του Leo McCarey
κριτική του Ed Howard
Το ‘Διαζύγιο με Προθεσμία’/The Awful Truth είναι μια ταινία για πόρτες που ανοίγουν και πόρτες που κλείνουν. Φαίνεται λίγο περίεργο να μιλάμε έτσι για μια κωμωδία του Χόλιγουντ του ’30 της οποίας το κεντρικό θέμα είναι το αναμενόμενο διαζύγιο ενός ζευγαριού που υποπτεύεται ο ένας τον άλλον για απιστία, άλλα αποτελεί μια θαυμάσια αλληγορία για τις μεταβλητές σχέσεις και δυνατότητες που αναπτύσσονται ή χάνονται, πάνω στις οποίες εστιάζει η ταινία. Αυτή η κωμωδία των εισόδων και εξόδων ξεκινά όταν ο Τζέρυ (Κάρυ Γκραντ/Cary Grant) επιστρέφει από ένα ταξίδι μαϊμού, έχοντας κάνει τεχνητό μαύρισμα για να δώσει στην ιστορία του κάποια πειστικότητα, και δε βρίσκει τη γυναίκα του, τη Λούσι (Αϊρίν Ντουν/Irene Dunne), στο σπίτι, όπως θα περίμενε. Αντ’αυτού, είναι έξω με τον ‘δάσκαλο φωνητικής’ της, τον Αρμάνντ (Αλεξάντερ Ντ’Αρσυ/Alexander D'Arcy). Αυτό το γεγονός προκαλεί στον Τζέρυ ιδιαίτερη καχυποψία- καθώς και ντροπή κι αμηχανία προς τους φίλους που γίνονται μάρτυρες της επιστροφής της γυναίκας του στο σπίτι με τον γοητευτικό και ευγενικότατο Ευρωπαίο. Όταν η Αϊρίν αποκαλύπτει το ψέμα για το ταξίδι στη Φλόριντα (δεν εξηγείται το τι έκανε ο Τζέρυ το διάστημα αυτό) το ζευγάρι καταλήγει στο ότι η αμοιβαία δυσπιστία τους είναι ανυπόφορη και δυσλειτουργική και έτσι αποφασίζουν να χωρίσουν. Η μόνη διαμάχη αφορά τη κυριότητα του σκύλου τους, του κ. Σμιθ. Κατά τ’άλλα το διαζύγιο έχει συμφωνηθεί και πρέπει να περιμένουν μόνο 90 μέρες για να οριστικοποιηθεί.
Φυσικά, αφού πρόκειται για ταινία του Χόλιγουντ, τα πράγματα δεν τελειώνουν εκεί, και είναι εξ’αρχής προφανές πως το ζευγάρι θα επανασυνδεθεί έως το τέλος της ταινίας. Χαρακτηριστικό είδος του Χόλιγουντ του ’30, η κωμωδία διαζυγίου επέτρεπε στους κινηματογραφιστές που δούλευαν κάτω από τον περιοριστικό Κώδικα Χέιζ λίγη περισσότερη ελαστικότητα στα θέματα της σεξουαλικότητας, της απιστίας και των υποννοούμενων.
Άλλωστε, το ζευγάρι ξεκινά και ολοκληρώνει τη ταινία παντρεμένο - πού το κακό για λίγη διασκέδαση στο ενδιάμεσο; Η απολαυστικότητα της ταινίας βρίσκεται κυρίως στο περφόρμανς του Γκράντ, που είναι πιο αστείος από ποτέ, ετοιμόλογος και πνευματώδης. Η Ντουν, μπορεί να μην έχει το ταλέντο της Κάθριν Χέμπορν, άλλα καταφέρνει μια αξιοπρεπή ερμηνεία.
