«Έκλαψα δάκρυα. Αυτό που έτσι το μάτι μου επεξεργάστηκε ήταν η αρχή των ανθρώπων» .
Έτσι φαντάστηκαν οι άνθρωποι την αρχή των ανθρώπων. Μέσα σε ένα μάτι που κλαίει και επεξεργάζεται Μέσα σε ένα βλέμμα κατ εικόνα και ομοίωση. Μέσα από τη μεταφορά εκφράστηκε η αρχή και η ανθρώπινη συνθήκη. Το μη απεικονίσιμο. Οξύ το δάκρυ σκαλίζει λαξεύει σμιλεύει κοιλώνει κυρτώνει αφαιρεί και προσθέτει επεξεργάζεται ό, τι βλέπει γεννώντας την «αρχή των ανθρώπων».
Μια τίγρη κυνηγούσε έναν άνθρωπο. Ο άνθρωπος για να σωθεί σκαρφάλωσε στα κλαδιά ενός δέντρου. Το κλαδί όπου είχε σκαρφαλώσει για να να σωθεί έγερνε πάνω από ένα βαθύ πηγάδι. Στον πάτο του πηγαδιού ήσαν φίδια φαρμακερά. Στην πεζούλα του πηγαδιού χυμένο μέλι. Ποντίκια ροκάνιζαν το ετοιμόρροπο κλαδί όπου είχε καταφύγει ο άνθρωπος. Κι ο άνθρωπος τεντωνόταν κι έγερνε στην πεζούλα να γλύψει το μέλι. Το μάτι πάνω από το πηγάδι είναι το όνομα αυτής της ιστορίας. Ενας μύθος Ινδών.
Η εμπειρία του βλέμματος καταδικάζει στην τύφλωση, γράφει αινιγματικά ο Derrida.
Έκλαψα δάκρυα. Αυτό που έτσι το μάτι μου επεξεργάστηκε ήταν η αρχή των ανθρώπων. (1) Αυτή η φράση μοιάζει να διατρέχει ή μάλλον να επικρέμεται η μάλλον να κρέμεται –κρεμασμένο μάτι πάνω από το πηγάδι- πάνω πίσω έξω και μέσα στις εικόνες του κόσμου, των ανθρώπων, των αφηγήσεων, των ισχυρών κινηματογραφικών αφηγήσεων
Η εμπειρία του βλέμματος καταδικάζει στην τύφλωση, λέει ο Derrida. O, τι ενδιαφέρει τον συγγραφέα είναι ό, τι δεν μπορεί να βάλει σε λέξεις, ό, τι ενδιαφέρει τον ζωγράφο είναι αυτό που δεν μπορεί να γίνει ορατό, γι αυτό και η σχέση του ζωγράφου με την τυφλότητα, όπως και του συγγραφέα με την αλαλία. Αν διαβάσετε Μπέκετ είναι ολοφάνερο. Το μέλημα του συγγραφέα είναι να ακούσει (δηλαδή να σιωπήσει) όπως και του ζωγράφου το μέλημα είναι να κλείσει τα μάτια για να μπορέσει να δεi κάτι άλλο πέρα από την φαινομενικότητα των χρωμάτων. Πρόκειται για το μη απεικονίσιμο στην απεικόνιση, λέει ο Lyotard.
Η περίπτωση του Ντέρεκ Τζάρμαν
Oι απόπειρες αφήγησης ή περιγραφής των ταινιών του Τζάρμαν τις προδίδουν ξεδιάντροπα. Σπαρακτικές σε καλούν να συμμετάσχεις. Αρμονικές σε καλούν να διατυπώσεις παράλληλα με αυτές κείμενα. Μπορείς να τις μετατοπίσεις από τον κινηματογράφο στον λόγο μόνο αυθαιρετώντας και συμμετέχοντας. Γιατί πρόκειται για το μη απεικονίσιμο στην απεικόνιση. Σε κάθε του ταινία ο Ντέρεκ Τζάρμαν είναι ζωγράφος συγγραφέας κινηματογραφιστής. Και μουσικός. Χάρη στη λέξη τον ήχο και την εικόνα κάνει καθαρό κινηματογράφο. «Υπάρχει η εικόνα και η λέξη και η εικόνα της λέξης… και τα δύο είναι σημεία, και τα δύο είναι φωτεινά και αδιαφανή …. » γράφει.
