του William Grimes /The New York Times
Οταν η Γκρέτα Γκάρμπο μίλησε για πρώτη φορά στο φιλμ «Αννα Κρίστι»/ Anna Christie,” του 1930, παρήγγειλε ένα ποτό: «Φέρε μου ένα ουίσκι με ginger ale. Και μην το τσιγκουνευτείς, μωρό μου». Τα κοκτέιλ έχουν μεγάλη παρουσία στις ταινίες, επειδή μπορούν να κάνουν όλων των ειδών τα πράγματα και να μεταφέρουν διάφορα μηνύματα. Μπορούν να «χτίσουν» ένα χαρακτήρα, να προετοιμάσουν μια ρομαντική σκηνή, να εισαγάγουν μια στροφή στην πλοκή ή να πυροδοτήσουν ένα αστείο.
Σχετικά εύκολα μπορεί κανείς να εντοπίσει τα ίχνη του αλκοόλ ήδη από τις πρώτες ταινίες του βωβού μέχρι και τον 21ο αιώνα χωρίς κανένα κενό, ούτε ακόμη και κατά τη διάρκεια της ποτοαπαγόρευσης. Ειδικά τότε, αφού την εποχή που η Αμερική είχε «στεγνώσει», οι ταινίες «κολυμπούσαν» στο αλκοόλ. Αυτή την τάση πραγματεύονται και οι Βρετανοί Γουίλ Φράνσις και Στέισι Μαρ, συγγραφείς του βιβλίου «Cocktails of the Movies: An Illustrated Guide to Cinematic Mixology»· μια έρευνα πάνω στις διάφορες σκηνές ταινιών όπου... συμπρωταγωνιστούν τα κοκτέιλ.
Σκεφθείτε τα τελευταία σαν πόσιμα Οσκαρ, μια σειρά από δεύτερους ρόλους, οι οποίοι συμπίπτουν εξαιρετικά τόσο με την επικείμενη οσκαρική σεζόν όσο και με μία από τις πιο αναμενόμενες σκηνές κοκτέιλ στην πρόσφατη κινηματογραφική ιστορία. Στο «Spectre», ο Ντάνιελ Κρεγκ, ως Τζέιμς Μποντ, ξεφεύγει από το παραδοσιακό του βότκα-μαρτίνι. Αντί γι’ αυτό, σε μια σκηνή όλο νόημα την οποία μοιράζεται με τη συμπρωταγωνίστρια Λεά Σεϊντού, παραγγέλνει ένα «βρώμικο» μαρτίνι, με αδιευκρίνιστα συστατικά, αν και μπορεί κανείς να διακρίνει τρεις μικρές ελιές μέσα στο ποτήρι.
Από την άλλη, στο «Caught in a Cabaret», ένα βωβό φιλμ του Τσάρλι Τσάπλιν με αστείους μεσότιτλους, το κοκτέιλ υπηρετεί απλά ένα γκαγκ. Σε μια σκηνή, η Μέιμπελ Νόρμαντ στέκεται έξω από το σπίτι-παλάτι της, όταν ένας υποτακτικός τη ρωτάει αν έχει τίποτα εντολές για τον σταβλάρχη κι εκείνη απαντά: «Ναι, πες του να μου φτιάξει ένα “Horse’s Neck”». Το ποτό δεν είναι τίποτα ιδιαίτερο, μόνο ουίσκι και ginger ale με μια ιδέα λεμόνι, όμως εδώ δεν χρειάζεται να κάνει και πολλά – απλά να προκαλέσει το γέλιο. Το ίδιο το κοκτέιλ δεν εμφανίζεται καν.
Τα πράγματα είναι διαφορετικά όσον αφορά το όμορφα παρασκευασμένο Old Fashioned στο «Crazy, Stupid, Love». Το κοκτέιλ ως όργανο αποπλάνησης έχει ξεχωριστή θέση στην κινηματογραφική ιστορία, το ίδιο και ο πρωταγωνιστής της ρομαντικής κομεντί, ο οποίος είναι παραδοσιακά και άριστος παρασκευαστής ποτών. Ο Ράιαν Γκόσλινγκ, ωστόσο, προσθέτει ένα σύγχρονο, σχεδόν καλλιτεχνικό στοιχείο στη συνταγή. Με επιδέξιες κινήσεις και μπροστά στην κάμερα που ζουμάρει, εκείνος σταλάζει Angostura bitters πάνω σε έναν κύβο ζάχαρης στον πάτο του ποτηριού. Προσθέτει δύο δάχτυλα ακριβού μπέρμπον και πάγο με ένα ασημένιο κουτάλι, ενώ στη συνέχεια, με χειρουργική ακρίβεια, αποσπά μια φλούδα πορτοκαλιού και την πιέζει απαλά, ώστε τα αρωματικά της έλαια να ψεκάσουν ελαφρώς την επιφάνεια του ποτού. Αυτό παρουσιάζει σαν δισκοπότηρο στην Εμα Στόουν.
