της Rachel Cooke/ Τhe Observer
Συναντηθήκαμε με τον Μελ Μπρουκς / Mel Brooks στου Σίμπσονς, ένα παλιό λονδρέζικο εστιατόριο στο Στραντ. Ηξερα ότι μετά τον θάνατο της γυναίκας του, της Αν Μπάνκροφτ, δεν έχει δώσει συνεντεύξεις - τούτη εδώ είναι η πρώτη. Η χρονιά που φεύγει ήταν πολύ σκληρή για εκείνον. Διστάζω να αναφερθώ στο θέμα, και όταν τελικά το κάνω, καταλαβαίνω ότι η ερώτηση είναι σαν μαχαίρι στην καρδιά του. «Δεν μιλάω γι' αυτό», λέει. «Δεν μιλάω γι' αυτήν τη χρονιά». Η απόλυτη άρνηση με βοηθάει να προχωρήσω: Το «δεν μπορώ» είναι μια λέξη που αποφεύγει.
Εχει έρθει στο Λονδίνο για την πρεμιέρα της νέας ταινίας του, του μιούζικαλ «Οι παραγωγοί»/ The Producers, κινηματογραφική μεταφορά της ομώνυμης θεατρικής επιτυχίας. Βέβαια, πολύ πριν από το μεγάλο σουξέ στο Μπροντγουέι, οι «Παραγωγοί» ήταν μια άλλη, πολύ διαφορετική, ταινία. Η πλοκή είναι η ίδια. (Ο Μαξ Μπιάλιστοκ, παλιά δόξα του Μπροντγουέι, ακούει τη συμβουλή του κομπιναδόρου λογιστή του, Λίο Μπλουμ, ότι μια αποτυχία μπορεί να είναι επικερδέστερη από μια αποτυχία, κι έτσι οι δυο τους ανεβάζουν ένα έργο τόσο κακό που υποθέτουν ότι θα κατεβεί σε λίγες μέρες· το αποτέλεσμα είναι η «Ανοιξη για τον Χίτλερ», μια ανεκδιήγητη φάρσα που όμως τους χαλάει τα σχέδια, γιατί σημειώνει φοβερή επιτυχία.) Το φιλμ εκείνο, όμως, δεν ήταν μιούζικαλ. Και ενώ η κριτική το επαίνεσε -ο Μπρουκς κέρδισε Οσκαρ σεναρίου το 1968- εμπορικά δεν πήγε τόσο καλά. Τι ελπίζει τώρα με τη νέα ταινία; Κόσμο στις αίθουσες και ας πουν ό,τι θέλουν οι κριτικοί; Οχι, κάθε άλλο.
Σε μορφή μιούζικαλ
«Ο χρόνος περιφρονεί την εμπορική επιτυχία», λέει. «Βέβαια, είναι καλοδεχούμενη εφόσον φέρει πολλά χρήματα». Δεν έχει ακόμα εξηγήσει πλήρως γιατί «Οι παραγωγοί», ως μιούζικαλ, σημείωσαν τέτοιο θρίαμβο. Του αναφέρω τα νούμερα -στη Νέα Υόρκη έκανε εισπράξεις 12 εκατομμύρια δολάρια την εβδομάδα και κέρδισε 12 βραβεία Τόνι- αλλά μόνο υποθέσεις μπορεί να κάνει: «Ισως ανταποκρίνεται στην ιδέα που έχει ο κόσμος για την τρελή κωμωδία. Μπορεί όλοι να θέλουν να γίνουν παραγωγοί, να μπουν στην σόου μπίζνες. Πού να ξέρω;»
Για την καινούργια ταινία, ωστόσο, τίποτα δεν είναι εγγυημένο. Η θεατρική εκδοχή πήγε καλά στην ανατολική ακτή των ΗΠΑ και στις μεγάλες πόλεις, αλλού όμως το κοινό δεν ενθουσιάστηκε και τόσο (το ίδιο που συμβαίνει με τους Δημοκρατικούς). Θα έχει ενδιαφέρον λοιπόν να δούμε πώς θα πάει στους κινηματογράφους. «Η Universal φέρθηκε πολύ καλά», λέει ο Μπρουκς. «Ηθελαν να βγει η ταινία μαζί με τον Κινγκ Κονγκ και τη Νάρνια, και τους είπα, «Μα, τι λέτε! Κάντε μου τη χάρη! Θέλετε να χρεοκοπήσετε;» Πείστηκαν έτσι να τη βγάλουν μετά τα Χριστούγεννα. Πάντως, από τις δοκιμαστικές προβολές που κάναμε, φάνηκε να αρέσει στους θεατές».