«Eκλαψα δάκρυα αυτό που έτσι το μάτι μου επεξεργάστηκε ήταν η αρχή των ανθρώπων» Η σκέψη που δημιούργησε τον άνθρωπο τοποθετείται στους θρήνους του ήλιου. Ένα κατ εξοχήν ηλιοκεντρικό όραμα αυτό των ανθρώπων που γεννήθηκαν από τα δάκρυα του ήλιου. Όμως στον κινηματογράφο του Ντέρεκ Τζάρμαν δεν υπάρχουν δάκρυα. Μόνο το μάτι. Το Μάτι που επεξεργάζεται. Το όραμα διόλου ηλιοκεντρικό. Ερεβώδες και αιμάτινο. Και αν το Μάτι, ο Νους που επεξεργάζεται είναι δυνατόν να Χύσει αυτό θα είναι επανειλημμένα Σπέρμα. Κι αν το Μάτι Χύσει δάκρυα αυτά θα είναι αιμάτινα σαν των αγίων, σαν των απόκρυφων των μυστικών. Θα χυθεί το αίμα των μαρτυρίων των ανδρικών σωμάτων. Το αίμα των ομοφυλόφιλων μαρτύρων. Το Αίμα που τους κάνει αδελφοποιτούς και μόνο γλιστρώντας στο πήξιμο και την ροϊκότητα του μπορούν να χαιδευτούν και να ενωθούν τα υπό διωγμό σώματά τους. Από ταινία σε ταινία το αίμα τρέχει ενώνοντας αποτρόπαια τους ανθρώπους. Τους άντρες. Κυλάει από αυτούς και εκείνοι βουτούν το δάχτυλο στην πληγή το γλείφουν καταπίνουν το αίμα του άλλου όπως οι χριστιανοί στην ευχαριστιακή τελετουργία. Καταπίνουν το ζωτικότερο συστατικό του ανθρώπου καταπίνουν την τρομερή του αμφισημία μεταλαμβάνουν τη ζωή και τον θάνατο μαζί. Ο Καραβάτζιο μαχαιρώνεται από τον εραστή του (στο πλευρό, εκεί που τρύπησε η λόγχη το σώμα του Χριστού), βουτά το χέρι στην πληγή και πασαλείβει το πρόσωπο του εραστή λέγοντας του πως έτσι έγιναν αδέλφια. Ο ερωτευμένος με τον Σεβαστιανό στρατιώτης τον ματώνει μέχρι θανάτου. Από ταινία σε ταινία το αίμα τρέχει συχνά από τρυπημένο πλευρό και αγκάθινο στεφάνι. Πλήρης χριστολογικών αναφορών ο Τζάρμαν. Τα αντρικά σώματα υγραίνονται΄ αλλά από αίμα. Στον ΚΑΡΑΒΑΤΖΙΟ το γυναικείο σώμα της Λένας πεθαίνει στεγνό χλωμό και λασπωμένο. Και στον ΚΗΠΟ η γυναίκα τοποθετημένη στον μεσαίο σταυρό ανάμεσα στους δυο Χριστούς κρατά το σφουγγάρι της λόγχης αμάτωτο. Αναστρέφοντας ο Τζάρμαν υγραίνει τα ανδρικά σώματα συλώντας την υγρότητα και ρευστότητα των γυναικών. Αντί για ζωογόνο γάλα και έμμηνα αρσενικό σπέρμα και αίμα ερωτογόνο και θανάσιμο.
