Το Man at Sea περιγράφει, με κοινωνικοπολιτικές προθέσεις, τις εθνοτικές και κοινωνικές συγκρούσεις σε ένα δεξαμενόπλοιο υπό την διεύθυνση ενός Έλληνα ιδεαλιστή πλοιάρχου. Ο πλοίαρχος δέχθηκε στο πλοίο του, λόγω συμπόνοιας και αλληλεγγύης, μια ομάδα μωαμεθανών, λαθρομεταναστών ναυαγών. Στο πλοίο αναπτύσσονται λογιών-λογιών συγκρούσεις και σχέσεις εξουσίας. Ο Γιάνναρης φτιάχνει ένα δραματικό κοινωνικό φιλμ στον περίκλειστο χώρο του δεξαμενόπλοιου. Δημιουργεί ένα ενδιαφέρον και ηθελημένα παγερό ομαδικό πορτρέτο. Ο σκηνοθέτης μας δείχνει το πλοίο σαν μια αντιπροσωπευτική μικροκοινωνία που την παρουσιάζει σαν μια ακυβέρνητη πολιτεία στην οποία κυριαρχούν οι ανταγωνισμοί, το χάος και οι εξεγέρσεις. Η ταινία είναι κάπως στατική και κλειστοφοβική, και η σκηνοθεσία επίτηδες ψυχρή και αποδραματοποιημένη, συγκρατημένη ως προς το συναίσθημα και την ανθρώπινη έκφραση, ώστε να υπηρετήσει τις καλλιτεχνικές, εικονοπλαστικές επιδιώξεις και την οργάνωση του νοήματος που επιζητεί ο δημιουργός της.
Ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης (Από την άκρη της πόλης, 1995, Δεκαπενταύγουστος, 2001, Όμηρος, 2005, Man at Sea, 2011, και το αγγλικό φιλμ Κοντά στον παράδεισο, 1995) κυριαρχεί στα κινηματογραφικά μέσα του όσο λίγοι Έλληνες σκηνοθέτες. Έχει σκηνοθετική, μονταζική, μα και ιδεολογικοπολιτική άποψη για τις ταινίες του, τις οποίες πραγματώνει με ιδιαίτερα δεξιοτεχνικό τρόπο. Υιοθετεί ένα βλέμμα κριτικό και ανυπόταχτο, μια ανένταχτη οπτική, ευαισθησία απέναντι στα κοινωνικά και ρατσιστικά προβλήματα, τα οποία υπηρετεί με σφρίγος, σκηνοθετική άποψη και αισθητική επάρκεια. Ο Γιάνναρης ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το ζήτημα του «άλλου», του διαφορετικού, του ομοφυλόφιλου (Από την άκρη της πόλης), του αλλόφυλου και μετανάστη (Όμηρος, Man at sea), του ναρκομανούς και της πόρνης…
Πολλές ταινίες του μοιάζουν με ταξίδι μύησης. Τα Από την άκρη της πόλης και Δεκαπενταύγουστος είναι από τα καλύτερα, δυνατότερα, αποτελεσματικότερα ως προς τις προθέσεις τους και πιο λειτουργικά από σκηνοθετική άποψη, φιλμ του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου, που ζωγραφίζουν με γλαφυρές, αδρές πινελιές τον κοινωνικό χώρο τους, φτιαγμένα από έναν σκηνοθέτη με διεθνή κινηματογραφική παιδεία, που ελέγχει τα εκφραστικά εργαλεία του.
Το Από την άκρη της πόλης, πρώτη ελληνική μεγάλου μήκους ταινία του Γιάνναρη, αφηγείται με νεύρο, δύναμη και ωμότητα τη σκληρή και δύσκολη ζωή των γιων των Ρωσοπόντιων μεταναστών, που εφορμούν από το Μενίδι στην Αθήνα, βιαιοπραγούν, εκπορνεύονται στους εύπορους Έλληνες ομοφυλόφιλους, εκμεταλλεύονται Ρωσίδες πόρνες, μαστουρώνουν. Τα θέματα της σπαρακτικής αυτής ταινίας είναι η πάλη για τη ζωή, τα χαμένα όνειρα, η ανεργία και η αλητεία, ο (αγοραίος και μη) έρωτας και ο θάνατος, η μαστροπεία, η ομοφυλοφιλία, τα ναρκωτικά, η νεανική, χορευτική ηλεκτρονική μουσική.