Με το λακωνικό λεκτικό της στυλ -σύντομες ατάκες με μια στρώση σαρκασμού που μετά βίας συγκρατείται- μας προσφέρει κάποιες απ’τις αστειότερες ατάκες της ταινίας, όπως η απάντησή της στα λόγια του Αρμάνντ όταν λέει πως είναι ‘‘σπουδαίος δάσκαλος, όχι σπουδαίος εραστής’’, προσπαθώντας να κατευνάσει την οργή του Τζέρυ. ‘‘Έχεις δίκιο Αρμάνντ,’’ του λέει, ‘‘κανείς δεν θα μπορούσε να σε κατηγορήσει πως είσαι σπουδαίος εραστής.
Απολαυστική είναι επίσης και η πιο σωματική κωμωδία, και δεν εννοώ απλά τη φαρσοκωμωδία σκηνών όπως αυτή με τον Γκραντ που πέφτει συνεχώς απ’τη καρέκλα του ή αυτήν που (περιέργως) παίζει τζούντο μ’εναν ασιάτη μπάτλερ. Υπάρχει μια θαυμάσια αλληλουχία πλάνων στη μέση της ταινίας που επικεντρώνονται στο διαμέρισμα της Λούσι και μια σειρά εισόδων και εξόδων των τριών ανδρών στα δωμάτια του διαμερίσματος. Πρώτα η συζήτηση της Λούσι με τον Τζέρυ διακόπτεται από την άφιξη του αρραβωνιαστικού της, του Νταν (ο διαρκώς ενθουσιώδης Ραλφ Μπέλαμυ, ξεκαρδιστικός στο ρόλο του καλού παιδιού από την Οκλαχόμα) όπου και κρύφτηκε ο Τζέρυ (Γκράντ) πίσω από την πόρτα. Αυτό πυροδοτεί μια απίστευτη σκήνη όπου η Ντουν απεγνωσμένα προσπαθεί να έχει υπό έλεγχο την πόρτα, τον Μπέλαμυ , και τις φάρσες του Γκραντ, ώστε να κρατήσει τους δυο άντρες χώρια και τον Γκραντ κρυμμένο. Ο σκηνοθέτης ΜακΚάρεϊ/Leo McCarey κινηματογραφεί αυτή τη σκηνή μέσα από το δωμάτιο, διακριτικά εστιάζοντας το πλάνο στο υπεροπτικό μειδίαμα στο πρόσωπο του Γκραντ, ακόμα κι όταν αυτός είναι σιωπηλός κατά τη διάρκεια του διαλόγου μεταξύ του Μπέλαμυ και της Ντουν. Αυτή η σκηνή αντιπροσωπεύει χαρακτηριστικά τη χρήση των πορτών ως όρια που μπορούν να χωρίζουν αλλά και να επανασυνδέουν. Όπως λέει η θεία Πάτσυ (Σεσίλ Κάνινγκχαμ) αργότερα στην ταινία, ‘‘Κάθε φορά που ανοίγω αυτή τη πόρτα, κάποιος μπαίνει μέσα.’’ Η πόρτα χωρίζει τους δυο άντρες, στο προηγουμενο παράδειγμα, την ώρα που διακριτικά ενώνει την Ντουν και τον Γκραντ, ειδικά από τη στιγμή που ο Γκραντ αρχίζει να την πειράζει παιχνιδιάρικα κάτω απ’τους ώμους, γαργαλιώντας την ώστε να γελάσει την ώρα που Μπέλαμυ της διαβάζει με σοβαρό και θερμό ύφος το ερωτικό ποιήμα που έγραψε γι’αυτή.
Η πόρτα ορίζει αυτό το ερωτικό τρίγωνο και τους κανόνες του παιχνιδιού: ο Γκραντ, ο τρέχων σύζυγος (όχι ακόμα διαζευμένος), είναι ήδη μέσα ενώ η Ντουν προσπαθεί να εμποδίσει τον Μπέλαμυ, τον παρεισδύων, απ’το να , χμμ, διασχίσει το κατώφλι της (μια αλληγορία που χρησιμοποιείται ακόμα πιο κατάφωρα (και ξεκαρδιστικά) από τον Χίτσκοκ, στο ‘‘Ποιος Σκότωσε τον Χάρι’’.
