ΟΙ ΤΑΙΝΙΕΣ ΤΡΟΜΟΥ
(…)Όταν ξεκίνησα την καριέρα μου ήμουν ένας φανατικός κινηματογραφόφιλος. Μ’ άρεσε όλος ο κινηματογράφος, αν και το μόνο που ήθελα ήταν να κάνω ταινίες τρόμου. Κάποιες από τις πρώτες μου μικρού μήκους ταινίες είναι αστυνομικές ταινίες και όχι ταινίες τρόμου. Όμως όταν επρόκειτο να σκηνοθετήσω την ταινία Cronos είδα τη Reservoir Dogs του Tarantino και σκέφθηκα ότι αυτός έκανε ότι εγώ ονειρευόμουνα να κάνω με το φιλμ νουάρ. Για να είμαι ειλικρινής το έκανε με περισσότερη δεξιοτεχνία και πιο επιδεικτικά. Και έτσι είπα «Αυτό είναι. Δεν θα το κάνω. Δεν υπάρχει καμιά ανάγκη να κάνω κάτι παρόμοιο».
Από την άλλη, ακόμα και τώρα πιστεύω ότι ορισμένες εικόνες στις ταινίες που έχω κάνει είναι μοναδικές, με την έννοια ότι δεν έχω δει κάποιον άλλο να κάνει κάτι ανάλογο. Έτσι λοιπόν προσπάθησα να παραμείνω πιστός στο κινηματογραφικό είδος των ταινιών τρόμου. Απ’ όλα τα είδη, η ταινία τρόμου είναι πιο απελευθερωτική επειδή σου επιτρέπει να χρησιμοποιήσεις εικόνες και καταστάσεις που είναι απολύτως φανταστικές και όχι πραγματικές. Στα καλύτερα της μπορεί να υπερβεί την πραγματικότητα και να γίνει μια γεννήτρια παραμυθένιων εικόνων. Στα χειρότερα της, έχει πλάκα να κάνεις μια ταινία τρόμου.
Η ΤΑΙΝΙΑ CRONOS
(…)Όταν έκανα το Cronos, προσπάθησα να κάνω μια ταινία με βαμπίρ που να αφήνει υπόνοιες για το τι σημαίνει για διάφορους ανθρώπους ο βαμπιρισμός ή η αιώνια ζωή. Υπάρχει στη ταινία ο βιομήχανος που ποτέ δεν εγκαταλείπει το δωμάτιο του και όμως θέλει να ζήσει για πάντα. Έπειτα υπάρχει στη ταινία και ο Federico Luppi (σ.τ.μ. υποδύεται τον κεντρικό χαρακτήρα) που ανησυχεί για τον θάνατο ή τα γηρατειά. Και ύστερα έχουμε τον χαρακτήρα του μικρού κοριτσιού που αδιαφορεί για την αιωνιότητα και γι’ αυτό είναι αληθινά αθάνατη.
ΟΙ ΔΑΣΚΑΛΟΙ
(…)Οι σκηνοθέτες του φανταστικού που θαυμάζω είναι οι Terry Gilliam, David Cronenberg, James Whale, F.W. Murnau, Terence Fisher, από την εταιρεία Hammer, George Romero. Νομίζω ότι οι ταινίες της σειράς Ζόμπι (Living Deads) είναι η πιο ζωντανή πολιτική σάτιρα της Αμερικάνικης, συγκρινόμενες με τον Swift στο πόσο ευφυής και άγρια, βάρβαρη σάτιρα είναι. Άλλος αγαπημένος σκηνοθέτης είναι ο Mario Bava: Δάσκαλος. Επίσης οι Georges Franju, Jean Cocteau, Luis Bunuel, Alfred Hitchcock, David Lynch και Pedro Almodovar.
