Δέκα χρόνια μετά την τηλεταινία The Good Old Boys, ο ηθοποιός Tommy Lee Jones επιστρέφει στην σκηνοθεσία με την ταινία The Three Burials of Melquiades Estrada .
Στην έρημο του δυτικού Τέξας ο Melquiades Estrada δολοφονείται. Το πτώμα του βρίσκεται σ' ένα πρόχειρο τάφο στην έρημο και ξεθάβεται. Οι τοπικές αρχές αδιαφορούν για τη δολοφονία και δεν κάνουν καμιά προσπάθεια για να λύσουν το έγκλημα. Λίγο αργότερα ο Melquiades Estrada θάβεται στο νεκροταφείο της πόλης. Ο Pete Perkins ο καλύτερος φίλος του Melquiades αναλαμβάνει να διαλευκάνει την δολοφονία. Απαγάγει ένα συνοριοφύλακα και τον εξαναγκάζει να ξεθάψει το πτώμα. Με τον αιχμάλωτο και την σoρό πάνω σ ένα μουλάρι ο Pete ξεκινά ένα επικίνδυνο ταξίδι για το Μεξικό. Ο Pete Perkins προσφέρει κατά αυτόν τον τρόπο στον φίλο του ένα υπέροχο ταξίδι προς τον τρίτο τάφο του. Κατευθύνεται προς το χωριό του Melquiades Estrada για να κάνει την τελευταία αυτή τη φορά κηδεία για το δολοφονημένο φίλο του.
Ο σεναριογράφος της ταινίας Guillermo Arriaga (21 Gramms) σε συνέντευξη κατά την διάρκεια του Φεστιβάλ Καννών 2005, αναφερόμενος στα ζητήματα που επικεντρώνεται η ταινία δηλώνει: «Το τοπίο είναι ένας σημαντικός χαρακτήρας, το τοπίο διαμορφώνει την ζωή των προσώπων της ταινίας. Αυτοί οι χαρακτήρες είναι τρυφεροί και είναι σκληροί. Είναι όμορφοι και είναι άγριοι. Έχουν τα βασικά ένστικτα. Δεν υπάρχει λοιπόν στην ταινία μια εξωθεσμική δικαίωση, αυτό που υπάρχει προέρχεται από την φιλία: η εκπλήρωση της υπόσχεσης σ ένα νεκρό φίλο. Είναι ένα ταξίδι γνώσης, ένα ταξίδι λύτρωσης, ένα ταξίδι στο οποίο ο ήρωας προσπαθεί να μείνει πιστός στην απόλυτη φιλία».
Στην ίδια συνέντευξη ο Tommy Lee Jones αναφερόμενος στο χαρακτηρισμό γουέστερν δηλώνει: «Ο όρος γουέστερν έχει γίνει ένα μειωτικό επίθετο. Και δεν νομίζω ότι ταιριάζει στην περίπτωση της ταινίας. Ίσως επειδή έχει άλογα και τα χαρακτηριστικά καπέλα. Ίσως είναι ένα σύγχρονο γουέστερν. Ποτέ δεν το σκέφθηκα. Όπως είπε ο Guillermo είναι μια ταινία για ένα πολιτισμό, για μια χώρα που έχει σύνορα».
Ο Tommy Lee Jones εξηγεί σχετικά με την αφετηρία της ταινίας: «Ήθελα να κάνω μια σπουδή πάνω στην κοινωνική αντίθεση ανάμεσα στα μέρη που είναι νότια του ποταμού Rio Grande (σ.τ.μ. φυσικό σύνορο της ΗΠΑ και Μεξικού) και σ' αυτή που είναι βόρεια. Ήθελα να κατανοήσω τι είναι ίδιο και τι διαφορετικό, τι μπορεί να ελέγξει ο άνθρωπος και τι όχι, τις ειρωνείες των πραγμάτων, τις αδικίες που υπάρχουν, την περηφάνια, την ομορφιά και την λύτρωση που υπάρχει σ' αυτή την περιοχή που έχει τα δικά της χαρακτηριστικά, κάτι που δεν μπορεί να επιβληθεί εξωτερικά, κάτι που έχει μεγαλώσει και αναπτυχθεί σ' αυτά τα μέρη, κάτι που δεν μπορεί να ελεγχθεί».
Αναφερόμενος στην σχέση του με το ύφος του Clint Eastwood δηλώνει: «Ο Clint είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα για οποιοδήποτε σκηνοθέτη. Έχω ένα κοινό στοιχείο μαζί του: δεν μ' αρέσει να κάνω περισσότερες από τρεις λήψεις για κάθε σκηνή. Πιστεύω ότι όλοι θα πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για να είναι όλα εντάξει στην πρώτη λήψη, η δεύτερη είναι για κάλυψη και η τρίτη σε περίπτωση που υπάρξει κάποιο πρόβλημα στο αρνητικό».
Στις σημειώσεις για την παραγωγή της ταινίας, ο Tommy Lee Jones συμπληρώνει: «Υπάρχει κάτι αλληγορικό στη ταινία. Στην πραγματικότητα όλη είναι αλληγορική. Ο Pete θέλει η ανθρωπότητα να κάνει το καλό. Δεν υπάρχει κάτι παραπάνω που μαθαίνουμε γι' αυτόν. Μπορούμε να δούμε ποιος είναι στα αλήθεια από την αρχή της ταινίας. Δουλεύει σ' ένα μεγάλο ράντσο στο δυτικό Τέξας. Είναι μέρος μιας δι-πολιτισμικής κοινωνίας. Μιλά και αγγλικά και ισπανικά. Η μεξικάνικη κουλτούρα είναι μέρος του σ' όλη τη ζωή του: το φαγητό που τρώει, οι λέξεις που χρησιμοποιεί για να ονομάσει τα εργαλεία της δουλειάς του.
(...
)Λόγω του θέματος και της τοποθεσίας όπου η ταινία διαδραματίζεται αλλά και εξαιτίας των προθέσεων μας, η ταινία δεν προέρχεται από δυο χώρες αλλά από μια -και αυτή η χώρα δεν έχει καμιά σχέση με το Mexico City ή τη Washington DC. Αυτό που θέλω το κοινό να κρατήσει από τη ταινία είναι η συνειδητοποίηση ότι είναι δυνατό να κοιτάξεις πέρα από το ποτάμι, τη συνοριακή γραμμή και να δεις τον εαυτό σου, ίσως να έχει τη διάθεση να το κάνει ή ακόμα και τη ανάγκη. Νομίζω ότι από την οπτική γωνία τον Arriaga άλλα και τη δική μου, ο τύπος που κάθεται στη άλλη πλευρά είμαι εγώ.»
Η ταινία στο Φεστιβάλ Καννών 2005 βραβεύτηκε με το βραβείο σεναρίου (Guillermo Arriaga) και το βραβείο ανδρικής ερμηνείας (Tommy Lee Jones).