Ο Ραούλ Ρουίζ/ Raúl Ruiz ήταν ένας αξιοθαύμαστος, σπουδαίος Χιλιανός σκηνοθέτης με μεγάλη φαντασία και ικανότητα. Γεννήθηκε το 1941 στη Χιλή, όπου γύρισε μικρού και μεσαίου μήκους φιλμ. Η πρώτη, μισοτελειωμένη, ταινία μεσαίου μήκους του, 40 λεπτών, η Βαλίτσα, του 1960, περιγράφει τη διαδρομή ενός ανθρωπάκου που κουβαλάει μια μεγάλη βαλίτσα και όταν κουράζεται, σταματά, από τη βαλίτσα βγαίνει ένας μικρόσωμος άνθρωπος, ενώ μετά ο πρώτος τρυπώνει στη βαλίτσα, και ο δεύτερος κουβαλά τη βαλίτσα μ' αυτόν μέσα, μέχρι να κουραστεί με τη σειρά του! Το θέμα επαναλαμβάνεται στον κινηματογράφο του, πρόκειται για συμμετρικούς ανθρώπους, αντιμεταθέσιμους, αντικαταστάσιμους, που θυμίζουν τα όντα του Τζόναθαν Σουίφτ στα Ταξίδια του Γκιούλιβερ. Στις μυθοπλασίες του Ρουίζ συναντάμε πρόσωπα, χαρακτήρες ή “μάσκες” χαρακτήρων, σκιές ανθρώπων, ακόμη και αρκετά φαντάσματα. Η πρώτη χιλιανή μεγάλου μήκους ταινία του ήταν το βραβευμένο στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο, Τρεις θλιμμένες τίγρεις, του 1968. Έγινε υπεύθυνος για το σινεμά του σοσιαλιστικού κόμματος του Αλιέντε. Με το φασιστικό πραξικόπημα του Πινοσέτ το 1973, όταν σε εμάς έπεφτε η ελληνική δικτατορία, ο Ρουίζ αυτοεξορίζεται στη Γαλλία. Εκεί άρχισε να γυρίζει φτηνές, αυτοσχέδιες, ποιητικές και διανοούμενες, διανοητικές ταυτοχρόνως, ταινίες με μεγάλη φαντασία και εφευρετικότητα στην υιοθέτηση τεχνικών και μορφικών λύσεων. Ο Ραούλ Ρουίζ ήταν ταυτόχρονα ποιητής, μάγος του σινεμά και πολύ μορφωμένος και διαβασμένος διανοούμενος. Στις ταινίες του, συχνά ενός χειροποίητου μπαρόκ στυλ, εισήγαγε μερικές φορές στοιχεία, ιδέες και αφηγηματικά μέρη προερχόμενα από διάφορους σημαντικούς συγγραφείς και φιλοσόφους, από τον αγαπημένο του Πιερ Κλοσόφσκι (τον ενέπνευσε για τις ταινίες La Vocation suspendue, 1978, και L'Hypothèse du tableau volé, 1979), έως τον Σέξπιρ (Richard III, 1986), τον Προυστ, τον Ρ.Λ.Στήβενσον (L'Île au trésor, 1985), τον Καλντερόν, τον Αντάμοφ (Le Professeur Taranne, 1987), τον Ζιονό (Les Âmes fortes, 2001), τον Ρακίνα (Bérénice, 1983), τον λαβυρινθώδη Μπόρχες, τον Ρ.Κίπλινγκ, τον Μπαλζάκ και άλλους. Οι κινηματογραφικές επιρροές ή εκλεκτικές συγγένειές του υπήρξαν ο Μπουνιουέλ, οι σκηνοθέτες της Nouvelle Vague, Chris Marker και Alain Resnais, ο Orson Welles, o Mανουέλ ντε Ολιβέιρα, ο Ριπστάιν, ορισμένοι παλιοί, χολυγουντιανοί σκηνοθέτες φθηνών, ταινιών serie B όπως ο Edgar G. Ulmer, κ.α..