(…)Νομίζω ότι ο Pedro Almodovar έχει μια έφεση για τον φανταστικό κινηματογράφο, κάτι που σπάνια φαίνεται στις ταινίες του. Μπορείς να το δεις στην ταινία Δέσε με όπου δείχνει ένα σκηνοθέτη που γυρίζει μια ταινία τρόμου β’ προβολής, ένα ελαφρύ πορνό. Και νομίζω ότι οι πιο αλλόκοτοι χαρακτήρες του ανήκουν σχεδόν στο είδος της επιστημονικής φαντασίας –κάτι που συμβαίνει και με τα κοστούμια στην ταινία Κίκα. Εργάστηκα μαζί του στην ταινία The Devil’s Backbone όπου ήταν παραγωγός. Όταν ο Pedro και εγώ κάναμε την ταινία συζητούσαμε ολόκληρα απογεύματα για τον Mario Bava και για το πόσο σπουδαίος σκηνοθέτης ήταν.
ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
Αυτό που ήθελα να κάνω στη ταινία The Devil’s Backbone είναι να μιλήσω, από διαφορετικές οπτικές γωνίες, για το τι είναι ένα φάντασμα. Και για μένα φάντασμα είναι ένα όν σε εκκρεμότητα, κάτι ατελές, κάτι που έμεινε ανολοκλήρωτο, που στοιχειώνεται. Έτσι όλοι οι χαρακτήρες στη ταινία έχουν κάτι που έχουν χάσει. Και όλοι τους, εκτός ενός, στο τέλος της ταινίας φθάνουν στην αποκάλυψη με τον ένα τρόπο ή τον άλλο.
Υπάρχει ο πόλεμος που είναι ο μεγαλύτερος γεννήτορας φαντασμάτων στην ανθρωπότητα, επειδή καταστρέφει το παρελθόν, διαλύει το μέλλον και καταστρέφει την ζωή. Όλα αυτά τα παιδιά ουσιαστικά είναι χωρίς παιδική ηλικία. Και πάνω απ’ όλα κυριολεκτικά έχεις ένα φάντασμα να τρέχει στον διάδρομο. Ένα τρομερό γεγονός είναι καταδικασμένο να επαναλαμβάνεται συνεχώς.
Ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος είναι απ’ αυτούς του πολέμους που ποτέ δεν τερματίζονται. Ακόμα και σήμερα στοιχειώνει τους Ισπανούς. Δεν νομίζω ότι ποτέ αληθινά έληξε. Ήταν ένας πόλεμος όπου οι πατεράδες σκοτώνουν τους γιους και αδελφός τον αδελφό. Και όπως κάθε εμφύλιος έγινε ένας πολύ πιο σκληρός πόλεμος με την έννοια ότι καταστράφηκαν τα όρια του σπιτιού και της οικογένειας.
(…)Τα παιδιά αυτόματα παράγουν μαγεία. Βυθίζονται τόσο βαθιά σ’ ένα κόσμο φανταστικό. Και γι’ αυτό στην ταινία τα έκανα να μην φοβούνται τόσο πολύ τον πόλεμο. Δεν τον κατανοούν. Είναι μια υπόθεση των ενηλίκων. Όμως φοβούνται τον Jacinto και το φάντασμα. Αυτά τα δύο είναι περισσότερο παρόντα για τα παιδιά παρά ο πόλεμος. Όταν αυτά μιλάνε για τον πόλεμο, μιλάνε γι’ αυτό με τον τρόπο των παιδιών. Ένα απ’ αυτά του αρέσει ο πόλεμος γιατί βλέπει τα αεροπλάνα να πετούν χαμηλά και άλλο γιατί βλέπει τις λάμψεις στον ουρανό. Κανένα τους δεν έχει μια πιο ψαγμένη άποψη για το πόλεμο.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ THE DEVIL’S BACKBONE
Κάθε χολιγουντιανό στούντιο θα τρομοκρατούταν από την βία που ασκούνταν από και προς τα παιδιά και ποτέ δεν θα χρηματοδοτούσε την ταινία. Ωστόσο ακριβώς αυτό είναι ο πυρήνας της ταινίας: πρέπει να δείχνει τα παιδιά σαν φιγούρες θανάτου. Στις αμερικάνικες ταινίες τα παιδιά είναι απίστευτα ασφαλή και όχι περίπλοκοι χαρακτήρες, ωστόσο τα χειρότερα χρόνια της ζωής μου ήταν αυτά της παιδική ηλικίας. Αν είσαι ένας πιτσιρίκας που παίζεις ποδόσφαιρο, προφανώς περνάς μια χαρά. Αν όμως είσαι ένας χλωμός εσωστρεφής και ζεις μέσα στις σκιές- όπως ήμουν εγώ- τότε η παιδική ηλικία μια κόλαση. Όπως λέω αστειευόμενος, πέρασα τα τελευταία 26 χρόνια της ζωής μου προσπαθώντας να αναρρώσω από τα πρώτα 10 χρόνια.
