(Μια συζήτηση με την Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1718_somniloquies.jpg

Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη
Παρακολουθώντας τις ταινίες μη μυθοπλασίας της Βερενά Παραβέλ και του Λουσιάν Καστέν-Τέιλορ έμαθα πολλά για τη μυθοπλασία.
(...) [Στις ταινίες τους] ο στυλιζαρισμένος ήχος που άλλοτε μοιάζει βιομηχανικός αλλά και αισθησιακός, σαν μουσική σύνθεση, καθώς και η σωματικότητα, θα λέγαμε, της κινηματογράφησης, έρχονται και τα δύο σε αντίθεση με όσα γνωρίζουμε για το εθνογραφικό φιλμ.
[Για την ταινία Λεβιάθαν] Αντί για την μέθοδο ‘μύγα στον τοίχο’, έχει κανείς την οπτική γωνία του…στρειδιού πάνω στο πλοίο. Αυτή η αγωνιώδης ανθρώπινη εμπειρία, η αίσθηση ότι το ίδιο το σώμα θέλει να συμμετάσχει με κάποιον τρόπο σε αυτό που παρακολουθεί, είναι κάτι το απερίγραπτο. Γίνεται μία υπέρβαση σε αυτά τα φιλμ που μοιάζουν περισσότερο με αναπαραστάσεις διαποτισμένες με μνήμες, σχεδόν με συναισθησία, παρά με ταινίες.

Véréna Paravel
Ολοκληρώνοντας τις σπουδές μου στη Γαλλία, συνειδητοποίησα ότι δεν είχα την παραμικρή επιθυμία να συμμετέχω σε ένα ακόμη συνέδριο ή να συγγράψω μία ακόμη εργασία ή ένα επιστημονικό άρθρο ή βιβλίο. Αισθανόμουν ότι όλα όσα ήθελα να εκφράσω ‘μίκραιναν’ με τις λέξεις, αφυδατώνονταν, έχαναν την ουσία τους. Αποφάσισα, λοιπόν, να κάνω ταινίες παρόλο που δεν είχα την παραμικρή ιδέα πως γίνεται αυτό. Δεν είχα ποτέ μου κανενός είδους εκπαίδευση σχετική με κινηματογράφο. Την πρώτη φορά που δούλεψα με την κάμερα, το αποτέλεσμα ήταν ‘υπερβολικά ακαδημαϊκό και γεμάτο ανοησίες’. Τουλάχιστον αυτό μου έλεγαν όλοι όσοι ζητούσα τη γνώμη τους. Μέχρι που, μετά από πολλές.
[ Για την ταινία Ξένα μέλη] Θέλησα να κατανοήσω τη οικονομία ενός τελείως διαφορετικού τοπίου και τους ανθρώπους που ζούσαν σε αυτό, με φόντο τη βιομηχανική ζώνη του Κουίνς που επρόκειτο να κατεδαφιστεί και να διατεθεί για αστική ανάπλαση. Δεν μιλούσα τη γλώσσα των ανθρώπων αυτών και κατέφυγα στην υπομονετική παρατήρηση για να τους απεικονίσω.
[Για την ταινία Λεβιάθαν] Μας ενδιέφερε η κοινότητα των ψαράδων του Νιου Μπέντφορντ της Μασαχουσέτης. Πρόκειται για το μεγαλύτερη ιχθυοπαραγωγική πόλη μέχρι σήμερα και είναι χαρακτηριστικό ότι διαβάζοντας κανείς την περιγραφή του Μέλβιλ στο ‘Μόμπι Ντικ’ για την αλλοτινή πρωτεύουσα της φαλαινοθηρίας, θα διαπιστώσει ότι η πόλη είναι σχεδόν ίδια με σήμερα. Ενδιαφερόμασταν λοιπόν για τον τόπο, αλλά και για την αίσθηση του πως είναι να βρίσκεται κανείς στη θάλασσα. Ακολουθήσαμε τους ψαράδες εκεί και ζήσαμε για λίγες εβδομάδες τη δική τους ζωή. Έτσι, δεν αφηγούμαστε την ιστορία τους από τη δική μας οπτική, αλλά από τη δική τους.
[Για την ταινία Κανίβαλος] Θυμήθηκα που στη Γαλλία, όταν ήμουν έφηβη ακόμη, η κοινή γνώμη είχε συγκλονιστεί με τη δολοφονία μίας γαλλίδας φοιτήτριας από έναν ιάπωνα συμφοιτητή της, ο οποίος σπούδαζε κι αυτός τότε στη Γαλλία. Ήταν ερωτευμένος μαζί της και αφού την απήγαγε, την κακοποίησε και τη δολοφόνησε, τελικά κατέφυγε στον κανιβαλισμό. Θυμάμαι πολύ καλά τη φρίκη που μου είχε προκαλέσει όλο αυτό και ένιωσα μεγάλη έκπληξη όταν κατά τη διάρκεια της έρευνάς μας στην Ιαπωνία ανακάλυψα ότι εκείνος ο δολοφόνος ζούσε τώρα ελεύθερος και ήταν ο Ισέι Σαγκάουα. Τον αναζητήσαμε, τον προσεγγίσαμε κι εκείνος συμφώνησε να συμμετέχει στο πρότζεκτ μας. Θυμάμαι ότι καθόμασταν χωρίς να μιλάμε και κοιταζόμασταν για πολλή ώρα. Τελικά ο αδερφός του άρχισε να μιλά και να τον ρωτά για διάφορα θέματα, σε μια προσπάθεια να τον κατανοήσει και ο ίδιος. Αυτή η εμπειρία ήταν για μας μια ευκαιρία να παρατηρήσουμε, να προβληματιστούμε, να στοχαστούμε επάνω στην ανθρώπινη φύση με αφορμή το μεγαλύτερο ταμπού που υπάρχει, αυτό της ανθρωποφαγίας.