O Ραούλ Ρουίζ υπήρξε σημαντικός πειραματιστής και μύστης του ατμοσφαιρικού σινεμά, ο οποίος δεν πίστευε στον ρεαλισμό γιατί θεωρούσε πως η πρόσληψη του φιλμ από τον θεατή βασίζεται σε νοητικές εικόνες που φτιάχνει από όσα βλέπει και όχι στη σύλληψη αληθοφανών, ρεαλιστικών εικόνων της πραγματικότητας. Ήταν ένας κινηματογραφιστής που συνεχώς επινοούσε διαφορετικές, κατάλληλες μορφές και ξεχωριστούς αφηγηματικούς τρόπους που υπηρετούσαν το κάθε, πρωτότυπο φιλμ του. Συνήθως έφτιαχνε ταινίες απλές στα μέσα που χρησιμοποιούσαν, φτωχές, αδρές και λιτές στην κινηματογράφηση, ενώ ήσαν ευφάνταστες, ποιητικές και έντονα αμφίσημες! Ο Ρουίζ μας δίδαξε πώς ένας σκηνοθέτης-σεναριογράφος μπορεί από το τίποτα, με φτωχικά και στοιχειώδη υλικά, να φτιάξει σπουδαίες ταινίες, μυθοπλασίες, χάρη στη σεναριακή και σκηνοθετική επινοητικότητα και φαντασία του, χάρη στη δημιουργική σχέση με τη γλώσσα, γραπτή, προφορική και κινηματογραφική, με τον λόγο και ειδικά τον λόγο off, το voice over, το οποίο μπορεί να προσθέσει επί πλέον διαστάσεις στο φιλμ.
Ο πολυμαθέστατος Ρ.Ρουίζ εξερεύνησε πολλές γλώσσες (γαλλικά, ισπανικά, αγγλικά κ.λπ.) και πολλές κουλτούρες, διάφορα κινηματογραφικά είδη και διάρκειες ταινιών, κι επένδυσε στην αφηγηματική και οπτική συνθετότητα. Κινήθηκε μεταξύ “κινηματογράφου του δημιουργού” και πειραματικού κινηματογράφου· μεταξύ της προοδευτικής και της φιλολογικής, φιλότεχνης ματιάς και αναφοράς· μεταξύ φανταστικής περιπέτειας και λόγιας τέχνης, μεταξύ φτηνής και πλούσιας παραγωγής, μεταξύ Ευρώπης και λατινικής Αμερικής.
Σκηνοθέτησε μέχρι και δύο μουσικοχορευτικές ταινίες: Ένα μουσικό παραμύθι επιστημονικής φαντασίας που διαδραματίζεται σε ένα μικρό ροκ βασίλειο κοντά στην Γκρενόμπλ(!), το δημοτικό πολιτιστικό Κέντρο της οποίας του χρηματοδότησε το φιλμ, το Régime sans faim, το 1985, που αναμιγνύει πολιτική, μουσικοχορευτικές σκηνές, καλή γαλλική, glam rock μουσική των Angel & Maimone, τον Στανισλάφσκι και το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο του Προυστ! Σκηνοθέτησε ακόμη, το 1986, χρηματοδοτημένο ξανά από το πολιτιστικό Κέντρο της Γκρενόμπλ, το διάρκειας 1,05΄ υπέροχο, ποιητικό videodance φιλμ Mammame πάνω στη μοντέρνα χορογραφία του Ζαν-Κλοντ Γκαλοτά, εξαιρετικό δείγμα ντεκουπάζ – σκηνοθεσίας – πλανοθεσίας ταινίας για τον χορό!