Ο σκηνοθέτης στήνει με ένταση και μοντέρνο κινηματογραφικό στιλ έναν κόσμο σκληρό και φτωχικό, χωρίς πολλά συναισθήματα, με αγορασμένο σεξ, με λατρεία προς τα ωραία, αθλητικά κορμιά, τα ακριβά αυτοκίνητα και την κατανάλωση ειδών πολυτελείας (συμπεριλαμβανομένου και του γυναικείου σώματος). Η σκηνοθεσία έχει μεγάλη ακρίβεια και δεξιοτεχνία, παραστατικότητα, σκηνές που σοκάρουν, ρεαλισμό που σε ταρακουνάει αλλά και που απογειώνεται προς μια σκληρή ποιητική αίσθηση. Η κινηματογραφική γλώσσα, μέσω της σύνθεσης της εικόνας, του καδραρίσματος, του χρώματος, των σύντομων γκρο πλάνων, της επιμονής στα σώματα και στα βλέμματα των ηθοποιών, του μοντάζ και του κοφτού, «μπιτάτου» ρυθμού, περικλείει μια εκρηκτική ικανότητα μετάδοσης αισθημάτων και μηνυμάτων.
Ο Δεκαπενταύγουστος θέτει με εκφραστική δύναμη τα θέματα της αποξένωσης και της δυσκολίας επικοινωνίας των σύγχρονων ανθρώπων, μέσα από την περιγραφή της ζωής τριών τεσσάρων ζευγαριών, που την περιδιαβαίνει ένας νεαρός κλέφτης, ο οποίος διεισδύει στα, λόγω διακοπών, εγκαταλειμμένα διαμερίσματά τους και στα άδυτα του ιδιωτικού τους βίου. Ολόκληρη την ταινία διατρέχει, από τη σύλληψή της, το μοτίβο της μητρότητας και της μητέρας-Μαντόνας.
Το θεματικό μοτίβο της μητρότητας επανέρχεται και στις τέσσερις ιστορίες: στην ιστορία του αστικού ζευγαριού, στην οποία η γυναίκα (γυναικολόγος ειδικευμένη στην τεχνητή γονιμοποίηση) θέλει να συλλάβει, ενώ ο άντρας της όχι· στην ιστορία της λαϊκής μάνας που πηγαίνει το άρρωστο κορίτσι της στην Παναγία τη Σουμελά για να της το θεραπεύσει· στην περίπτωση της περιθωριακής «γκόμενας», που δεν ξέρει ποιον να διαλέξει για άντρα της ζωής της, και με το φίλο της τρακάρουν, με το αυτοκίνητό τους, τη μητέρα του νεαρού κλέφτη. Τέλος, στην ιστορία του κλεφτρονιού και της εμμονής του στην απούσα μητέρα του, που τη φαντάζεται να του μιλά από την τηλεόραση.
Ο Δεκαπενταύγουστος είναι κινηματογράφος πλήρους ελέγχου στα εκφραστικά του μέσα: Ο Γιάνναρης δουλεύει πολύ με το μοντάζ, εναλλάσσει τις καταστάσεις και τους τόνους, αυξομειώνει την ένταση και τη δραματικότητα, τονίζει τα συμβάντα ή τις αντίστοιχες λεπτομέρειες.
Η μεγάλη σκηνοθετική ικανότητά του επιβεβαιώνεται και στον Όμηρο, όπου ο νεαρός Αλβανός απαγωγέας του λεωφορείου, επειδή έχει κατακτήσει ερωτικά τη γυναίκα του αστυνόμου του χωριού, πέφτει θύμα εκδίκησης και σεξουαλικής κακοποίησης μέσα στο τοπικό αστυνομικό τμήμα. Όλη η μυθοπλασία μπορεί να εκληφθεί ως η εξιστόρηση δύο διαδοχικών ερωτικών εκδικήσεων. Η δεύτερη, του Αλβανού, είναι η εξιστορούμενη απαγωγή του λεωφορείου, και μέσω αυτής επιδιώκει -με βιαιότητα- να αντισταθμίσει και να σβήσει το βιασμό του, να αποκαταστήσει τη χαμένη αντρική τιμή του.