητήσει να γίνω λαμπερός, μοντέρνος, να αποκτήσω προσωπικότητα…

Για τη Sophia Loren
Εχει ισχυρή θέληση. Εμαθε πολύ καλά αγγλικά και γαλλικά, ασχολήθηκε και με τα γερμανικά. Ξεκίνησε από το μηδέν και έγινε ένα αστέρι με παγκόσμια ακτινοβολία. Χωρίς αμφιβολία μπορεί να δηλώνει ικανοποιημένη. Εκείνο που διάλεξε να κάνει το έκανε. Την έβλεπα πάντα γαλήνια, σίγουρη για τον εαυτό της. Τουλάχιστον έτσι μου φαινόταν, γιατί δεν μου αρέσει να χώνω τη μύτη μου στην προσωπική ζωή των γύρω μου. Ακόμη και τώρα, στην περίοδο της ωριμότητας, είχε στον νου της να παίξει μαζί μου σ’ ένα σενάριο του Εντοάρντο (ντε Φιλίπο): «Σάββατο, Κυριακή και Δευτέρα». Γιατί το κοινό μάς θεωρεί συζύγους, αρραβωνιασμένους ή ερωτευμένους. Έχουμε, θα μπορούσε να πει κανείς, διασχίσει τη ζωή μαζί. Αντρας και γυναίκα, αντιμέτωποι με τον χρόνο. Θα ήταν υπέροχο. (…) Θα ήταν υπέροχο να δουλέψω πάλι με τη Σοφία /Sophia Loren.

Η κοσμοθεωρία
Έχω ερμηνεύσει ρόλους και σε άσχημα φιλμ, εν γνώσει μου. Γιατί ήθελα να χτίσω μια πισίνα ή να αγοράσω ένα σκάφος. Πάντοτε όμως προσπάθησα να είμαι ευγενικός. Μια στάση ζωής που χρωστώ στη μητέρα μου: «Χαιρέτησες τον λογιστή του τρίτου ορόφου;». Θα βρεθεί κάποιος που θα πει: «Ο Μαρτσέλο είναι καλός». Δεν είμαι κακός, πιέζομαι όμως για να υιοθετήσω μια εγκάρδια συμπεριφορά. Έπειτα, ίσως στην ιδιωτική μου ζωή να υπάρχει κάποιος που να με αποθαρρύνει από το να είμαι υπερφίαλος και εγωιστής. Είναι πιθανόν. Πιστεύω ότι ακολουθώ έναν τύπο κοινής φιλοσοφίας, μεσογειακής θα έλεγα, ίσως και λίγο ανατολικής: «Δεν πειράζει, φαίνεται πως ήταν μοιραίο και πως έπρεπε να γίνει έτσι». Δεν επαναστατώ.
divorzio-al-italiana.jpg
Για την Catherine Deneuve
Όταν γνώρισα την Κατρίν /Catherine Deneuve κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων μιας ταινίας, συνερχόμουν από μια ερωτική απογοήτευση: από εκείνη τη θλιβερή ιστορία με τη Φέι (Νταναγουέι / Faye Dunawa). Εκείνη είχε χωρίσει από τον Τριφό. Ισως είχαμε ανάγκη και οι δύο να βρούμε ένα καινούργιο ενδιαφέρον. Ημασταν καλά για περίπου δύο – τρία χρόνια. Οι κινηματογραφικοί όμως έρωτες είναι εφήμεροι: εγώ δούλευα στην Ιταλία, εκείνη αλλού. Ήταν η Κατρίν που πήρε την απόφαση: «Η ιστορία μας τελείωσε. Δεν έχω πια λόγους, επομένως βρίσκω πως είναι ανώφελο να σερνόμαστε πίσω από τα πράγματα, μέσα στο ρεύμα της συνήθειας και της πλήξης. Τελειώσαμε. Αυτό ήταν». Εγώ, αντίθετα, ήμουν ακόμη ερωτευμένος. Ισως κάποιος άλλος να το αντιλαμβανόταν μετά, γιατί θα είχε πληγωθεί. Σκεφτόμουν μήπως είχα κάνει κάτι χωρίς να το πάρω είδηση. Ισως πάλι να αισθανόμουν δυστυχής γιατί μου είχαν πάρει το παιχνίδι από τα χέρια. Είναι αυτή η παιδιάστικη πλευρά που υπάρχει στη φύση του ηθοποιού.