Διστακτικός στην αρχή
Οταν του πρότειναν να γίνουν οι «Παραγωγοί» μιούζικαλ, ο Μπρουκς ήταν διστακτικός. Πίστευε ότι θα ήταν προτιμότερο η «καλτ» ταινία να μείνει άθικτη, τελικά όμως πείστηκε από τον Ντέιβιντ Γκέφεν. Δεν ήταν δύσκολο εγχείρημα γι' αυτόν, να γράψει για πρώτη φορά στην καριέρα του τόσα τραγούδια; «Αυτό είναι το μυστικό μου. Από μικρό παιδί έγραφα τραγούδια. Εγραφα και όταν υπηρετούσα στον στρατό».
Και πάλι, όμως, έχοντας περάσει τα εβδομήντα χρόνια του, πώς ήξερε ότι θα τα καταφέρει; «Τη μια νύχτα έγραφα συνεχώς, την άλλη έμενα ξάγρυπνος χωρίς να γράφω λέξη. Ξέρετε, όμως, τα τραγούδια χρειάζονται έμπνευση για τους πρώτους οκτώ στίχους, τα άλλα όλα είναι επεξεργασία. Η μουσική, σε μεγάλο βαθμό, είναι μαθηματικά. Είναι ισορροπία, απλώς πρέπει να είσαι οργανωμένος». Τώρα ασχολείται με τη μετατροπή σε μιούζικαλ μιας άλλης ταινίας του, του «Φρανκενστάιν Τζούνιορ»/ Young Frankenstein. Μήπως είναι εργασιομανής; «Δεν το βλέπω σαν δουλειά αυτό. Εχω δουλέψει σε καθαριστήριο - αυτό ήταν δουλειά. Να καθαρίζεις γραφεία, π.χ., είναι δουλειά. Αυτό που κάνω τώρα είναι διασκέδαση».
Ο Μελ Μπρουκς είναι ένας μικροκαμωμένος άντρας, με μάτια σαν χάντρες καρφωμένες βαθιά στο πρόσωπό του. Εχει έναν αέρα ευδαιμονίας και αυτοπεποίθησης, σαν να πήρε πολλή αγάπη στα παιδικά του χρόνια. Ηταν παραχαϊδεμένος; «Οπωσδήποτε. Σίγουρα».
Γεννήθηκε στο Μπρούκλιν -το πραγματικό του όνομα είναι Μέλβιν Καμίνσκι- και ο πατέρας του πέθανε από φυματίωση όταν ο γιος του ήταν δύο ετών. Πέρασαν δύσκολα χρόνια κατόπιν. «Δεν μ' ένοιαζε όμως που είμασταν φτωχοί. Η μητέρα μου ήταν καλή μαζί μας, και υπήρχε πάντα φαγητό. Σπανίως κρέας, αλλά δεν πεινούσαμε. Και είχα τρεις μεγαλύτερους αδελφούς που με κανάκευαν». Στα 17 του χρόνια πήγε στη στρατιωτική ακαδημία της Βιρτζίνια - με την ελπίδα ότι, ως σπουδαστής, θα απέφευγε την επιστράτευση στη διάρκεια του πολέμου. Οταν όμως έγινε η απόβαση στη Νορμανδία, τον κάλεσαν στο πεζικό και τον έστειλαν στη Γερμανία. «Ημουν τυχερός. Επιβίωσα του πολέμου. Είδα όμως τρομερά πράγματα».
