του Gary Chapman    
valiant1.jpg
Η ταινία Valiant/ Βάλιαντ, το γενναίο περιστέρι, αφηγείται τις περιπέτειες ενός μικροκαμωμένου περιστεριού, το οποίο αναδεικνύεται σε ήρωα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν κατατάσσεται στη Βρετανική Υπηρεσία Ταχυδρομικών Περιστεριών.
Η ανταλλαγή απόρρητων πληροφοριών μεταξύ των συμμάχων διεξάγεται μέσω της Βασιλικής Υπηρεσίας Ταχυδρομικών Περιστεριών. Μια βροχερή νύχτα, τρία μέλη της Βασιλικής Υπηρεσίας ξεκινάνε τη δύσκολη αποστολή τους, περνώντας πάνω από το Αγγλικό κανάλι. Δέχονται, όμως, αιφνίδια επίθεση από τον εχθρό και τραυματίζονται θανάσιμα. Η απώλεια είναι σημαντική και έτσι η υπηρεσία ξεκινάει τη διαδικασία εύρεσης και στρατολόγησης νέων, γενναίων περιστεριών. Ο μικρόσωμος Βάλιαντ, που όνειρό του ήταν να καταταγεί στην εν λόγω Υπηρεσία, δεν χάνει την ευκαιρία. Και παρά τη σημαντική διαφορά ύψους και «εκτοπίσματος» με τους υπόλοιπους νεοσύλλεκτους στην υπηρεσία, θα προσπαθήσει να αποδείξει την αξία του και να υπερασπιστεί γενναία την πατρίδα του.
valiant2.jpg«Η πλοκή,» λέει ο συμπαραγωγός Curtis Augspurger, «περιστρέφεται γύρω από την ‘ενηλικίωση’ του μικρού μας ήρωα, με την οποία θα μπορέσει να ταυτιστεί κάθε παιδί αλλά και να αναγνωρίσει ο κάθε ενήλικας, μιας κι έχει βιώσει αυτή την κατάσταση. Είναι ο αγώνας κάποιου που όλοι τού λένε ότι είναι ανίκανος να καταφέρει κάτι, γιατί είναι μικρός στο ανάστημα ή την ηλικία, και τότε αυτός αποφασίζει ν’ αποδείξει, στον εαυτό του και στους άλλους, ότι μπορεί. Η απόλαυση σ’ αυτή την ταινία είναι ότι ενώνει τα δύο αυτά στοιχεία. Όταν μπαίνουμε στην καθαρόαιμη περιπέτεια, πιστεύω ότι έχουμε ήδη κατανοήσει βαθιά τους χαρακτήρες των ηρώων, κι έτσι νοιαζόμαστε γι’ αυτούς και θέλουμε να πετύχουν. Επιθυμούμε να τους δούμε να φτάνουν θριαμβευτικά ως το τέλος.»
Ο σκηνοθέτης της ταινίας Gary Chapman δηλώνει, «Μια από τις μεγαλύτερες ανησυχίες μου ήταν το να δημιουργήσω ένα συγκεκριμένο οπτικό στιλ για την ταινία. Είναι μία κωμική περιπέτεια κινουμένων σχεδίων, αλλά θεώρησα ότι είναι πολύ σημαντικό να την προσεγγίσουμε από την οπτική του πραγματικού κόσμου. Ούτε για μία στιγμή δεν σκεφτήκαμε ότι φτιάχνουμε μια ταινία με ‘χάρτινους ήρωες’.»
Ο John H. Williams έτερος παραγωγός (με προϋπηρεσία στα Shrek 1 και Shrek 2) δηλώνει , «Αυτό που επιδιώξαμε ήταν να παραμείνουμε συνεπείς με την χρονική περίοδο της ιστορίας μας στη σκηνογραφία, τη μουσική, σε κάθε τομέα, αλλά και με λίγες πινελιές που θα έδιναν μία σύγχρονη διάσταση τόσο στην αισθητική όσο και στο θέμα. Τελικά, υπάρχει πολύ έντονο το κωμικό στοιχείο στην ταινία, αλλά αυτό που ωθεί την ιστορία και την κάνει τόσο ενδιαφέρουσα είναι η αγωνία και ο κίνδυνος που περνάνε οι ήρωες.»
Αναφερόμενος στους Ben Kingsley, Ewan McGregor, John Hurt, John Cleese που δανείζουν τις φωνές τους στους χαρακτήρες της ο Gary Chapman σχολιάζει, «Τρέφω μεγάλο σεβασμό για τους ηθοποιούς που δανείζουν τις φωνές τους στη μεταγλώττιση. Στέκονται πίσω από ένα μικρόφωνο, υποδύονται φωνητικά κάποιον ήρωα και του δίνουν ζωή. Ο καθένας ηθοποιός επιλέγεται για το χρώμα και την ποιότητα της φωνής του, μπαίνει μέσα στο στούντιο και δημιουργεί απ’ το τίποτε. Παίρνουν τον πυρήνα μιας ιδέας και τον μετατρέπουν σε κάτι πανέμορφο και γεμάτο ζωή.»

(πηγή: σημειώσεις για την παραγωγή της ταινίας)