Μια άλλη πόρτα, πάλι στο διαμέρισμα της Λούσι, αντι να χωρίσει δυο άντρες, τους φέρνει κοντά σε απρόσμενη στιγμή. Όχι πολύ μετά την προηγούμενη σκηνή, η κάμερα μας οδηγεί σε μια άλλη πόρτα του διαμερίσματος, όχι πια την εξώπορτα άλλα μια εσωτερική πόρτα που οδηγεί στον ξενώνα. Αυτό είναι το δωμάτιο όπου η Λόυσι έχει κρύψει τον Αρμάντ όταν ο Τζέρυ εμφανίζεται απρόσμενα για να της μιλήσει, και είναι το ίδιο δωμάτιο στο οποιο καταφεύγει ο Γκραντ, παρά τις ενστάσεις της Λούσι, όταν εμφανίζεται ο Νταν λίγο αργότερα. Έτσι προκύπτει μια απ΄τις καλύτερες σύντομες σκηνές της ταινίας, και η πιο διασκεδαστική στιγμή Γκραντ, σε μια εντελώς βουβή ρουτίνα παντομίμας άξια της καλύτερης βουβής κωμωδίας. Ο Γκραντ εισέρχεται στο δωμάτιο με τον ξαφνιασμένο Ντ’Αρσυ να στέκεται από πίσω του, χωρίς να τον έχει δει αρχικά. Ο Γκραντ γέρνει προς την πόρτα, για να ακούσει τι γίνεται στο άλλο δώματιο, όταν ξαφνικά αισθάνεται μια παρουσία από πίσω του και αργά γυρνάει, κοιτάει τα παπούτσια πρώτα και αφήνει το βλέμα του να φτάσει στο κεφάλι του απεχθή ‘‘δασκάλου φωνητικής’’. Ο Ντ’Αρσυ τότε ταρακουνάει τα πόδια του και ανοιγοκλείνει τα μάτια του (μια μελαμψή ευρωπαϊκή ιματασιόν του Τσάπλιν), την ώρα που ο Γκράντ, καταλαβαίνοντας πια, του χαμογελάει υπεροπτικά και του προσφέρει το καπέλο του.
Οι δυο ηθοποιοί τα λένε όλα με τη γλώσσα του σώματος. Ο ΜακΚάρεϊ κόβει το πλάνο μετά απ’αυτό και μας μεταφέρει στην αίθουσα υποδοχής απ’όπου μπορούμε πια μόνο ν’ακούσουμε το πως εξελίσεται η σκηνή στο δωμάτιο, με δυνατά σπασίματα και κραυγές. Αυτή είναι μια απ’τις λίγες εξαιρετικές σκηνές που ο ΜακΚάρεϊ παίζει με την ιδέα των επικαλυπτόμενων σάουντ τρακ, κάτι το οποίο οι screwball κωμωδίες του Χωκς αργότερα θα έκαναν πασίγνωστο. Ο θόρυβος στο παρασκήνιο πνίγει σχεδόν τελείως την συζήτηση που γίνεται έξω , ένα κόλπο που είναι ακόμα πιο αστείο στη σκηνή όπου ο Μπέλαμυ και η Ντουν προσπαθούν να φλερτάρουν την ώρα που στο βάθος ο Γκραντ κοπανάει το πιάνο με τη συνοδεία της φωνής του σκύλου του.
