Ο Μελβίλ /Jean-Pierre Melville, που μαζί με τον Μπρεσόν και τον Αστρίκ αποτελούν την ιερή τριάδα των προαγγέλων της Νουβέλ Βάγκ είναι ίσως η πιο γραφική προσωπικότητα της ιστορίας του κινηματογράφου. Γεννημένος το 1917, άρχισε να γυρίζει ταινίες σε ηλικία έξη ετών. Όταν μεγάλωσε και παράτησε τα παιχνίδια, σπούδασε, ασχολήθηκε με το λαθρεμπόριο, τον υπόκοσμο και στον πόλεμο πολέμησε γενναία. Το 1945 ίδρυσε δική του κινηματογραφική εταιρεία και την επόμενη χρονιά γυρίζει το πρώτο του ντοκυμανταίρ, 24 ώρες απ’ τη ζωή ενός κλόουν. Το 1948 γυρίζει την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, τη Σιωπή της θάλασσας και υποχρεώνει σοβαρούς και σοβαροφανείς κριτικούς να υποκλιθούν μπροστά σ’ αυτόν τον ανεκδιήγητο ιδιοφυή τυχοδιώκτη. Το 1949 ο τρομερός πατέρας της Νουβέλ Βάγκ γυρίζει τα Τρομερά παιδιά, το 1952 το Όταν διαβάσεις αυτό το γράμμα, το 1955 το Μπόμπ, ο εμπρηστής, το 1958 το Δυο άνθρωποι στο Μανχάταν, το 1961 το Παπά Λεόν Μορέν, το 1962 τον Χαφιέ και τον Πρωτότοκο των Φερσώ, το 1965 την Δεύτερη Πνοή, το 1969 τον Σαμουράι. Από επιτυχία σε επιτυχία και από έκπληξη σε έκπληξη δημιουργεί έναν μύθο γύρω απ’ το όνομα του που κάνει, ότι μπορεί για να τον τροφοδοτεί. Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι είναι ο πρώτος που γύρισε ταινία που κόστιζε όσο ένα πλάνο μιας αμερικάνικης (και έχει δίκιο) ότι είναι ο πρώτος καλλιτέχνης παραγωγός (μοναδική εξαίρεση ο Μελιές και οι πιονιέροι), ο πρώτος που ανακάλυψε την αισθητική αξία των αποχρώσεων του γκρίζου (λέει ψέματα), ο πρώτος που κατέβασε την κάμερα στο δρόμο και τα καταγώγια (υπερβάλλει ελαφρώς), ο πρώτος που ανακάλυψε το άσχετο με την εικόνα σπηκάζ (έχει δίκιο). Και οι άθλοι συνεχίζονται: ανακάλυψε, κοντά στ’ άλλα και δύο ανθρώπους, τον μεγάλο φωτογράφο Ντεκαέ και τον Μπελμοντό. Ωστόσο, όπως λέει πάλι ο ίδιος, δεν κατάφερε προς τον παρόν να γυρίσει καμιά μεγάλη ταινία (παραδόξως, κι εδώ υπερβάλλει) και αυτό το αποδίδει στο ότι δεν έμαθε ακόμα καλά μουσική για να γράφει ο ίδιος την επένδυση των ταινιών του !!! Θεία αφέλεια των απλοϊκών και των ιδιοφυών. (Ο Μελβίλ τάχει και τα δύο). Όπως ακριβώς και οι ήρωες του που το ένα πόδι τόχουν κρεμασμένο πάνω απ’ το λάκκο του ρομαντικού και τ’ άλλο γερά στεριωμένο στη γη, και οι οποίοι όταν είναι ρομαντικοί κινούνται σε ρεαλιστικό ντεκόρ όπως ο Χαφιές κι όταν είναι ρεαλιστικοί σε ρομαντικό. Η “φιλοσοφία” του: Το ψέμα αποτελεί τον λόγο υπάρξεως του ανθρώπου, το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται τύποι που όταν δεν μπορούν να αλληλοσπαραχθούν για τα καλά ξεσχίζονται ευγενικά, λέγοντας αλυσιδωτά ψέμματα.
(...)Ο απ’ τον Αύγουστο του 1973 πρόωρα μακαρίτης (στα πενηνταέξι του χρόνια) Ζάν-Πιέρ Μελβίλ/ Jean-Pierre Melville, ο παππούς της νουβέλ βάγκ, από το 1947 που πρωτοεμφανίστηκε σαν σκηνοθέτης με τη Σιωπή της θάλασσας/ Le Silence de la mer του Βερκόρ μέχρι το κύκνειο άσμα του (1972) Ένας μπασκίνας (έτσι περίπου θα μπορούσαμε να μεταφράσουμε απ’ τη γαλλική αργκό την ηχοποίητη λέξη fllic, πρώτο μέρος του «φλίκ –φλάκ» που δείχνει τον ήχο που κάνει το σκαμπίλι ή το γκλόπ, και όχι Ο αστυνόμος όπως θέλει ο Έλληνας εισαγωγέας για λόγους ευνόητους) ήταν ένα πρόβλημα και ένα αίνιγμα. Πρόβλημα γιατί δύσκολα απορρίπτει κανείς έναν κινηματογραφιστή που κουβαλούσε ολόκληρο το σινεμά στο μικρό του τσεπάκι και αίνιγμα διότι ήταν αδύνατον να βρεις στέρεες λαβές στο έργο του: Τα πάντα έχουν ταυτόχρονα δύο και τρεις όψεις, τα πάντα είναι αόριστα και διφορούμενα, τα πάντα κινούνται στην ομίχλη της μεταφυσικής και του ιδεαλισμού. Ο κόσμος του Μελβίλ είναι ένας κόσμος σκιών και φαντασμάτων.
