Ο φίλος Σταύρος Τσιώλης, που πέθανε πρόσφατα, ήταν μια ξεχωριστή περίπτωση κινηματογραφικού σκηνοθέτη και θεατρικού συγγραφέα. Ξεχωριστή και εξαιρετική περίπτωση για πολλούς λόγους, λόγω του πολύ ιδιαίτερου και γνήσιου χαρακτήρα του, του πηγαίου, ιδιότυπου καλλιτεχνικού ταμπεραμέντου του, και λόγω της πρωτότυπης καλλιτεχνικής κι επαγγελματικής καριέρας του. Δεν ξέρεις από πού να πρωταρχίσεις, από ποια περιπέτεια και ποια παράξενη πνευματική κι επαγγελματική ιδιότητα και αναζήτηση του καλλιτέχνη που υπήρξε βοηθός παραγωγής, βοηθός σκηνοθέτη και σκηνοθέτης στη Φίνος Φιλμ, πλασιέ, έμπορος και κατασκευαστής εικονισμάτων, ραλιτζής, επαγγελματίας χαρτοπαίκτης σε λέσχη, λάτρης των γυναικών και εραστής, χρηματιστής, φίλος της νεολαίας, θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης του ανεξάρτητου νέου ελληνικού κινηματογράφου, σεναριογράφος και παραγωγός, στιχουργός σε λαϊκά τραγούδια, αριστερός λόγω παράδοσης, φοβερός αφηγητής του προφορικού λόγου, παραμυθάς, fun των σκυλάδικων λαϊκών τραγουδιών και άλλα που ξεχνώ... Μια γοητευτική, χαρισματική προσωπικότητα με μεγάλη φαντασία και αστείρευτη εφευρετικότητα στο στιγμιαίο στήσιμο ιστοριών (στις σκιαγραφούσε και αν δεν του έκαναν τις γκρέμιζε, γύρω από ένα τραπέζι μαγεμένων, παραμυθιασμένων ακροατών του). Γλυκός, δυναμικός, αποφασιστικός, πατρικός, αστείος, σκωπτικός, τρυφερός ή σκληρός, ολίγον τι τρελός, με πολλή ενέργεια, δημιουργικότητα, αρκαδικό πείσμα και θάρρος. Ένας ωραίος, ιδιοφυής τρελός του ελληνικού κινηματογράφου... Έφαγε το κεφάλι του προτιμώντας να γυρίσει και ολοκληρώσει την τελευταία του ταινία, Γυναίκες που περάσατε από δω (2017), παρά να πάει να πει στους γιατρούς για τους πόνους στον φάρυγγα που είχε, οι οποίοι εξελίχτηκαν κατόπιν άσχημα...
Ο Σταύρος Τσιώλης ήταν μέντορας αρκετών κινηματογραφιστών, με το έργο, το παράδειγμα, τα λόγια και τα έργα του. Οι γεμάτες αυθορμητισμό κομεντί του Τσιώλη είναι υπέρ ενός ανοιχτού τρόπου ζωής και κινηματογράφησης, ανοιχτού στις καθημερινές χαρές, στις εκπλήξεις και στο κέφι. Ο ώριμος, ανεξάρτητος σκηνοθέτης Τσιώλης είναι ατμοσφαιρικός, απλός, επικούρειος και χαλαρός τόσο ως προς την αφήγηση, όσο και ως προς τη στάση ζωής. Ο Τσιώλης πιστεύει στις αρχέγονες ανθρώπινες αξίες, στη φιλία, στην αγάπη, στον έρωτα, στην ανθρωπιά και στη γενναιοδωρία. Πλάθει έναν κινηματογράφο ποιητικό, καλόκαρδο, γλυκό και κυρίως χιουμοριστικό. Η ματιά του είναι δροσερή, ζεστή και μεγαλόκαρδη. Υιοθέτησε ένα στυλ φρέσκο, νεανικό, περιγελαστικό και ζωντανό. Το σινεμά του δεν ήταν βιομηχανικό και στιβαρά αφηγηματικό, αλλά βιοτεχνικό, σχεδόν «χειροποίητο» και ελλειπτικό. Ο Τσιώλης ήταν θεράπων των μικρών παραγωγών, του «φτωχού κινηματογράφου», δηλαδή του λιτού σινεμά και του μινιμαλισμού στην έκφραση.