Lucien Castaing-Taylor
[Για την ταινία Γλυκό χορτάρι] Η αρχική ιδέα ήταν να κάνουμε ένα ντοκιμαντέρ για τη σύγχρονη Δύση, τη σύγχρονη Αμερική. Όμως, πώς προσεγγίζει κανείς ένα τέτοιο θέμα; Τότε ζούσα στο Κολοράντο και μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση μία συγκεκριμένη λεωφόρος με το όνομα Μπόλντερ. Σε αυτόν το δρόμο βρίσκονται δύο μεγάλα κτίρια, ένα εκ των οποίων είναι το Ινστιτούτο Naropa που ακολουθεί τη φιλοσοφία των μπίτνικ, ένα νεο-βουδιστικό new age κέντρο που απευθύνεται σε πλούσιους ανθρώπους που στέλνουν τα παιδιά τους να μαθητεύσουν στην ποίηση και την τέχνη, να βρουν τον εαυτό τους κ.ο.κ. Σε μικρή απόσταση από αυτό, στεγάζεται η έδρα του περιοδικού Soldier of Fortune, μίας έκδοσης που απευθύνεται ουσιαστικά σε ανθρώπους με ρατσιστικές απόψεις, υπέρ της οπλοκατοχής και της βίας. Η Αμερικανική Δύση είναι αυτή ακριβώς η συμβίωση, κι αυτή θέλαμε να κινηματογραφήσουμε. Όμως δυσκολευτήκαμε πολύ στο να εντοπίσουμε τις πραγματικές κοινότητες ανθρώπων που αντιπροσωπεύουν τις αντίστοιχες ιδεολογίες. Πριν το καταφέρουμε αυτό, μάθαμε τυχαία για την ύπαρξη των τελευταίων cowboys, οι οποίοι οδηγούσαν τα κοπάδια τους από την περιοχή τους σε μία γειτονική έκταση για το καλοκαίρι κάθε χρόνο. Θελήσαμε, λοιπόν, να τους ακολουθήσουμε κι έτσι κάναμε το φιλμ Γλυκό χορτάρι. Ήταν η πιο όμορφη, εξωτική εμπειρία της ζωής μου.
(...) Αυτό που είχα στο μυαλό μου όταν ξεκίνησα τα γυρίσματα εκείνο το καλοκαίρι ήταν ότι στο εθνογραφικό ντοκιμαντέρ κυριαρχεί μία μάλλον εξωτική απεικόνιση των ανθρώπων ή πολιτισμών που κινηματογραφούνται. Έχεις την αίσθηση ότι ο αστός ανθρωπολόγος έχει την πρόθεση μέσα από την ταινία του να συλλάβει έναν πολιτισμό που σε λίγο θα εκλείψει. Λίγο πριν την εξαφάνισή του, λοιπόν, τον απαθανατίζει με το φακό του για τις επόμενες γενιές. Εμείς δε θέλαμε καθόλου κάτι τέτοιο. Μας ενδιέφερε η εγγύτητα με αυτό που θέλαμε να κινηματογραφήσουμε, η σύνδεση μας με αυτό, η ίδια η εμπειρία. Η άλλη ιδέα που κυριάρχησε κατά τη διάρκεια της διαμονής μας στην ύπαιθρο και της κινηματογράφησης ήταν πόσο εκπληκτικό είναι το αμερικανικό τοπίο. Η φύση, η άμεση σχέση με τα ζώα, μοιραία μου δημιούργησαν συνειρμούς με το βουκολικό, ως θέμα που κυριάρχησε επί αρκετούς αιώνες στην τέχνη, ιδιαίτερα στη ζωγραφική, από την εποχή των Ελλήνων και των Ρωμαίων ακόμη. Κι όμως, είναι τόσο δύσκολο αυτό το επάγγελμα του καουμπόι. Η ζωή είναι τόσο δύσκολη κι εμείς το αισθανθήκαμε αυτό σε αυτούς τους τρεις μήνες που ζήσαμε μαζί τους. Θέλησα λοιπόν να αποδώσω και την πιο σκληρή όψη αυτής της ζωής.
[Για την ταινία Λεβιάθαν] Κινηματογραφήσαμε με μια μικρή αδιάβροχη κάμερα δεμένη πάνω στο ανθρώπινο σώμα την ώρα που αυτό μοχθεί. Ό,τι βλέπετε στην ταινία λοιπόν με κάποιον τρόπο συνδέεται με το ανθρώπινο σώμα. Οι ψαράδες αυτοί εργάζονταν σε δύο βάρδιες, επί 20 ώρες τη μέρα κι εμείς ήμασταν συνεχώς μαζί τους. Ίσως η αίσθηση της υπερβατικότητας που ορισμένοι θεατές αισθάνονται βλέποντας αυτό το φιλμ να οφείλεται και σε αυτό το γεγονός.
[Για το Κέντρο Αισθητηριακής Ανθρωπολογίας και των κινηματογραφικών τους πρακτικών] Το Κέντρο δεν έχει κάποια συγκεκριμένη φιλοσοφία. Κοινός στόχος όλων μας είναι να μην αναπαράγουμε μία από τα ίδια, να μην επαναλάβουμε όλα όσα έχει κάνει το ντοκιμαντέρ, η δημοσιογραφία, η ανθρωπολογία ή η εννοιολογική τέχνη. Η μέθοδος μας είναι η εξής: δεν υπάρχει καμία μέθοδος.

(αποσπάσματα από μια συζήτηση που πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 9 Μαρτίου 2018 στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης. Την εκδήλωση συντόνισε η σκηνοθέτιδα Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη.]