(…)Νομίζω ότι σ’ αυτή την ταινία υπάρχει μια πολύ ήρεμη δύναμη σε κάτι που δεν βρίσκεται μέσα στη οθόνη, μέσα στο κινηματογραφικό κάδρο. Η κεντρική ιδέα σ’ αυτή τη πολύ παράδοξη ταινία ήταν ότι στο τέλος κατανοούμε το φάντασμα και γι’ αυτό δεν ήταν πλέον τρομακτικό, αλλά προκαλεί τον οίκτο. Είναι οι ζωντανοί που είναι τα αληθινά τέρατα.
(…)Νομίζω ότι το φάντασμα λειτουργεί ως μια τρομακτική αλλά απόλυτα θλιβερή υπενθύμιση, που προκαλεί τον οίκτο. Είναι γι’ αυτό που το φάντασμα στην ταινία σπάει το χρυσό κανόνα των ταινιών τρόμου: το λίγο είναι πολύ. Προσπάθησα να δείξω το φάντασμα όσο περισσότερο μπορούσα στην ταινία έτσι που στο τέλος να μην φοβάται κάποιος τους νεκρούς. Η ταινία ξεκινά σαν ιστορία φαντασμάτων όμως θέλει να είναι μια πολεμική ιστορία όπου υπάρχει σ’ αυτή ένα φάντασμα. Αν διαβάσεις τις κλασικές ιστορίες τρόμου υπάρχουν πάρα πολλά μελοδραματικά στοιχεία με μια υπερφυσική διάσταση. Ωστόσο υπάρχει σ’ αυτές κάτι περισσότερο από μια συσσώρευση 25 εμφανίσεων του υπερφυσικού. Δείτε ένα πολύ ωραίο γοτθικό μυθιστόρημα όπως τα Ανεμοδαρμένα Ύψη: ξεκινά και τελειώνει σαν μια παράξενη ιστορία φαντασμάτων όμως τα φαντάσματα δεν είναι ο κεντρικός κορμός της ιστορίας.
Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ
Η ταινία Devil’s Backbone είναι μια ταινία που πάντα ήθελα να κάνω ακόμα πριν τη πρώτη μου ταινία Cronos. Βασίζεται κατά κάποιο τρόπο στην δική μου παιδική ηλικία: τα πρώτα χρόνια της ζωής μου ήταν γεμάτα από παράξενα συμβάντα- ορισμένα απ’ αυτά ήταν βίαια και ενοχλητικά. Όταν ήμουν 11 χρόνων άκουσα κάτι που πίστευα ότι ήταν η φωνή ενός φαντάσματος. Ήμουν σ’ ένα δωμάτιο στο σπίτι που κάποτε άνηκε στον μακαρίτη θείο μου, όταν άκουσα μια φωνή που ψιθυριστά τραγουδούσε. Αναγνώρισα ότι ήταν η φωνή του θείου μου. Παράξενο, ε; Προσπάθησα να σκεφτώ μια λογική εξήγηση αλλά δεν μπορούσα. Φυσικά ήταν αυτό ήταν κάτι ανησυχητικό: σου σηκωνόταν οι τρίχες. Όμως δεν φοβήθηκα πραγματικά. Γοητεύτηκα από την απίστευτη θλίψη που είχε αυτή η φωνή. Από αυτή την εμπειρία πήρα την κεντρική ιδέα ότι οι ζωντανοί δεν θα έπρεπε αυτόματα να φοβούνται τα πνεύματα των νεκρών. Πάντα ήθελα να κάνω μια ιστορία φαντασμάτων που να αναπτύσσει αυτή την ιδέα.
(δηλώσεις του Guillermo Del Toro στις ηλεκτρονικές τοποθεσίες www.BBC.co.uk, www.reallyscary.com, www.B&N.com).