Υπήρξε, από τη δεκαετία του 1970, ένας από τους πιο παθιασμένους ανανεωτές της κινηματογραφικής γλώσσας, που στόχευσε τόσο στη διανοητική όσο και στην οπτική διέγερση, στην εικαστική κι αισθητική απόλαυση· στην αναζήτηση στο πεδίο της μυθοπλασίας και των ιδεών, διαμέσου αφηγηματικών λαβυρίνθων και δομών μέσα σε άλλες δομές, πλάνο-πλάνο και σκηνή-σκηνή. Οι αφηγήσεις των ταινιών διασπώνται, αποκεντρώνονται κεντρομόλες, πολλαπλασιάζονται και ξανασυναντιούνται· μερικές φορές αναπτύσσονται εγκιβωτισμένες.. Συντίθενται σε ένα σύμπλεγμα κοινωνικής πραγματικότητας, στοχασμού, εφιάλτη ή φαντασίας και πολιτισμικής κι ανθρωπολογικής αναφοράς ή ανάλυσης. Ορισμένες αφηγήσεις του είναι κυκλικές, επιτελούν μια περιστροφή, δηλαδή επιστρέφουν περίπου στο σημείο εκκίνησής τους. Τα φιλμ του συχνά συνδυάζουν μυθοπλασία, ποίηση, ντοκιμαντέρ και όνειρο. Τον προσέλκυαν τα παράδοξα, οι παραπλανήσεις, το οπτικό μπαρόκ, η υποδόρια ειρωνεία και ο σουρεαλισμός. Το έργο του περιέχει έντονες ορμές της ζωής αλλά και του θανάτου, τη μορφοποίησή τους και την εξιδανίκευση (μετουσίωσή) τους, περίεργους, ποιητικούς διαλόγους, κρυφό χιούμορ και ονειρικά οράματα· ή σύγχυση, περιπλοκές και μπερδεμένες καταστάσεις. Επίσης, συμπυκνώσεις ή διαδοχικές αντικαταστάσεις χαρακτήρων ενίοτε πίσω από το ίδιο πρόσωπο, και μετατοπίσεις των χαρακτηριστικών τους σε άλλα πρόσωπα. Τα θέματά του ήταν ουσιώδη, θεμελιώδη ανθρώπινα υπαρξιακά θέματα, μεταξύ των οποίων η εξορία του σύγχρονου ανθρώπου στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο, όπου η αλλοίωση των κοινωνικών και περιβαλλοντολογικών οικοσυστημάτων τον ωθεί στο να φύγει από τον τόπο του, όπως ο Ρουίζ έχει πει.
Ήταν ένας ακάματος ποιητής των ταινιών τέχνης, των ονειρικών εικόνων και εραστής των λαβυρινθικών ιστοριών μέσα σε άλλες ιστορίες, ο οποίος γλιστρούσε αβίαστα από την πραγματικότητα στη φαντασία και ξανά το αντίστροφο. Παρήγαγε μεγάλο και ποικιλόμορφο έργο άφθονου πνευματικού και εκπολιτιστικού πλούτου, γύρισε πολλές ταινίες, μεγάλες και μικρές, πειραματιζόμενες με τη μυθοπλασία, την αφήγηση και την κινηματογραφική αισθητική, δημιουργικά ντοκιμαντέρ, πολλές ταινίες χαμηλού προϋπολογισμού και μερικές μεγάλες παραγωγές (που ήρθαν μετά την επιτυχία του Trois vies et une seule mort, το 1995, με πρωταγωνιστή τον Μ.Μαστρογιάνι στον ρόλο ενός ανθρώπου με πολλές προσωπικότητες). Συνεργάστηκε σε αυτά τα πλαίσια με διάσημους ηθοποιούς όπως τους Τζον Χαρτ, Μ.Μαστρογιάνι, Κατρίν Ντενέβ, Ιζαμπέλ Υπέρ, Τζον Μάλκοβιτς, Τομ Κόντι, Ντάρυλ Χάνα, Εμανουέλ Μπεάρ, Λαμπέρ Ουιλσόν, κ.α. Σταθερή συνεργάτες του ήταν η Χιλιανή μοντέρ και σκηνοθέτης, σύζυγός του, Βαλέρια Σαρμέντο, οι Γαλλίδες ηθοποιοί Αν Αλβαρό και Ελσά Ζιλμπερστάιν και η ηλικιωμένη Χιλιανή ηθοποιός Μπέλτζικα Κάστρο. Επίσης συνεργάστηκε με τον Μελβίλ Πουπό από παιδί. Οι προαναφερθέντες ηθοποιοί έπαιξαν σε πολλές ταινίες του. Η διεύθυνση των ηθοποιών είναι, επίσης, παράξενη. Στις ανεξάρτητες, μη εμπορικές, τουλάχιστον, ταινίες του οι ηθοποιοί δίνουν την εντύπωση να παίζουν αυθόρμητα και υπερβολικά, πως ο Ρουίζ τους αφήνει ανεξέλεγκτους να υποκρίνονται και ν' αυτοσχεδιάζουν. Αυτό ταιριάζει με το εμφανώς κατασκευασμένο, και όχι ρεαλιστικό, σύμπαν του.