Ο Τσιώλης ξεκίνησε την καριέρα του, στη Φίνος Φιλμ, ως ένας παραδοσιακός μα και δυναμικός επαγγελματίας σκηνοθέτης του παλιού ελληνικού εμπορικού κινηματογράφου. Η καλύτερη εμπορική ταινία του στον Φίνο ήταν το αστυνομικό δράμα Ο πανικός (1969). Μετά από τέσσερις ταινίες γύρισε την πλάτη στο προηγούμενο έργο του στον Φίνο και στην εργασία στον εμπορικό κινηματογράφο. Ύστερα από πολλά χρόνια επανήλθε και, μέσα από πολύ και βασανιστικό ψάξιμο, επαγγελματικό, καλλιτεχνικό και υπαρξιακό, άνοιξε σταδιακά ένα νέο δρόμο. Πρότεινε και δίδαξε στους νεότερους κινηματογραφιστές ένα πηγαίο, αυθόρμητο, ανάλαφρο, εύθυμο μα κι ελεύθερο ύφος. Ο Τσιώλης είναι ο σκηνοθέτης των κινηματογραφικών περιπλανήσεων, που άρχισαν σε θλιμμένο τόνο στο Μια τόσο μακρινή απουσία (1985) και στο Σχετικά με τον Βασίλη (1986), και συνέχισαν με μια σειρά απολαυστικών κομεντί περιπλάνησης στο ελλαδικό τοπίο: Οι ακατανίκητοι εραστές (1988), Έρωτας στη χουρμαδιά (1990), Παρακαλώ γυναίκες μην κλαίτε (1992, σενάριο-σκηνοθεσία με τον Χρήστο Βακαλόπουλο), Ο χαμένος θησαυρός του Χουρσίτ Πασά (1995) και Ας περιμένουν οι γυναίκες (1998).
Ο ώριμος Τσιώλης δεν είναι αφηγηματικός σκηνοθέτης αλλά ατμοσφαιρικός κι αποσπασματικός. Πλάθει έναν κινηματογράφο αυτοσχεδιαστικό, ποιητικό, γλυκό και κωμικό, με έντονο το στοιχείο της περιήγησης στον φυσικό χώρο (συνήθως στην Πελοπόννησο). Η ματιά του είναι δροσερή, καλόκαρδη και ζεστή. Αν και ως προς την ηλικία ανήκει σε παλιότερη γενιά, απομακρύνθηκε από τον σοβαροφανή και καταθλιπτικό κινηματογράφο των ιδεολογημάτων και προχώρησε σ’ ένα στυλ φρέσκο, νεανικό, σαρκαστικό και ζωντανό. Οι ανεξάρτητες ταινίες του παρουσιάζουν κάποιες αναλογίες με τις περιπλανήσεις ενός Καουρισμάκι ή ενός Τζάρμους.
Στα δύο τελευταία του φιλμ, Φτάσαμε!... (2004) και Γυναίκες που περάσατε από δω (2017), ο Τσιώλης δεν χρησιμοποιεί την προσφιλή του φόρμα της ταινίας δρόμου (road movie), όπως στα παλαιότερα ανεξάρτητα φιλμ του (από τους Ακαταμάχητους εραστές ως το Ας περιμένουν οι γυναίκες), γιατί οι δυνάμεις του είναι λιγότερες πια. Στο Φτάσαμε!... και στο Γυναίκες που περάσατε από δω, ο Τσιώλης αντιστρέφει το αφηγηματικό κι αισθητικό του σχήμα: αυτή τη φορά είναι οι άνθρωποι που περνούν από έναν συγκεκριμένο χώρο και δεν ταξιδεύουν από μέρος σε μέρος, όπως στα παλαιότερα φιλμ του. Ο χώρος αυτός θυμίζει θεατρική σκηνή (το θέατρο υπήρξε η πιο πρόσφατη αγάπη του) από την οποία παρελαύνουν τα πρόσωπα, αυτή είναι η δομή των δύο φιλμ.
Η τελευταία ταινία του Σταύρου Τσιώλη είναι γοητευτική όπως οι προηγούμενες ανεξάρτητες (εκτός Φίνος Φιλμ) ταινίες του, παρ'όλο που τη σκηνοθέτησε στα 80 του. Την περιβάλλει η ίδια ζεστή και σαγηνευτική αύρα, ανθρώπινη και γλυκειά. Οι διάλογοι του Τσιώλη (ο οποίος έχει πρόσφατα γράψει αρκετά, λεπτοδουλεμένα, αξιόλογα και πετυχημένα θεατρικά έργα) είναι έξυπνοι, γραμμένοι με ακρίβεια κι έμπνευση, σπινθηροβόλοι κι αστείοι. Οι πυκνοί και πολύπλοκοι μαίανδροι και το βάθος των διαλόγων δεν γίνονται εύκολα αντιληπτοί, δημιουργούν ένα παραξένισμα στο θεατή. Γι' αυτό και δεν θα χαρακτήριζα την ταινία τόσο απλή, είναι ουσιαστικά δύσκολα προσβάσιμη σε βάθος, λόγω του πλούτου των διαλόγων της (είναι απλή μόνο στη φόρμα, στη σκηνοθεσία).
