Στο Blow up και σε άλλα φιλμ του Μικελάντζελο Αντονιόνι/ Michelangelo Antonioni, εντοπίζουμε την κυριαρχία της εικόνας στο σημερινό κόσμο. Σε αρκετές ταινίες του (Blow up, Περιπέτεια, Κόκκινη έρημο,1964, Επάγγελμα ρεπόρτερ, 1979, Έκλειψη, Νύχτα, 1961) μπορούμε πιθανά να διαισθανθούμε τη διάλυση του κόσμου που περιγράφει. Και τη διάλυση των συναισθημάτων των ανθρώπων που ζουν σ'αυτόν. Ο Αντονιόνι μας εκθέτει συχνά το μυστήριο του κόσμου, για παράδειγμα στις περιπλανήσεις στην Έκλειψη (1962) και στην Περιπέτεια. Τα παραπάνω αποτελούν συστατικά της ποιητικής σύλληψής του, της αντονιονικής ποίησης. Πρόκειται για μια μυστηριακή, πικρή, ενίοτε παγερή -κάθε άλλο παρά στερημένη μισοκρυμμένων συναισθημάτων- ποιητική εικόνα του κόσμου και του -τόσο καθοριστικού για τους χαρακτήρες και τον κινηματογράφο- περιβάλλοντος χώρου...
Οι πέντε διαδοχικές ταινίες που ο Αντονιόνι γύρισε στην Ιταλία, Η κραυγή, Η περιπέτεια, Η νύχτα, Η έκλειψη (L’eclisse, 1962) και Η κόκκινη έρημος (Deserto rosso,1964), μιλούν για την αποξένωση και την παγωνιά στην ψυχή του σύγχρονου ατόμου: του ανθρώπου της εργατικής τάξης στην Κραυγή, των αστών στις Νύχτα, Περιπέτεια και Κόκκινη έρημο, και των μεσοαστικών στρωμάτων στην Έκλειψη. Η αντονιονική ευαισθησία συλλαμβάνει και κατόπιν εκφράζει πλήθος υπαρξιακών, ανθρώπινων, συναισθηματικών, ερωτικών, κοινωνικών και πολιτικών ζητημάτων, διαμέσου ενός πρωτότυπου χειρισμού του αφηγηματικού και μυθοπλαστικού χωροχρόνου.
H Περιπέτεια (L’avventura, 1960) του Μικελάντζελο Αντονιόνι, πρώτο μέρος της λεγόμενης τριλογίας της αποξένωσης -που συμπληρώνουν Η νύχτα (1961) και Η έκλειψη (1962)- αφηγείται, με αργό, σχεδόν τελετουργικό τρόπο, το ταξίδι με γιοτ μιας παρέας αστών στα ιταλικά Αιολικά νησιά, την αποβίβασή τους σε ένα μικρό νησί και την εξαφάνιση, εκεί, της Άννας, της ερωμένης του αρχιτέκτονα Σάντρο. Στη συνέχεια παρακολουθούμε την παρατεταμένη αναζήτηση της Άννας στη Ν.Ιταλία από τη στενή φίλη της Κλαούντια (την υποδύεται η Μόνικα Βίτι) και τον Σάντρο, οι οποίοι στην μακρά πορεία συνάπτουν ερωτική σχέση. Στην ταινία περιπλάνησης Περιπέτεια δεν υπάρχει στ’ αλήθεια περιπέτεια, παρόλο που οι ήρωες την επιζητούν και την επιθυμούν. Η αναζήτηση της εξαφανισμένης μεγαλοαστής Άννας, η έρευνα από τον εραστή της και τη φίλη της για να τη βρουν, αποτελεί ένα πρόσχημα. Στην πραγματικότητα μάλλον ψάχνουν μέσα τους, ψάχνουν τον εαυτό τους. Σε όλες τις στάσεις και τις διαδρομές των δύο χαρακτήρων, Κλαούντια και Σάντρο, που γίνονται ζευγάρι, ο χρόνος επιμηκύνεται, προκύπτουν αναμονές, αδράνεια και νεκροί χρόνοι. Αυτή είναι μια βασική αισθητική αρχή του μοντέρνου αντονιονικού σινεμά. Οι κινήσεις των δύο ηρώων είναι ουσιαστικά άσκοπες, διαδρομές πέρα δώθε χωρίς νόημα. Κυριαρχεί η απραξία, η απουσία δράσης, η έλλειψη δραματουργίας, τα ασήμαντα συμβάντα και τα κενά στην ανέλιξη του χρόνου. Η γενική αίσθηση σηματοδοτεί το ψυχολογικό και υπαρξιακό κενό των αστών ηρώων της μυθοπλασίας. Οι αστοί της Περιπέτειας δεν κάνουν τίποτε, πλήττουν και περιφέρονται, έχουν χάσει την ηθική υπόστασή τους.