«Βαθειά συνδεδεμένο με εικόνες θανάτου κι ακόμα περισσότερο με εικόνες ζωής που τελικά πάντα θριαμβεύει, το αίμα θεωρήθηκε ταυτόχρονα επικίνδυνο και ευεργετικό, ολέθριο και αίσιο, μιαρό και αγνό. Το ότι δεν έπαψε ποτέ να απωθεί και να έλκει οφείλεται στο ότι, όπως συμβαίνει με κάθε τι το ιερό, είναι ουσιωδώς αμφίσημο», λέει ο Jean Paul Roux. Στις βέβηλες ταινίες του Τζάρμαν αναδεικνύεται η ιερότητα του αίματος. Ο Τζάρμαν δεν είναι απλός. Πώς θα μπορούσε άλλωστε ; Δεν είναι δροσερό ποτήρι νερό. Οι ταινίες του δεν είναι ανάσες ζωής όπως του Ντε Σίκα, του Ρευ ή του Γιόρις Ιβενς. Είναι ανάσες θανάτου. Η απεικόνιση του διωγμένου. Η εικονοποιία ενός διωγμού. Τον άνθρωπο τον στοχάζεται μέσα από τις βιολογικές και σωματικές εκδηλώσεις του [μέσα από τις εκκρίσεις του ’σχεδον]. Οι ταινίες του, πραγματικότητες καταδιωκόμενου ομοφυλόφιλου που τον εμποδίζουν να ζήσει να ερωτευθεί και να αισθανθεί μετατρέποντας έτσι την αγάπη του σε σωματικές εκκρίσεις; Όχι μόνο. «Οι έρευνες μου στην κοινωνία των Σαμό στη Μπουρκίνα Φάσο, έδειξαν πως το αίμα με τα παράγωγα του –το σπέρμα και το γάλα- είναι το θεμελιώδες υπόβαθρο της ταυτότητας του προσώπου και της οικογενειακής ομάδας… δεν υπάρχει άλλος τρόπος να σκεφτείς τον άνθρωπο παρά μόνο στοχαζόμενος τις βιολογικές και σωματικές εκδηλώσεις του…» γράφει η ανθρωπολόγος που ερευνά την πραγματικότητα και αναζητά την αλήθεια.
Ο Τζάρμαν και οι «πραγματικότητες» της ιστορίας: Σεβαστιανός -Καραβάτζιο-Εδουάρδος β΄.
Ο Τζάρμαν αναζητά και βρίσκει τα καθρεφτίσματα του στον πολιτισμό μας. Καθρεφτίζεται στην Ιστορία μας. Η ιστορία και ο πολιτισμός γίνονται είδωλα και βιώματα του προσώπου. Δικά του. Αποστομώνει τις όποιες αντιρρήσεις μας στην ομοφυλοφιλική του εμμονή, τον ακρότατο σαδομαζοχισμό, τη βία και την ανηθικότητα κραδαίνοντας μας την Ιστορία και τον Πολιτισμό. Ιστορικές προσωπικότητες, σπουδαίους ποιητές. βίους αγίων, βασιλέων και φιλοσόφων. Συμπεριφορές, πρακτικές, τελετές και έργα τέχνης που ήδη έχουμε αποδεχτεί ως σπουδαίες εκφάνσεις του πολύτιμου πολιτισμού μας κλείνοντας ωστόσο υποκριτικά τα μάτια στην ομοφυλοφιλία και την ακραία σκληρότητα τους.