Ο Ρουίζ, μια οργιαστικά δημιουργική προσωπικότητα, υπήρξε επίσης λογοτέχνης και συγγραφέας, έγραψε πολλά θεατρικά έργα και δύο βιβλία για την ποιητική στον κινηματογράφο, την οποία μάλιστα δίδαξε σε μαθήματα. Σκηνοθέτησε πολλά φιλμ στη Γαλλία όπου κατέφυγε για να γλυτώσει τη χιλιανή χούντα, σε συνεργασία με μεγάλα εκπαιδευτικά ιδρύματα ερευνών, κυρίως το ΙΝΑ (Institut National de l' Audiovisuel) καθώς και ταινίες που ήσαν παραγωγές με πορτογαλική συμμετοχή (πολλές του σπουδαίου, Πορτογάλου, καλλιτεχνικού παραγωγού Πάολο Μπράνκο), ως ισπανόφωνος. Eπισκέφτηκε τη Χιλή πριν την κατάρρευση της δικτατορίας για γυρίσματα. Μετά την κατάργηση της χούντας στη Χιλή, γύρισε εκεί διάφορα φιλμ και έργα για την τηλεόραση. Πέθανε στο Παρίσι το 2011. Συνολικά σκηνοθέτησε περίπου 100 φιλμ σε 40 χρόνια δουλειάς!!!
Θα πάρω ως αντιπροσωπευτικό δείγμα της καλλιτεχνικής κινηματογραφικής δουλειάς του Ρ.Ρουίζ το φιλμ του Mémoire des apparences, γυρισμένο το 1987, ελεύθερη διασκευή και μεταφορά του θεατρικού έργου La vie est un songe, του 1635. To θεατρικό αυτό έργο του Καλντερόν ντε λα Μπάρκα (1600-1681) ανήκει στο ισπανικό μεταφυσικό και μπαρόκ θέατρο.
Ο Ραούλ Ρουίζ έφτιαξε μια πολυσύνθετη ταινία που κινείται, τουλάχιστον, σε τρία τέσσερα επίπεδα. Ένας Χιλιανός νέος άντρας έχει αναλάβει μια αποστολή για τη χιλιανή αντίσταση εναντίον της δικτατορίας, προφανώς του Πινοσέτ. Του έχουν δώσει με συνθηματικό τρόπο μια σειρά μηνυμάτων για να τα μεταφέρει σε έναν ανώτερο ιθύνοντα εμιγκρέ της αντίστασης στο Παρίσι, μηνύματα που ο νέος έχει απομνημονεύσει με βάση τους στίχους του θεατρικού έργου Η ζωή είναι ένα όνειρο, του Ισπανού δραματουργού Καλντερόν ντε λα Μπάρκα. Όμως ο άντρας ξυπνά στο ξενοδοχείο του στο Παρίσι έχοντας ξεχάσει τους στίχους του θεατρικού έργου και τα αντίστοιχα μηνύματα που συνδέονται μ' αυτούς και οφείλει να παραδώσει στους αντιστασιακούς ηγέτες. Μπαίνει, εξουθενωμένος κι απογοητευμένος σε ένα σινεμά όπου τυχαία προβάλλεται εκεί ένα φιλμ βασισμένο στο έργο του Καλντερόν. Ο νέος άντρας αρχίζει με αυτόν τον τρόπο να θυμάται... Στο σινεμά, στο ξενοδοχείο του και στους τριγύρω χώρους πηγαινοέρχονται άνθρωποι που συνδέονται με τη χιλιανή αντίσταση ή είναι διώκτες της. Όλα αυτά τα πρόσωπα μοιάζουν πολύ με τους ηθοποιούς του φιλμ στην οθόνη του κινηματογράφου (μιας και τους υποδύονται οι ίδιοι ηθοποιοί). Ο άντρας ξυπνά τρεις διαδοχικές μέρες, έχοντας κάθε πρωί ξεχάσει τους στίχους και τα αντίστοιχα μυστικά μηνύματα, μέχρι να ξεκινήσει ξανά την ίδια διαδικασία ενθύμησης των δεδομένων εισερχόμενος στη σκοτεινή αίθουσα, όπου συμβαίνουν τα μύρια όσα, μπαινοβγαίνουν ασφαλίτες, αντιστασιακοί, γοητευτικές ερωτικές γυναίκες κ.α.· τα ίδια συμβαίνουν και στους υπόλοιπους χώρους, μπαρ, ξενοδοχείο και σαλόνια. Η παρουσία των μοιραίων αισθησιακών γυναικών είναι πολύ επιδραστική, καθοριστική στην ονειρική και πολιτική ίντριγκα...