Ο σκηνοθέτης προσεγγίζει, στην ταινία και σε αρκετές άλλες του, την αποξένωση και την αλλοτρίωση του σύγχρονου Ευρωπαίου. Αποξένωση και αρρώστια των αισθημάτων στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, στη σχέση τους με το περιβάλλον και την κοινωνία. Αλλοτρίωση του μοντέρνου ανθρώπου στην καταναλωτική, τεχνοκρατική, βιομηχανική κοινωνία, όπου λειτουργεί στρεβλά, βραχυκυκλωμένος, αποξενωμένος κι αποπροσανατολισμένος. Ο έρωτας προσδίδει μια δυναμική στις σχέσεις, αλλά αντί να διευκολύνει την επαφή, ίσως την κάνει πιο πολύπλοκη και πολυσύνθετη.
Το Blow up (1967), η πρώτη ταινία-έξοδος του Αντονιόνι από τα σύνορα του ιταλικού σινεμά, γυρισμένο στην Αγγλία, στο Λονδίνο, είναι ένα υπέροχο, σπάνιο φιλμ που αγκαλιάζει, μέσα από τη σκηνοθετική και πλαστική του τελειότητα, πολλά σημαντικά σύγχρονα θέματα: Tην απομόνωση και την έλλειψη επικοινωνίας του σύγχρονου ανθρώπου της δυτικής κοινωνίας, τη δυσκολία ή αδυναμία δημιουργίας και ολοκλήρωσης των ανθρώπινων σχέσεων, τη ζωή στην ρηχή και κούφια καταναλωτική κοινωνία, την αδιαφορία για το τι συμβαίνει, δίπλα μας, στην κοινωνία· αλλά και τη διαδικασία αναζήτησης και εύρεσης της αλήθειας η οποία επισυμβαίνει απέναντί μας, τις τάσεις παραίτησης του σύγχρονου ατόμου από την εύρεση της αλήθειας, την ίδια τη διαδικασία και τις μεθόδους αναζήτησης της αλήθειας στον μοντέρνο κόσμο. Όλα αυτά αναπαρίστανται ή ψάχνονται στο εξαιρετικά πρωτότυπο έργο του Ιταλού μαιτρ μέσα από εικόνες και ήχους της ποπ κουλτούρας, του μοντέρνου τρόπου ζωής, του life style, αλλά φιλτραρισμένα μέσα από μια ψυχρή,”αποστασιοποιημένη” α λα Αντονιόνι ματιά που παρατηρεί και ανατέμνει -σχεδόν κλινικά- τις σχέσεις και τα υποκατάστατά τους. Όλα όμως τα στοιχεία αυτά είναι οργανωμένα και διευθετημένα μέσα από αισθητικές προσεγγίσεις πλαστικής, εικαστικής, σκηνογραφικής (σπουδαία τα εξωτερικά της ταινίας) και σκηνοθετικής τελειότητας· εδώ η λέξη τελειότητα δεν κρύβει καμιά υπερβολή.
Το συνολικό στήσιμο, η φιλμική αναπαράσταση των σκηνών στο άλσος όπου ο μπλαζέ κεντρικός ήρωας, ο φωτογράφος μόδας Τόμας (Ντέιβιντ Χέμινγκς) φωτογραφίζει από χόμπι, κατά λάθος και τυχαία, έναν φόνο, απεικονίζονται και σκηνοθετούνται με έναν μοναδικό στην ιστορία του σινεμά τρόπο! Η διαδικασία διαδοχικών μεγεθύνσεων των φωτογραφιών που τράβηξε ο Τόμας παριστά την έρευνα για την ανακάλυψη μιας αλήθειας, ενός γεγονότος που έχει διαδραματιστεί στον συγκεκριμένο -κοινωνικό- χώρο. Ο Αντονιόνι δημιουργεί σοφά, ελλειπτικά κι υπαινικτικά, τη διεργασία της αναζήτησης και την εντρύφηση στην πραγματικότητα. Ο Ιταλός κινηματογραφιστής ντεκουπάρει και γυρίζει εκπληκτικά α) τις σκηνές της έρευνας του Τόμας στο άλσος και β) των αλλεπάλληλων μεγεθύνσεων των φωτογραφιών του και της αναζήτησης του σωστού κάδρου τους, στο εργαστήριό του.
