(μια ανάρτηση στο Facebook)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1617_elle.jpg

Maria Gavala
Ανάρτηση στις 11 Οκτωβρίου 2016
Η «ELLE» του Πωλ Βερχόφεν και ο «EL» του Μπουνιουέλ.
Ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα στοιχεία στην ταινία του Βερχόφεν είναι πως, όντως, ο Δον Λουίς πάει κι έρχεται εκεί μέσα σαν στο σπίτι του. Δεν είναι μόνο οι σαφείς αναφορές (το φετίχ των ποδιών, τα κοφτερά εργαλεία που εν πολλοίς μένουν αναξιοποίητα ενώ η ανάλογη όρεξη και βουλιμία αξιοποιείται στο έπακρο, η τηλεοπτική αναμετάδοση της καθολικής λειτουργίας, η γειτόνισσα που συλλέγει αγαλματίδια αγίων, το προσκύνημα του Πάπα στην Κομποστέλα, οι κάθε λογής διάσπαρτες σουρεαλιστικές πινελιές κ.ο.κ), είναι και η σκηνοθετική επιθυμία, αυτή καθαυτή. Όπως ο Φρανσίσκο στο «El», 1952, έτσι κι η ηρωίδα του Βερχόφεν θέλει να βλέπει τους ανθρώπους σαν μυρμήγκια, ενώ συνεχώς μας πληροφορεί: «Θα ήθελα να ’μαι Θεός για να τους λιώσω…». Η ταινία του Βερχόφεν επιχειρεί– ή τουλάχιστον έχει τη φιλοδοξία –, να διεισδύσει κάπου βαθύτερα, σε ένα σύμπαν όπου η διασταύρωση θύματος και θύτη, η συνάντηση ή η συσχέτιση της ηδονής με τον πόνο, η εκδίκηση ή η δικαίωση σεξουαλικών ορέξεων και γενικότερα ανθρώπινων επιθυμιών, δεν είναι απλώς το κυρίως θέμα. Νομίζω πως σκοπός της ταινίας είναι να στοχαστεί σε βάθος για όλα αυτά, και όχι μόνο να αποδεχτεί, να ειρωνευτεί, να ισορροπήσει πάνω σε τεντωμένο σχοινί, ή να ανατρέψει κάποια δεδομένα. Το θέμα είναι, όμως, σε τι βαθμό το επιτυγχάνει αυτό.
Ο Χάνεκε, στη «Δασκάλα του πιάνου», στηριζόμενος σε πληρέστερο μυθιστόρημα και σε καλύτερο σενάριο, και όντας περισσότερο ευσύνοπτος, ευθύβολος και, κυρίως, λιγότερο θορυβώδης από τον Βερχόφεν, νομίζω πως κατάφερε να χώσει βαθύτερα το νυστέρι και να αφήσει βαθύτατα ανεξίτηλες ουλές. Δεν ξέρω, αλλά τα «τραύματα» του Βερχόφεν, πέρα από σκηνοθετημένα με περίσσεια δεξιοτεχνίας και ευφυΐας, φαντάζουν κάπως επιφανειακά και εύκολα επουλώσιμα. Η Τριστάνα του Δον Μπουνιουέλ, ηρωίδα που περνά, με άλλο τρόπο και υπό άλλες συνθήκες, μέσα από ανάλογα πελάγη ερέβους, εξίσου θύμα και τερατώδης εκδικητής, βγαίνει από την όλη περιπέτεια με ακρωτηριασμένο πόδι. Το πόδι της Elle του Βερχόφεν απλώς μπαντάρεται και… στη συνέχεια «φτου κι απ’ την αρχή». Δεν θα αναφέρω λέξη για την «Ωραία της ημέρας», απλώς πως κάποιες φορές, ο υπαινιγμός, το αμφίσημο, το αινιγματικό, τα επιλεκτικά αιρετικό, είναι σκάλες ανώτερα προτερήματα από το να τα λέμε όλα χύμα ή να φωτίζουμε τη «σκηνή του εγκλήματος» απ’ όλες τις μεριές. Μένει, βεβαίως, το αδιαμφισβήτητο επίτευγμα του Βερχόφεν, να συσχετίσει τα ψηφιακά τέρατα των βιντεοπαιχνιδιών με εκείνα της αληθινής ζωής. Αυτό μάλιστα.

* Η Μαρία Γαβαλά /Maria Gavala είναι σκηνοθέτις, συγγραφέας και κριτικός κινηματογράφου.