Από το υπόλοιπο στα υπόλοιπα, από το ένα στα πολλά, από το αφηρημένο στα συγκεκριμένα. Μήπως και μαλακώσει κάπως το άγχος της στέρησης, η οποία οφείλεται, λέει, σ΄ αυτό που κάποτε είχαμε, αλλά μας έλειψε, γιατί αποδείχτηκε, λέει, πως μας περίσσευε. Κάτι που κολλάει καλά στα οικονομικά μας, μετρώντας, μέρες που είναι, και την κουτσουρεμένη ομότιμη σύνταξή μας. Εντάξει, υπάρχουν και χειρότερα.
Το είπε εξάλλου με τον τρόπο της και η πλατωνική Διοτίμα: πως το φτερωμένο αγόρι (άλλως πως: Ερως) προέκυψε όταν, μιαν αυγουστιάτικη νύχτα με φεγγάρι (σίγουρα με πανσέληνο), συνουσιάστηκαν ξεδιάντροπα στην Ακρόπολη (ασφαλώς χωρίς φύλακες) η Πενία και ο Πόρος. Γενεαλογικό σχήμα (μπαμπάς πλούσιος- μαμά φτωχή- παιδί ξεκρέμαστο) που τόσο πολύ το γούσταρε η συμποσιακή Διοτίμα, ώστε το θεώρησε μοντέλο για τη γένεση της φιλοσοφίας. Που την έβαλε (η Διοτίμα πάντα) να πηγαινοέρχεται, μεταξύ μητρικής αμαθίης και πατρικής σοφίης, χωρίς να φτάνει ποτέ στο θετικό άκρο του τόξου. Για το αρνητικό πάντως άκρο, την πλήρη αμάθεια δηλαδή, κουβέντα δεν είπε η Διοτίμα, προφανώς για να μη δυσαρεστήσει όσους πρόσφατα αγανάκτησαν με το υποβάσιμο 9 και κάτι, ως ανεμπόδιστη άδεια εισαγωγής στα αδιαπέραστα ΤΕΙ.
Επιστροφή όμως στα πληθυντικά υπόλοιπα (που προϋποθέτουν, όπως έγραφα τις προάλλες, πληθυντικά, επίσης, περισσεύματα) σε μιαν απρόσμενη όμως, λοξή τώρα, περιοχή: ο λόγος για τις υπόλοιπες θερινές αυλές (και ταράτσες) που φιλοξενούν τα τελευταία χρόνια περισσευάμενα κινηματογραφικά έργα, πρόσφορα για θερινή ψυχαγωγία, υπολογίζοντας και στην εφηβική μας νοσταλγία.
Μιλώ για υπόλοιπες θερινές αυλές, που παλαιότερα περίσσευαν. Παράδειγμα η θρυλική πλατεία Αριστοτέλους στη Θεσσαλονίκη, όπου ένα φεγγάρι (δεκαετία ΄50) λειτουργούσαν έξι επώνυμα θερινά σινεμά, τα οποία έπαιζαν κατά κανόνα καινούρια· όχι παρελθόντα έργα. Και τι δεν είδα εκεί στα έρμα μου νιάτα: φρέσκον ακόμη τον Ερρίκο Ε/ Henry V του Σαίξπηρ, σκηνοθετημένον και παιγμένο από τον Λώρενς Ολιβιέ / Laurence Olivier- πρόκειται μάλλον για την καλύτερη κινηματογραφική μεταγραφή σαιξπηρικού έργου. Στην ώρα τους επίσης Τα μεγάλα γυμνάσια / Les Grandes Manœuvres του μαγικού Ρενέ Κλαιρ/ René Clair, με τον ανεπανάληπτο Ζεράρ Φιλίπ/ Gérard Philipe, την, άλλως πως, αισθησιακή Μισέλ Μοργκάν/ Michèle Morgan, και, σε ρόλο χαριτωμένης μοδιστρούλας (πρώτη εμφάνιση), την Μπριζίτ Μπαρντό, προτού μας επιδείξει ακόμη τα, άψογα πράγματι, οπίσθιά της, που δελέασαν τη μηχανή του Γκοντάρ.