Εξίσου αποκαλυπτικό είναι το ποτό-υπογραφή του Τζέικ Τζίλεχαλντ στο «Ζόντιακ»/ Zodiac: το Aqua Velva. Πρόκειται για ένα γελοίο μείγμα, χρωματισμένο με blue curacao, ώστε να φαίνεται σαν άφτερ σέιβ τύπου Aqua Velva, και σερβιρισμένο με μια μικρή ροζ ομπρελίτσα. Ο Ρόμπερτ Ντάουνι Τζ., ο οποίος υποδύεται έναν σκληροτράχηλο αστυνομικό ρεπόρτερ που ερευνά τους φόνους του Ζόντιακ, κοιτάζει το ποτό καχύποπτα. «Αυτό δεν μπορεί να αγνοηθεί πια», λέει, «τι είναι αυτό το πράγμα που πίνεις;». Ο Τζίλεχαλντ απαντά: «Είναι ένα Aqua Velva. Αν το δοκίμαζες θα σταματούσες να το κοροϊδεύεις». Είναι το τέλειο ποτό για ένα σπασίκλα και αθώο πρώην πρόσκοπο, που το πίνει μάλιστα με το καλαμάκι.
Επίσης περιέχει και μια δεύτερη σημασία. Υπονοεί πως ο χαρακτήρας του Τζίλεχαλντ, ένας πολιτικός γελοιογράφος, αποφασισμένος να σπάσει τον κώδικα του Ζόντιακ, έχει έναν αιρετικό τρόπο σκέψης (σκέφτεται «έξω από το κουτί»). Η αθώα περιέργειά του τον οδηγεί σε συνδέσεις και στοιχεία που οι έμπειροι ερευνητές αγνοούν. Το γεγονός ακόμη πως ο Ντάουνι δέχεται την πρόκληση –οι δυο τους ξεπαστρεύουν ένα ολόκληρο τραπέζι με Aqua Velva στη συνέχεια– λέει κάτι και για εκείνον.
Το βιβλίο περιλαμβάνει ακόμη, και σωστά, το White Russian του «Dude» από το «Big Lebowski» των αδελφών Κοέν, όπως και το Cosmopolitan της Κάρι Μπράντσο από το «Sex and the City». Αλλος όμως είναι ο πραγματικός «Γκοτζίλα» των ποτών. Το «Cocktail» του 1988 με τον Τομ Κρουζ, ο οποίος υποδύεται έναν ανερχόμενο μπαρτέντερ, είναι για τον συγκεκριμένο κλάδο ό,τι το «Showgirls» για το pole dancing: μια καθαρή ντροπή που επιβίωσε για να γίνει καλτ.
Μέσα σε έναν κυκεώνα από άσχημα κουρέματα των ’80s και ακόμα χειρότερη μουσική, το «Cocktail» παρουσιάζει μια πυρετώδη εποχή του bartending, όπου οι επαγγελματίες του είδους άρχισαν να υιοθετούν ένα ακραία επιδεικτικό στυλ, πετώντας, για παράδειγμα, τα σέικερ στον αέρα για να τα πιάσουν στη συνέχεια πίσω από την πλάτη. Η αλήθεια, πάντως, είναι πως απέχουμε πολύ από τον κόσμο του «Thin Man» (1934) και τα κοκτέιλ που «κατεβάζει» εκεί ο Ουίλιαμ Πάουελ από νωρίς το πρωί. Το Bronx, το μαρτίνι, το Manhattan –αυτά είναι τα κλασικά ποτά που αναπόφευκτα οδηγούν στη σκηνή με τον πάγο στο κεφάλι– παρουσιάζονται εκεί, ωστόσο οι συγγραφείς θα μπορούσαν άνετα να είχαν διαλέξει τα βότκα-μαρτίνι του Πάουελ από το «My Man Godfrey», τα οποία εμφανίζονται τρεις σχεδόν δεκαετίες προτού ο Σον Κόνερι προφέρει το αθάνατο «shaken, not stirred».
Το Χόλιγουντ προμήθευσε το βιβλίο με πλεόνασμα υλικού, με αποτέλεσμα πολλά διάσημα κοκτέιλ –και οι αντίστοιχες σκηνές όπου εμφανίζονται– να μη συμπεριλαμβάνονται σε αυτό. Εκεί, αντιθέτως, βρίσκονται μερικά φανταστικά κοκτέιλ, όπως το σατανικά παιδικό Moloko Plus από το «Κουρδιστό πορτοκάλι» ή το απελπιστικά εξωγήινο Pan Galactic Gargle Blaster από το «Hitchhiker’s Guide to the Galaxy».
Ενα φανταστικό ποτό, τέλος, λείπει χαρακτηριστικά, έστω και αν δεν πίνεται με τίποτα. Στο «Nutty Professor» ο χαρακτήρας του Buddy Love, ερμηνευμένος από τον Τζέρι Λιούις, μπαίνει σε ένα μπαρ και παραγγέλνει ένα Alaskan Polar Bear Heater. «Κοίτα πώς γίνεται», εξηγεί στον απορημένο μπάρμαν ο Buddy: «Δύο σφηνάκια βότκα, λίγο ρούμι, λίγο μπίτερ και μια στάλα ξίδι... ένα σφηνάκι βερμούτ, ένα τζιν, λίγο μπράντι, μια φλούδα πορτοκάλι και μια λεμόνι, ένα κερασάκι και λίγο ακόμα ουίσκι. Τα ανακατεύεις καλά και σερβίρεις σε ψηλό ποτήρι». Αφού ακούει με απάθεια ο μπάρμαν, ρωτάει: «θα το πιεις εδώ ή θα το πάρεις στο σπίτι για εντριβή;».
(Η ελληνική μετάφραση δημοσιεύθηκε στην εφ. Η Καθημερινή, 9.11.2015)