Για τον Luchino Visconti
«Σινιόρ Βισκόντι». Δεν μπορούσα ποτέ να του μιλήσω στον ενικό. Το ίδιο και με τον Ντε Σίκα και τον Στόπα. Τότε ήμουν βέβαια ακόμη άπειρος. Διατήρησα όμως αυτή τη στάση, που δεν έπρεπε να είναι ούτε δουλική ούτε προδοτική, μόνο από σεβασμό μπροστά σε κάποιον που ήταν τόσο σημαντικός.
Έπειτα κάναμε τον «Ορέστη» του Βιτόριο Αλφιέρι: ο Βισκόντι είχε μετακινήσει όλες τις θέσεις της πλατείας για να τις τοποθετήσει κυκλικά. Εμείς παίζαμε στο κέντρο. Ο Γκάσμαν έπαιζε τον Ορέστη, εγώ τον Πυλάδη. Ενιωθα μεγάλη κούραση γιατί δεν μπορούσα να απαγγείλω τους στίχους στον σωστό τόνο. Ο Γκάσμαν με βοήθησε και αυτή ήταν η μοναδική φορά που ο Βισκόντι μού επιτέθηκε: «Πήγαινε να κάνεις τον τραμβαγέρη! Μοιάζεις με γορίλα». Ήθελα να του πω πως «δεν ήμουν εγώ που σας αναζήτησα, εσείς με βρήκατε». Ο Μορέλι, όμως, που με συμπαθούσε πολύ, μου έκανε νοήματα από τις κουίντες σαν να μου έλεγε: «Σφίξε τα δόντια, μην αντιδράς, θα περάσει». Δεν μου ξαναείπε ποτέ τίποτε.

Για τον  Federico Fellini
Ο Φελίνι / Federico Fellini έδωσε μια στροφή στην κατεύθυνση που είχε πάρει η καριέρα μου, με την ευκαιρία να παίξω σε έναν τομέα ευρύτερο. (…) Μαζί του όλα ήταν ένας περίπατος. Ή έμπαινες στον κόσμο του ή έμενες έξω. Ανώφελο να ζητήσεις εξηγήσεις: έκοβε τις γέφυρες. (…) Να γιατί του ήταν ακόμη πιο δύσκολο να δουλεύει με τους ξένους, που είναι μεθοδικοί, και πιο εύκολο με εκείνους που τους είχε πάρει μέσα από τη ζωή και ακολουθούσαν ως μαριονέτες τις υποδείξεις του. Ανάμεσά μας υπήρχε μια συνενοχή μοναδική. (…) Η τελευταία φορά που τον συνάντησα ήταν στη Φεράρα. Δεν ήθελα να τον επισκεφθώ όταν συνήλθε γιατί πήγαιναν τόσοι και τόσοι για να αποδείξουν πως ήταν φίλοι του. Στενοχωρήθηκα πολύ. Τον είδα άσχημο σε εκείνο το κρεβάτι. Μου φαινόταν πως είχε ένα δόντι πιο μακρύ από τα άλλα. (…) Μου είπε: «Ξέρεις, ήμουν στο Ρίμινι, στο «Grand Hotel». Είχα κάποιες κάλτσες που βοηθούσαν στην κυκλοφορία του αίματος και ήθελα να τις κόψω. Γλίστρησα, χτύπησα το κεφάλι μου στο κομοδίνο και βρέθηκα στη γη. Έπρεπε να ζητήσω βοήθεια και αισθάνθηκα γελοίος. Έτσι έψαξα για το τηλέφωνο και βρήκα ένα μάτσο από σπαράγγια. Ήταν τα δάχτυλά μου, το χέρι μου που δεν αισθανόμουν πια. Και τότε βάλθηκα να φωνάζω: «Βοήθεια! Βοήθεια!». Η πόρτα άνοιξε και μπήκαν δύο παπουτσάκια περασμένα με μαύρο βερνίκι. Ύψωσα τα μάτια: δύο παντελονάκια με μεγάλα κουμπιά, όπως εκείνα του Τοπολίνο. Ήταν ένα παιδί. Του είπα να φωνάξει βοήθεια, αλλά μιλούσε γερμανικά. Έπειτα βγήκε έξω. Άκουσα ένα χτύπημα στην πόρτα και δύο άντρες. Ο ένας είπε: «Εγώ τον κρατάω από τους ώμους, εσύ από τα πόδια». Κατάλαβα πως ήταν τραυματιοφορείς. Περάσαμε κοντά από την πλατεία. Τα μεγάφωνα έπαιζαν μουσική του Νίνο Ρότα». (…). Αυτή ήταν η τελευταία μας συνάντηση. Τον ξαναείδα στην Τσινετσιτά, μέσα στο φέρετρο. Ακόμη κι εκεί, όλα μια παράσταση.