Όμως, η περίληψη της ταινίας στο προσπέκτους της ρετροσπεκτίβας για τον Ρουίζ, της Γαλλικής Ταινιοθήκης, μας δίνει μια αντίστροφη ερμηνεία της μυθοπλασίας: Πως ο νεαρός αποκοιμιέται στην κινηματογραφική αίθουσα και ονειρεύεται όσα βλέπουμε – και εγώ ερμήνευσα ως απεικόνιση των σεκάνς του προβαλλόμενου φιλμ – ενώ όταν ξυπνά διαπιστώνει πως η ζωή που ζει μοιάζει πολύ με τα όνειρά του στην αίθουσα...
Η ταινία του Ρουίζ, Mémoire des apparences (μετάφραση Μνήμη των φαινομένων) κινείται άρα σε τρία επίπεδα, αυτό της ιστορίας, της κίνησης και της έρευνας του νεαρού άντρα· στο επίπεδο της ταινίας που παρακολουθεί μαζί με άλλους στο σινεμά· στο επίπεδο του θεατρικού έργου Η ζωή είναι ένα όνειρο, γιατί αυτό είναι που αναπαρίσταται συνεχώς, με όλες τις λεπτομέρειές του· και ουσιαστικά σε ένα τέταρτο επίπεδο, συνθετικό και συνολικό, που αγκαλιάζει όλα τα στοιχεία, τις πληροφορίες, τα αισθητικά στυλ, τα αφηγηματικά δεδομένα, τις ιδέες, την πλοκή και τις άπειρες και πολυσύνθετες στροφές και αναδιπλώσεις της μυθοπλασίας, τις επιτηδευμένα φωτογραφημένες εικόνες και τους ήχους, δηλαδή τα συγκεκριμένα μορφικά δεδομένα.
Ο εφευρετικός, δαιμόνιος Χιλιανός σκηνοθέτης, ένας μάγος ή ταχυδακτυλουργός του σινεμά και της φιλμικής αφήγησης, χρησιμοποιούσε συχνά πολλά αυτοσχέδια και ερασιτεχνικά τρυκάζ, δηλαδή ειδικά εφέ, που μας υπενθυμίζουν τον χειροποίητο κι ονειρικό κόσμο α λα Μελιές του κινηματογράφου. (Όλος ο κινηματογράφος διαιρέθηκε από καταβολής του σε δυο αισθητικές κατευθύνσεις, τη μαγική κι εικαστική του Μελιές και την άμεση και ρεαλιστική του Λυμιέρ, ο Ρουίζ ανήκε σαφώς στην πρώτη προσέγγιση· άλλοι σκηνοθέτες συνδύασαν τις δυο αισθητικές).
Ο Ρουίζ χρησιμοποιεί τα δικά του φιλμικά μέσα, για παράδειγμα τους παράδοξους, σχεδόν παράλογους διαλόγους, τα παράξενα πλάνα όπου στο κάδρο συνυπάρχει το γκρο ενός προσώπου κοντά στην κάμερα, με το γενικό κάποιων άλλων χαρακτήρων. Πλάνα όπου έχουμε σε γκρο ορισμένα αντικείμενα, μπιμπελό, βάζα, τσαγιέρες κ.τ.λ. και πιο πέρα, σε αμερικάνικο πλάνο κάποιον ηθοποιό. Ή τα πλάνα όπου άλλοι ηθοποιοί είναι νετ και άλλοι φλου, σε διαφορετική απόσταση, λόγω της εστίασης της κάμερα που κάνει. Χρησιμοποιεί το βάθος πεδίου, ιδιότυπες, περίεργες γωνίες λήψης, καθρέπτες, οφθαλμαπάτες, ομοιώματα, μονοχρωμίες σε ορισμένα πλάνα του, λήψεις γυρισμένες με διάφορα φίλτρα ή οριζόντιες ζώνες διαφορετικών χρωμάτων στο κάδρο, φλου εικόνες, πρόσωπα πίσω από ατμούς ή πέπλα που ανεμίζουν και άλλους, δικούς του τρόπους κινηματογράφησης! Αυτές οι φιλμικές μορφές συναντώνται σε πολλές ταινίες του, τα γυρίσματα των οποίων μοιάζουν με γιορτή.