Κι αν ενοχλούμαστε από την ωμότητα το χάϊδεμα του αίματος και το ηδονικό βύθισμα του βέλους γιατί δεν αντιδρούμε στους με εμμονή επαναληπτικά απεικονιζόμενους στην μεγάλη ζωγραφική, αιμοσταγείς και αιμορροούντες άγιους σεβαστιανούς ; Κι αν ενοχλούμαστε από τις τζαρμανικές μαχαιριές του Καραβάτζιο γιατί δεν ενοχλούμαστε από την αναφορά τους σε οποιαδήποτε εγκυκλοπαίδεια ; Κι αν απορούμε με την ακραία σκληρότητα του Τζάρμαν που ανασκολοπίζει με πυρωμένη σιδερένια ράβδο τον Εδουάρδο ας θυμηθούμε πως το έργο του Μάρλοου είναι γνωστό για μια από τις πιο αποτρόπαιες περιγραφές του βιαιότερου τρόπου θανάτωσης. Εδώ η δύναμη και η αδυναμία του Τζάρμαν. Η ευφυΐα του και τα ιδιοσυγκρασιακά του όρια. Ο Τζάρμαν ακουμπά, στηρίζεται σε ό, τι έχουμε ουσιαστικά αποδεχτεί και υποκριτικά αποσιωπήσει. Είναι η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος.
Δύναμη γιατί αποκαλύπτει την υποκριτική αφέλεια και εθελοτυφλία μας. Δύναμη γιατί υποδεικνύει το εύρος και την επίδραση της ομοφυλόφιλης σκέψης και εμπειρίας. Αναφερόμενος σε ιστορικά γεγονότα μας εμποδίζει να βολευτούμε θεωρώντας τον ειδική περίπτωση και μας εξαναγκάζει να δούμε την ομοφυλοφιλία τον πόνο το αίμα το μαρτύριο ως ουσιώδη στοιχεία του πολιτισμού μας. Ο Πώλ Κλέε ζωγράφισε και αυτός τον άγιο Σεβαστιανό σχολιάζοντας όμως τον χριστιανικό σαδομαζοχισμό, τη λατρεία του μαρτυρίου και του αίματος έ ξ ω από το δεδομένο πλαίσιο, με ανατρεπτικά παιγνιώδη διάθεση. Ο Τζάρμαν παραμένει αιχμάλωτος της νοσηρής έλξης που πάντα ασκούσε το αίμα. « Κανένας λαός σε κάποια στιγμή της ιστορίας του δεν παρέλειψε να δοκιμάσει να μαστιγωθεί, να χαρακωθεί ή να ανοίξει τις φλέβες του. Και οι μυστικοί της Ανατολής, όπως και της Δύσης, έκφρασαν την αγάπη τους για τον Θεό χύνοντας τα ίδια αιμάτινα δάκρυια, αφήνοντας τα ίδια βέλη να διαπεράσουν την καρδιά τους» γράφει ξανά ο Jean Paul Roux στην μελέτη του για το αίμα.
Ο Tζάρμαν και η σύγχρονη πραγματικότητα: στην σκιά του ηλίου, το τέλος της Αγγλίας, ο κήπος. Οι ταινίες του αφηρημένου εξπρεσιονισμού
«Υπάρχει η εικόνα και η λέξη και η εικόνα της λέξης. Η Ποίηση Της Φωτιάς στηρίζεται σε μια μεταχείριση της λέξης και της εικόνας ως ισοδύναμων: και τα δύο είναι Φωτεινά και Αδιαφανή. Η απόλαυση του σούπερ 8 είναι η απόλαυση του να βλέπεις τη γλώσσα να διαπερνάει την κάμερα».
Ο Ντέρεκ Τζάρμαν κοιτά και βλέπει τα πάντα. Τα διαλύει, τα διαστέλλει, τα πολλαπλασιάζει, τα απομονώνει και τα συνθέτει, τα πλάθει, τα αναπλάθει. Καρφώνει με εμμονή και αρμονική μανία τις εικόνες του κόσμου στα μάτια μας. Ο Τζάρμαν σαν τον Κιούμπρικ στο Κουρδιστό Πορτοκάλι μας κρατά με αγκίστρια τα μάτια ανοικτά και σαν τον Αντερσεν μας καταδικάζει μαζί με την Γκρέτα που πάτησε το ψωμί της μάνας της να μην μπορούμε ποτέ να αποστρέψουμε το βλέμμα αναζητώντας πεισματικά το ανεικόνιστο. Κάνει Κινηματογράφο. Μας αναγκάζει να τα δούμε όλα.