Εκτός από τις συγκεκριμένες σεκάνς που αναφέρονται στο ψάξιμο μέσα στο χώρο του άλσους και των φωτογραφιών, μέσα από τις μεγεθύνσεις και τα διαφορετικά καδραρίσματα, ο Αντονιόνι μεγαλουργεί και σε άλλες σκηνές: Στην τελική σκηνή του ματς του τένις χωρίς μπάλες, ο Αντονιόνι δίνει τα ρέστα του παρουσιάζοντας τα πρόσωπα, μια παρέα από μασκαρεμένους τρελοχίπυς, να παίζουν τένις χωρίς μπάλες (!), παιχνίδι στο οποίο τελικά παίρνει μέρος κι ο αδιάφορος Τόμας, παρατώντας και ξεχνώντας την αναζήτηση της αλήθειας της δολοφονίας που ανακάλυψε στο άλσος: Κανένα νόημα, ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης... Η ίδια αίσθηση αναδύεται και στη σεκάνς της ροκ συναυλίας των περίφημων Yeardbirds σε ένα λονδρέζικο κλαμπ, όπου ο κιθαρίστας σπάει την κιθάρα του και την πετάει στους fans του συγκροτήματος. Ξεκινά ένας καυγάς για το ποιος θα πάρει το μπράτσο της κιθάρας, στο οποίο νικά μετά από αρκετά σπρωξίματα, ο Τόμας, για να το πετάξει αδιάφορος αργότερα, σαν να μην έχει καμιά αξία...
Το Blow up, όπως και ορισμένες άλλες ταινίες της δεκαετίας του 1960 σαν την Περιπέτεια, την Νύχτα, την Έκλειψη και την Κόκκινη έρημο, ξανά του Αντονιόνι, τα Με κομμένη την ανάσα, Ζούσε τη ζωή της, Pierrot le fou και Week end του Γκοντάρ, Πέρυσι στο Μαρίενμπαντ, Μύριελ και Σ'αγαπώ σ'αγαπώ του Ρεναί, τα 400 χτυπήματα και Κλεμμένα φιλιά του Τρυφώ, Η στρατηγική της αράχνης και ο Κονφορμίστας του Μπερτολούτσι, το Θεώρημα και το Χοιροστάσιο του Παζολίνι, η Γλυκειά ζωή και το Οκτώμιση του Φελίνι, H Βιριδιάνα, Η ωραία της ημέρας και ο Γαλαξίας του Μπουνιουέλ, Ο Υπηρέτης, η Εύα και το Αccident του Λόουζι, η Σιωπή και η Περσόνα του Μπέργκμαν, Η συλλέκτρια και Μια νύχτα με την Μωντ του Ρομέρ, Η δίκη και Φάλσταφ του Ο.Γουέλς, Ο συμβιβασμός του Καζάν, τα Πρόσωπα και οι Σύζυγοι του Κασαβέτη, Ο προμηθευτής της Σίρλεϊ Κλαρκ, Ice του Ρόμπερτ Κράμερ, Ψυχώ και Μάρνι του Χίτσκοκ και Το αγόρι και Το ημερολόγιο ενός κλέφτη του Όσιμα, κ.α., απετέλεσαν τα βαριά χαρτιά, τα σημαντικότερα υποδείγματα του κινηματογραφικού μοντερνισμού. Kατά τη γνώμη μου απαρχή του μοντέρνου σινεμά υπήρξε το σημαδιακό ορόσημο Ταξίδι στην Ιταλία (1953) του Ροσελίνι. .
[Και προάγγελους αυτού θεωρώ το Μ (1932) του Φριτς Λανγκ, Ο κανόνας του παιχνιδιού (1939) του Ρενουάρ, Ο πολίτης Κέην (1941) του Γουέλς, Η εγκληματική ζωή του Αρτσιμπάλντο ντε λα Κρουζ (1955) του Μπουνιουέλ, τα φιλμ του Χίτσκοκ, Rear window (1954), Vertigo (1957), North by Nortwest (1959), κ.α.].