Βασική ιδέα του θεατρικού έργου, καθώς και του φιλμ του Ρουίζ είναι πως η ζωή και το όνειρο είναι αντιμεταθέσιμα, δηλαδή μπορούν να αλλάξουν μεταξύ τους θέση, αλλά και χώρο. Ένας από τους ήρωες, ο πρίγκιπας γιος του βασιλιά είναι αλυσσοδεμένος σε μια σπηλιά από τον πατέρα του γιατί αυτός έλαβε από την αστρομαντεία την πρόβλεψη πως ο γιος του θα γίνει – αν τυχόν γίνει – ένας κακός, μοχθηρός βασιλιάς. Μα κάποια φορά ο βασιλιάς μετανιώνει, αποφασίζει να πάρει κοιμισμένο τον πρίγκιπα στο παλάτι, να τον ντύσει βασιλικά και να τον αφήσει εκεί να κυβερνήσει, νομίζοντας πως η προηγούμενη ζωή του ήταν ένας εφιάλτης. Εάν ο πρίγκιπας τα θαλασσώσει και δείξει πως γίνεται κακόβουλος βασιλιάς, θα τον ξαναναρκώσει, θα τον ξαναρίξει στη φυλακή του όπου θα τον πείσουν πως τα προηγούμενα, η βασιλική ζωή του ήταν ένα απλό όνειρο!
Πρόκειται για ένα καλό, ευφάνταστο, περίπλοκο έως δύστροπο, ατμοσφαιρικό φιλμ – ελεύθερη διασκευή από τον Καλντερόν ντε λα Μπάρκα, με στοιχεία από Ρ.Ρουίζ, Μπόρχες και άλλους συγγραφείς. Προς το τέλος λέγεται πως η αντιστασιακή οργάνωση, το αντιφασιστικό δίκτυο έχει εξαρθρωθεί. Και πέφτουν αλλεπάλληλοι πυροβολισμοί σε μια αντιρεαλιστική γκονταρική σκηνή στην κινηματογραφική αίθουσα. Το τέλος εκθέτει ξανά, με τα πρόσωπα στη φύση, κοντά στη δύση του ήλιου στη θάλασσα, το παιχνίδι ζωής και ονείρου, ζωής και θανάτου, φαντασμάτων, ονείρου και ζωής...
Βασικές ιδέες του και θέματά του είναι η μνήμη της ζωής, η σχέση ζωής και ονείρου, η σχέση αισθητής κι αισθητικής “πραγματικότητας” με τις αναμνήσεις και το όνειρο (ή τον εφιάλτη). Η ενασχόληση του Ρουίζ με τις αναμνήσεις και τον ρέοντα, βιωμένο χρόνο αποτελεί μία από τις σταθερές του έργου του, γι' αυτό και ασχολήθηκε με το έργο του Προυστ Ο ξανακερδισμένος χρόνος (έβδομος και τελευταίος τόμος του μνημειώδους έργου του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο), που μετέφερε στο σινεμά, στο φιλμ του Le temps retrouvé, d'après l'oeuvre de Marcel Proust (ελλην.τίτλος Ο ξανακερδισμένος χρόνος, 1999) . Δεν είναι όλα τα φιλμ του πετυχημένα, μερικά μοιάζουν πρόχειρα φτιαγμένα ή ανολοκλήρωτα. Είναι το σύνολο του κάπως άνισου έργου του, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στον Φάσμπιντερ, που αναδεικνύει την αξία, το βάθος, την πολιτισμική-φιλοσοφική σκέψη του, την αναπάντεχη εικονογραφία και λάμψη του, τον στοχασμό του περί τέχνης και κινηματογράφου και τη μαγευτική ατμόσφαιρα κι ακτινοβολία του...
Υ.Γ.Καλή αλλά πολύ περίπλοκη (και όχι με καλό teleciné και ψηφιοποίηση), η παρακάτω ταινία του Ραούλ Ρουίζ, Mémoire des apparences (1987), μια ελεύθερη και πολυσύνθετη διασκευή από το έργο του Καλντερόν ντε λα Μπάρκα La vie est un songe.