Τα παιδιά τα κινηματογραφημένα από τα σούπερ 8 των πατεράδων τους μεταλλαγμένα σε εμπρηστές, στρατιωτικούς, τρομοκράτες, νεοναζί, άστεγους εξαθλιωμένους μάρτυρες. Με το σούπερ 8, με την κάμερα από όπου περνά η γλώσσα, λιανίζει τα πάντα. Η εικόνα πλάθεται ακατάπαυστα ώσπου γίνεται ρευστή. Η πραγματικότητα ή οι ανάγκες ρεαλιστικής αναπαράστασης ήχων εικόνων συμβάντων προσώπων χώρων τόπων και χρόνων χάνεται. Η φιλμική εικόνα που συνήθως δεσμεύει μια και δεν είναι σαν το κείμενο απεριόριστος φορέας εικόνων, στον Τζάρμαν απελευθερώνει γιατί απελευθερώνεται από τις συνήθεις κινηματογραφικές συμβάσεις. Η εικόνα γίνεται ανεικονική ΄οι ταινίες αφηρημένες. Η εκπληκτική του δημιουργικότητα και επινοητικότητα γεννά τις εικόνες όλων των λέξεων. Ο Κινηματογράφος του Τζάρμαν ξέρει να επιστρέφει στο κείμενο καθώς προσπαθεί να απεικονίσει το ανείκαστο και το ανεικόνιστο. Οι ταινίες αυτές του ακραίου αφηρημένου εξπρεσσιονισμού είναι οι πιο «πραγματικές», αυτές που έχουν μεγαλύτερη σχέση με ό, τι αποκαλούμε πραγματικότητα. Στις σούπερ 8, πλήρεις εικόνων ανεικονικές ταινίες του ο Τζάρμαν απλώνεται, ανοίγεται, συμμετέχει γίνεται ένας πολιτικοποιημένος κι απελπισμένος κατήγορος που κάνει τα μυαλά μας να χορέψουν αρμονικά άγριους και ήμερους χορούς. Οι ταινίες του είναι τέλεια αρμονικές. Ζυγιασμένες. Το κάθε μαύρο το κάθε λευκό, το κόκκινο το κίτρινο ή το γαλάζιο ΄η κάθε σιωπή, ο κάθε θόρυβος ο κάθε ήχος, λαχάνιασμα ή ξεστόμισμα μιας φράσης μέρη μιας απόλυτα ελεγχόμενης σύνθεσης. Ο ρυθμός της ταινίας κάθε φορά εκπλήσσει συνεπαίρνει χαρίζει υπέρτατη απόλαυση. Το κείμενο είναι κείμενο συγγραφέα και όχι σεναριογράφου. Οι εικόνες είναι εικόνες ζωγράφου και όχι οπερατέρ. Δεν εικονογραφούν ένα σενάριο μα σαρκώνουν ίχνη ψυχής. Οι ήχοι, ήχοι μουσικού των λέξεων των παύσεων των θροϊσμάτων των λαχανιασμάτων, του ήχου που κάνει το φως των φαναριών και των πυρσών, ήχοι των ωραίων βρεγμένων μαλλιών του Εδουάρδου, του επιθανάτιου ρόγχου του Καραβάτζιο. Ο ήχος του τόξου που σκίζει το αέρα πριν βυθιστεί στη σάρκα του Σεβαστιανού. Του κοχυλιού που αφουγκράζονται οι εξόριστοι. Οι διεσταλμένοι ήχοι από το σκίσιμο του νυφικού από τη φωτιά που ανάβει η πυρόμαλλη πυρομανής. Μια ζωγραφική όλο κινηματογράφο. Μια μουσική όλο κινηματογράφο. Ένας λόγος όλος κινηματογράφος. Μια διαρκής ροή. Παραληρηματική και ταυτόχρονα υπό απόλυτο έλεγχο. Αρμονική ενός κινηματογράφου του ύστερου μοντερνισμού.