Για ένα άρθρο της αμερικανικής εφημερίδας «Washington Post»
Είναι χαριτωμένο, ακόμη και ο τίτλος του: «Παλιά γοητεία». Ένας ηλικιωμένος συμπαθητικός κύριος που ερμηνεύει τρία φιλμ τη χρονιά, πίνει, καπνίζει και κοιτάζει ακόμη τις γυναίκες. Γιατί όμως πρόσθεσαν αυτό το επίθετο με την ανάσα του θανάτου; Θυμάμαι εκείνο τον δημοσιογράφο που μιλούσε καλά τα γαλλικά. Ευγενέστατος. Στο τέλος της συνέντευξης με ρώτησε: «Δεδομένης της ηλικίας σας, τι σκεφτόσαστε για τον θάνατο;». Ερώτηση που μου έκαναν και όταν ήμουν νέος, μόνο που τότε απαντούσα: «Ποιος νοιάζεται», γιατί το μόνο πράγμα που δεν ήθελα ήταν να με κοροϊδέψουν. Τώρα απαντώ: «Ακόμη και παλίμπαις, ακόμη και πάνω σε καρότσι, αρκεί να υπάρχω. (…) Ισως γιατί δεν έχω το στήριγμα της πίστης. Θα ήθελα να ξέρω πώς θα τελειώσουν όλα. Μόνο που δεν τελειώνουν ποτέ. Ο καθένας θέλει να δει τα παιδιά του να μεγαλώνουν και να παντρεύονται, τα εγγόνια, τους φίλους, αυτό που συμβαίνει στη χώρα. Ίσως μια μέρα να πάνε όλοι στο φεγγάρι. Γιατί να χάσει μια τέτοια ευκαιρία; Δεν είμαι πια ένας νεαρός. Στην ηλικία μου θέλω να με σέβεστε, εγώ δεν πειράζω κανέναν. Δεν θα με συναντήσετε πουθενά, δεν είμαι καλός στις δημόσιες εμφανίσεις. Γιατί να γράψετε μια φράση αόριστη; Θέλετε μήπως να προκαλέσω τον οίκτο στον κόσμο; Σίγουρα βρίσκεται εκεί, πίσω από τη γωνία. Δεν είναι μακριά. Τελεία και παύλα».

(Αποσπάσματα απο την έκδοση του La bella vita. Marcello Mastroianni racconta του Enzo Biagi. Η ελληνική μετάφραση δημοσιεύθηκε στην εφ. Το Βήμα, 22/12/1996)