Οι χαρακτήρες του Γυναίκες που περάσατε από δω είναι πλασμένοι με ακρίβεια, χάρη, χιούμορ και λεπτά συναισθήματα. Πρόκειται για τους γνωστούς αστείους, ευάλωτους κι ανθρώπινους, καθημερινούς χαρακτήρες του Σταύρου Τσιώλη, διανθισμένους με μνήμες από το Περιμένοντας τον Γκοντό και τις αλλοπαρμένες γυναίκες στον Τένεσι Ουίλιαμς, τους χαρακτήρες του Τσέχωφ ή την Έβελυν του Τζέιμς Τζόις. Οι ερμηνείες είναι εξαιρετικές, συναισθηματικές και πειστικές υπό τη μαεστρική, διακριτική, σκηνοθετική καθοδήγησή του.
Γενικά οι άντρες είναι κωμικοί, παραμυθιασμένοι, κάπως απεγνωσμένοι ή, ενίοτε, φαλλοκράτες. Οι δυό κεντρικοί ήρωες, ο Βασίλης και ο Παναγιώτης, που τους υποδύονται σπαρταριστά και ταυτόχρονα νοσταλγικά, οι Τζούμας και Λίτσης, είναι δυο φτωχοί καραγκιοζάκοι, δυο παλιάτσοι, παρίες της κοινωνίας που κρατούν επί πληρωμή τσίλιες στην παράνομη ανέγερση ενός δωματίου στον όροφο ενός σπιτιού, στους πρόποδες ενός αθηναϊκού λόφου. Όταν βλέπουν κάποιον ύποπτο, ειδοποιούν τους εργάτες με τον ήχο ενός κόκκορα που λαλεί μέσω ενός κρυμμένου τηλεκοντρόλ. Τρέμουν την πολεοδομία και τους πολεοδόμους... Είναι δυο συμπαθητικά μικρολαμόγια, δυο λίγο πικραμένοι Φασουλήδες που παλεύουν να βγάλουν το επισφαλές μεροκάματό τους όπως μπορούν, για να επιβιώσουν στη φτωχή Ελλάδα της κρίσης. Ο ψηλός κι αδύνατος είναι πιο κομψός και μορφωμένος, μάλλον ξεπεσμένος. Ο κοντύτερος και γεμάτος είναι λιγομίλητος, κάπως στριφνός και φοβισμένος από την παράνομη “δουλειά” που κάνουν, έτοιμος κάθε τόσο και λιγάκι να τα παρατήσει. Παρ'όλο που είναι συγκρατημένοι κι επιφυλακτικοί, στην προσωπική έκφρασή τους κυριαρχεί το διακριτικό συναίσθημα. Έχουν άποψη για τη δουλειά τους να προστατεύσουν το χτίσιμο του αυθαίρετου, στην πραγματικότητα πρόκειται για λειτούργημα! Βοηθούν τους φτωχούς κι άστεγους να αποκτήσουν επιτέλους στέγη (“στέγη για όλους” το πολιτικό σύνθημά τους), γιατί πρεσβεύουν πως ο νόμος δεν είναι δίκαιος που τους αποδιώχνει από τα εκτός σχεδίου σπίτια και τα γκρεμίζει.
Οι γυναίκες είναι εύθραυστες και πονεμένες, αλαφροϊσκιωτες, ευάλωτες, ρομαντικές και μάλλον πετούν στα σύννεφα. Τσακώνονται με τους άντρες και τους συζύγους τους. Οι ερωτικές σχέσεις είναι συχνά αταίριαστες κι ασύμμετρες. Κατά κανόνα οι γυναίκες θυματοποιούνται, χαμένες στις φανταστικές προσδοκίες και τα όνειρά τους, που ενίοτε μετατρέπονται σε εφιάλτες. Η ταινία πραγματεύεται μεταξύ άλλων τη βία μεταξύ των φύλων. Ασχολείται επίσης με την αντροφιλία, κλασικό μοτίβο του κινηματογράφου του Τσιώλη. Το χρήμα, το οικονομικό συμφέρον και ο ρόλος τους στις ανθρώπινες σχέσεις αποτελούν ένα ακόμη θεματικό μοτίβο πολλών σκηνών της μυθοπλασίας. Το φιλμ πραγματεύεται, επίσης, τα μεγάλα ή ταπεινά, απατηλά όνειρα των καταφρονεμένων και καταπιεσμένων, τις φρούδες ελπίδες και τις ψευδαισθήσεις τους, ιδιαίτερα των βασανισμένων κι εξοστρακισμένων από το επίκεντρο της ζωής, γυναικών, εξ'ου και ο τίτλος του... Ήταν το κύκνειο άσμα του φίλου μας Σταύρου, που μας αποχαιρέτησε στα 82 του, ζώντας δημιουργικά, ηθικά, φτωχικά, λιτά και στην κόψη του ξυραφιού, αφήνοντας πίσω του ένα μεστό κινηματογραφικό και θεατρικό έργο...