Στην πραγματικότητα μιας τέτοιας έκρηξης κινηματογράφου πυρπολήθηκε ο Τζάρμαν. Ώσπου στο τέλος άρρωστος από AIDS χάνει τα στοιχειά του και τα στοιχεία του κινηματογράφου του: το Αίμα το Σπέρμα και το Φvς του. Και αφήνει την οθόνη βαθυγάλανη και τον ήχο να κυλήσει. Η τελευταία του ταινία: «Μπλε». Μόνο ήχοι λόγος και μπλε οθόνη. Αποτέλεσμα όχι της αναπηρίας ή της αρρώστιας μα κορύφωση του έργου του. Σακατεμένος από τα αρχέγονα υγρά που δίδουν στο άτομο τη ζωή και στην ομάδα την ταυτότητα της, κορυφώνει τον κινηματογράφο του. Η τελευταία του ταινία: Μπλε: μόνο μια γαλανή οθόνη και ήχος. Η αρρώστεια τον τυφλώνει σιγά σιγά: η ορατή εικόνα χάνεται και φανερώνεται η εικόνα του αοράτου ΄η ανείκαστη εικόνα. Σαν το κοχύλι στον Σεμπαστιάνο που με ανήκουστους ήχους δωρίζει στον καθένα τις ανεικόνιστες εικόνες της ψυχής του. Ίσως σε αυτό το απελευθερωμένο από τις εικόνες της «πραγματικότητας» μπλε να ακούγεται ο αληθινός χτύπος της αιμάσσουσας καρδιάς του Ντέρεκ Τζάρμαν και σε αυτήν την «τυφλή» ταινία να ολοκληρώνεται η επεξεργασία του ματιού ενός κατ εξοχήν μοντερνιστή κινηματογραφιστή.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Οι μοντερνιστές-οι ανατροπείς- αντιστεκόμενοι στα παγιωμένα νοήματα της λεκτικής γλώσσας, αντιστεκόμενοι στον χαρακτήρα χειραγώγησης της λεκτικής γλώσσας, την αμφισβήτησαν, την έσπασαν. Η μάλλον έσπασαν την παραγωγή του προβλέψιμου νοήματος που αναμενόταν να παράξουν. Δοξάζοντας εν τέλει τα ίχνη, τη μορφή κατά κάποιο τρόπο, το σημάδι της λέξης, δοξάζοντας εν τέλει τόσο τη λέξη όσο και τη γλώσσα. Δοξασμός αναμφισβήτητος τελικά –παρ όλα αυτά- της γλώσσας. Γιατί τι άλλο όταν δεν έχουμε εικόνα –δεν έχουμε δηλαδή περιγραφή, δεν έχουμε μάτια αλλά μόνο αυτιά και στόμα; Δεν είναι τυχαίο ότι από τα κείμενα του Μπέκετ απουσιάζει η ρητορική της αναπαράστασης, δεν υπάρχει θέαμα, θεατής, βλέμμα ή στάδιο του καθρέφτη. Οντολογική πρωτοκαθεδρία δίνεται στο στόμα και το αυτί. (1)
Οι μοντερνιστές –και ο κινηματογράφος του Τζάρμαν είναι κατ' εξοχήν μοντερνιστικός- ήξεραν πάντα αυτό που σήμερα έχει γίνει ολοφάνερο: ότι εικόνα θέαμα είναι απλούστατα ό, τι προκύπτει από τη σχέση ανάμεσα σε αυτό που δεν θέλουμε να δούμε και το τίμημα που είμαστε έτοιμοι να πληρώσουμε για να δούμε κάτι άλλο στη θέση του (2)
Αντα Κλαμπατσέα
1. Papyrus Bremner-Rind
2. Βλ. Τζίνα Πολίτη: ΣΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ, εκδ. ΑΓΡΑ.
3. Βλ. Serge Daney, περιοδικό TRAFFIC No 3.