Τώρα ωστόσο οι θερινές εκείνες αυλές λιγόστεψαν, ενώ οι επαναλήψεις διαβόητων έργων περίσσεψαν, όχι πάντα με ευανάγνωστα κριτήρια, συχνά σε κόπιες διάτρητες, κάποτε με άηχο ήχο, για μην ενοχλούνται οι περίοικοι. Παρ΄ όλα αυτά, εφόσον είσαι στις καλές σου (πράγμα σπάνιο τον τελευταίο καιρό) λες κι ένα μίζερο ευχαριστώ, το οποίο γίνεται ένθερμο, αν πέσεις σε απροσδόκητη εξαίρεση, όπως η επόμενη. Περί αυτής ο υπόλοιπος λόγος. Προηγούνται τα συμφραζόμενά της. Στο «Βήμα της Κυριακής» λήγοντος Ιουλίου (25/07), ο Γιάννης Ζουμπουλάκης αφιέρωσε έγχρωμο δισέλιδο σε μια (δικά του τα λόγια) «χαρτογράφηση αγαπημένων θερινών αιθουσών της Αθήνας σε διαφορετικές περιοχές της» με τον κοσμέτικ επίτιτλο 6 υπαίθρια διαμάντια της πρωτεύουσας (τα διαμάντια πάνε κι έρχονται τον τελευταίο καιρό στην κριτική γλώσσα της δημοσιογραφίας), και με ευρηματικούς υπότιτλους, λόγου χάριν: «Κοκτέιλ και ατμόσφαιρα».
Δικαιούται να διαμαρτυρηθεί κάποιος για τις επιλεκτικές (συμφέρουσες μάλλον) έξι επιλογές του Ζουμπουλάκη, που εκτοπίζουν αυθαιρέτως άλλες (ομότεχνες και ομότοπες) συμπαθέστερες αυλές της αθηναϊκής περιφέρειας. Η παράλειψη σηκώνει ακόμη και διαμαρτυρικό συλλαλητήριο, στο οποίο εκθύμως προδηλώνω συμμετοχή. Προς το παρόν ζητώ, αμέσως και ανυπερθέτως, να προσαυξηθεί ο σατανικός αριθμός 6 (διαβάστε και τον φίλο μου τον Κυρτάτα) σε 7. Ως τριακονταετής πάντως κάτοικος Παγκρατίου (γνωστής κυψέλης κάποτε ανθρώπων της τέχνης και των γραμμάτων) δεν διστάζω να προτείνω ως έβδομη τη θερινή αυλή ΟΑΣΙΣ (όνομα και πράμα), στην οποία θα έπρεπε ίσως να απονεμηθεί «αυλικό» βραβείο· της αξίζει. Προς απόδειξη παραθέτω επακριβώς την επόμενη, σεμνή και ολιγόλογη, «σύσταση», την οποία ευγενικά μου παραχώρησαν οι δύο δίδυμες αδελφές που συντηρούν τριαντατρία ήδη χρόνια την αυλή αυτή των θαυμάτων:
«Ο κινηματόγραφος ΟΑΣΙΣ άρχισε να λειτουργεί το 1958 σαν Θέατρο Σκιών. Το 1961 έγινε κινηματόγραφος· τον πήρε ο κινηματογραφιστής Ευάγγελος Μελισσηνός. Το 1977 τον πήραμε εμείς ως ιδιοκτήτριες και τον συνεχίζουμε μέχρι σήμερα, πάντα με τις καλύτερες ποιοτικές ταινίες».
Αυτά. Κι όσο για τον προαναγγελλόμενο προχθές «μαύρο χειμώνα» του Πρετεντέρη, θα φταίει φαντάζομαι η παρατεταμένη ηλιοθεραπεία.
(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Το Βήμα 05/09/2010)