Ο ίδιος δήλωσε κάποτε: «Είμαι δεξιός γιατί είναι ατομιστής μέχρι το κόκαλο. Όμως ξέρω πως μόνο οι κομμουνιστές μπορούν να μας σώσουν». Έκφραση καίρια του ιδιόμορφου μανιχαϊσμού του, της σύγχυσης αλλά και της ειλικρίνειας του.
Για τον Μελβίλ δεν υπάρχουν «καλοί» και «κακοί». Υπάρχουν μόνο κατάγυμνοι, άνθρωποι, «πέραν του καλού και του κακού» που διασχίζουν τις ταινίες του χωρίς να υποστούν την παραμικρή ηθική ή ψυχολογική διαφοροποίηση στη διάρκεια των τεκταινομένων. Το μόνο που καταφέρνουν να προκαλέσουν είναι μια διαταραχή της ισορροπίας του γύρω κόσμου, που ωστόσο αποκαθίσταται με το θάνατο τους: Το απαθές Σύμπαν αδιαφορεί για τα μικρόβια που το μολύνουν πάντα πρόσκαιρα και πότε ανεπανόρθωτα.
Έτσι, ο Μελβίλ, χωρίς να το καταλάβει καλά καλά, καταργεί τον ψυχολογισμό -κατάργηση που θα γίνει μόνιμο αίτημα του μοντέρνου σινεμά. Όμως, στη θέση του δεν βάζει καμιά ιδέα, καμιά προσωπική άποψη: Τα πάντα για τον Μελβίλ είναι ένας συμπαγής, απροσπέλαστος και μυστηριώδης όγκος.
Σίγουρα ο Μελβίλ έχει μια θέση δίπλα στον Μπέκετ- κι ας είναι πριμιτίφ. Ο φίλος του ο Γκοντάρ πρέπει να το γνώριζε καλά όταν στο Με κομμένη την ανάσα (όπου κρατάει το μικρό αλλά χαρακτηριστικό ρόλο ενός συγγραφέα) τον βάζει ν’ απαντάει στην ερώτηση «ποία είναι η μεγαλύτερη φιλοδοξία σας»: Να γίνω αθάνατος κι ύστερα να πεθάνω! Η αξία του Μελβίλ βρίσκεται σ’ αυτήν ακριβώς την πλήρη και παράλογη συνεχή αντιστροφή, όπου δεν υπάρχει δεξιό και αριστερό, πάνω και κάτω, μέσα και έξω. Δηλαδή, χάος απόλυτο. Ο Μελβίλ το περιγράφει με σπάνια χαοτική «ακρίβεια» και γι’ αυτό ακριβώς αδυνατεί να το ερμηνεύσει. Είναι, οπωσδήποτε, ένας άνθρωπος του καιρού μας, που η μόνη τάξη που γνωρίζει είναι η αισθητική: Αρπάζεται απ’ τη φόρμα όπως ο πνιγμένος απ’ τα μαλλιά του. (Επιτέλους, η φόρμα είναι ο μόνος τρόπος να επιβάλει κανείς, ολομόναχος, τάξη στο άτακτο Σύμπαν).
(…) Μια σημείωση: Σε πείσμα της μεταφυσικής και του ιδεαλισμού του, αγαπούμε τούτον τον μεγάλο κινηματογραφιστή. Γιατί υπήρξε μάστορας αφοσιωμένος στη δουλειά του μέχρι θανάτου (πέθανε γράφοντας το σενάριο της 14ης ταινίας του) και διότι ας διατελούσε «εν πλήρει συγχύσει αθώος». Κι ακόμα γιατί ήταν ένας άνθρωπος σπαραχτικά τίμιος και ειλικρινής, που δεν δίστασε να πει σε μια απ’ τις συχνές εκρήξεις του παθολογικού του εγωισμού. «Ο γαλλικός κινηματογράφος είμαι εγώ»! Θα έλεγε αλήθεια αν δεν ξεχνούσε (σκόπιμα) να βάλει ένα «και» ανάμεσα στο «είμαι» και στο «εγώ».
(αποσπάσματα από μια κριτική για την ταινία Un flic , που δημοσιεύθηκε στην Βήμα, 14-1-75 και ένα πρόγραμμα του κινηματογράφου STUDIO, 1969)
.
Φιλμογραφία
Le Silence de la mer 1949
Les Enfants terribles 1950
Quand tu liras cette lettre 1953
Bob le flambeur 1956
Deux hommes dans Manhattan 1959
Léon Morin, prêtre 1961
Le Doulos 1962
L’Aîné des Ferchaux 1963
Le Deuxième Souffle 1966
Le Samouraï 1967
L' Armée des ombres 1969
Le Cercle rouge 1970
Un flic 1972