«Ακόμα ανατριχιάζω»
Οπως και ο Γούντι Αλεν, ο Μελ Μπρουκς ξεκίνησε σαν stand-up κωμικός και κατόπιν πέρασε στη σκηνοθεσία και στην ηθοποιία. Πολλοί θεωρούν το χιούμορ του πιο μονοδιάστατο και «εύκολο» από του Αλεν. Και είναι αλήθεια ότι η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία του στον κινηματογράφο, το κωμικό γουέστερν «Μπότες, σπιρούνια και καυτές σέλες»/ Blazing Saddles, δεν ήταν παρά μια ανάλαφρη φαρσοκωμωδία. Του λείπει ίσως η «σκοτεινή πλευρά». Ο ίδιος πιστεύει ότι η προσωπική του εκδοχή χιούμορ παντρεύει το φαρσικό στοιχείο με το λόγιο. «Εχω κακό γούστο συνδυασμένο με πνευματική καλλιέργεια. Πρέπει να έχεις διαβάσει πολύ για να κάνεις αναφορές στην ιστορία και σε λογοτεχνικούς ήρωες».
Οι «Παραγωγοί» και ο «Φρανκενστάιν Τζούνιορ» είναι ταινίες που άντεξαν στον χρόνο, σε αντίθεση με την αποτυχημένη σάτιρα «Ρομπέν των Δασών: Οι άντρες με τα κολάν»/ Robin Hood: Men in Tights, που ο Μπρουκς γύρισε το 1993. Επειτα από εκείνο το φιλμ, έμεινε για ένα διάστημα στο περιθώριο. Γι' αυτό και η θριαμβευτική θεατρική επάνοδος των «Παραγωγών» πρέπει να είχε γι' αυτόν ιδιαίτερα γλυκιά γεύση. Του αρέσει που μένει τώρα στο ξενοδοχείο Σαβόι, γιατί είναι κοντά στο θέατρο του Λονδίνου όπου παίζεται ακόμη το μιούζικαλ. «Μπαίνω απαρατήρητος και ρίχνω μια ματιά στην παράσταση κάθε βράδυ. Μου προκαλεί ακόμα μια ευχάριστη ανατριχίλα».
Νιώθει το βάρος της ηλικίας; «Δεν μπορώ να καταλάβω τι σημαίνει να έχεις πατήσει τα ογδόντα», λέει. «Είμαι ακόμα πολύ ευκίνητος. Περπατάω μισό μίλι και τρέχω μισό μίλι, κάθε μέρα».
Το πολεμικό του «ανδραγάθημα»
Είναι χαρακτηριστικό το ανέκδοτο που αφηγήθηκε ο Μελ Μπρουκς από τα χρόνια του πολέμου. «Είχαμε βγει περιπολία, στη Γερμανία, είκοσι άτομα, και είδαμε κάτι μονωτήρες από άσπρο κεραμικό, σαν αυτούς που υπάρχουν πάνω στα τηλεγραφόξυλα. Τους είπα, λοιπόν, να βάλουμε όλοι από ένα δολάριο, να σκοπεύσουμε με τα «μάουζερ» κι όποιος πετύχει τον μονωτήρα να πάρει τα είκοσι δολάρια. Νίκησε κάποιος Τεξανός, εμείς από το Μπρούκλιν είμαστε άθλιοι σκοπευτές. Τέλος πάντων, γυρίσαμε στο στρατόπεδο και ακούσαμε τις σειρήνες να ουρλιάζουν. Τι συμβαίνει, ρώτησα. Κάποιος γερμανικός λόχος είναι εκεί έξω και μας έκοψε τις επικοινωνίες, μου είπαν. Πρέπει να βγει ένας εθελοντής να διορθώσει τη ζημιά». Ο ίδιος ήξερε πολύ καλά ποιος είχε κάνει τη ζημιά. «Προσφέρθηκα λοιπόν να βγω, επικεφαλής του λόχου, για να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση». Ο Μπρουκς παρασημοφορήθηκε αργότερα για τη «γενναία» πράξη του. Δεν ένιωσε ενοχή που δέχτηκε το παράσημο; «Οχι, καθόλου!» λέει γελώντας.
(Δημοσιεύτηκε 18 -12-2005. Η ελληνική απόδοση με περικοπές δημοσιεύθηκε στην εφ. Η Καθημερινή, 08.01.2006)