Η τελευταία απ’ τις τρεις πόρτες που παίζουν τόσο σημαντικό ρόλο στις μεταβαλλόμενες σχέσεις της ταινίας βρίσκεται στην τελευταία σκηνή. Η θέση των πορτών αλλάζει παράλληλα με την σημασία τους στην ταινία, και η τελευταία πόρτα είναι, όπως είναι φυσικό, η πόρτα της κρεβατοκάμαρας, η τελευταία βαθμίδα οικειότητας καθώς προχωράμε από την εξώπορτα, στον ξενώνα, στην κρεβατοκάμαρα. Η τελευταία σκηνή της ταινίας, ακολουθώντας μια εικοσάλεπτη μαεστρική δυναμική μανούβρα πλοκής όπου η Ντουν έξυπνα παροτρύνει τον Γκραντ να την ακολουθήσει σε μια καμπίνα στην εξοχή, χρησιμοποιεί την πόρτα ως πραγματικό δείκτη (μια υλική ένδειξη) της όλο και μεγαλύτερης αναποφασιστικότητας του ζευγαριού για το διαζύγιό τους. Η σκηνή ξεκινάει με τους δύο να ξαπλώνουν για ύπνο σε χωριστά δωμάτια, τα οποία τα χωρίζει όμως μόνο μια πόρτα με χαλασμένη κλειδαριά που δεν κλείνει καλά και όλο τρίζει, έτσι ώστε κουνιέται και κατά διαστήματα ανοίγει με τον αέρα. Το αποτέλεσμα είναι μια εκτεταμένη αλληλουχία κατά την οποία οι δυο είναι κρυμμένοι μεταξύ τους, δυσφορώντας μόνοι τους, για κάποιο διάστημα μέχρι που η πόρτα ανοίγει ορθάνοικτη απ’τον αέρα και τους ξαναφέρνει μαζί. Ο ΜακΚάρεϊ αναπόφευκτα φιλμογραφεί κάθε φορά το άνοιγμα της πόρτας απ’ το δωμάτιο της Ντουν, και η ανοιχτή πόρτα δημιουργεί μια επέκταση του κινηματογραφούμενου χώρου, προσδίδωντας βάθος στο πλάνο, καθώς βλέπει προς την –τώρα ανοιχτή- πόρτα και μέσα στο δωμάτιο του Γκραντ. Είναι ένας έξυπνος τρόπος να κάνει την επανασύνδεση του ζευγαριού σωματική, και η Ντουν κάνει τους σεξουαλικούς υπανιγμούς πιο εμφανείς καθώς κάνει νύξη στον Γκραντ να έρθει στο κραβάτι της. Με σηκωμένα φρύδια, βλέματα με νόημα, γνεψίματα, κ.λ.π., είναι ξεκάθαρη στο μήνυμα που στέλνει, και μάλιστα η προδιάθεση της μας έχει υπονοηθεί νωρίτερα στη σκηνή όπου ταξιδεύει πάνω στη μοτοσυκλέτα του –ξεκάθαρα ντροπιασμένου- αστυνομικού, χοροπηδώντας πάνω κάτω και πατώντας την κόρνα με τον πισινό της (αμάν!). Μπορούμε να υποθέσουμε πως όλη αυτή η υπαινισσόμενη αταξία πέρασε αμαρκάριστη μόνο χάρη στο γεγονός πως το συγκεκριμένο ζευγάρι ήταν ήδη παντρεμένο.
Το ‘‘Διαζύγιο Με Προθεσμία’’ είναι μια δυνατή screwball φαρσοκωμωδία που όλο και δυναμώνει καθώς προχωράει η πλοκή. Μετά από ένα σχετικά αργόρυθμο πρώτο μισό, η ταινία αυξάνει ρυθμό μόλις ο αργομίλητος πετρελαιοπαραγωγός που υποδύεται ο Μπέλαμυ βγαίνει εκτός παιχνιδιού, και ο Γκραντ εμφανίζεται περισσότερο στο προσκήνιο όταν ξεκινά το παιχνίδι με τις πόρτες. Το δεύτερο μισό είναι ένα αριστούργημα της ρομαντικής κωμωδίας, που περιλαμβάμει τη ξεκαρδιστική ηθοποιία της Ντούν καθώς παριστάνει να είναι η μεθυσμένη, στριπτιζοπερφόρμερ αδερφή του Γκραντ, και το γλυκό, αλλά και αστείο κατά βάθος, φινάλε στη καμπίνα. Η ταινία είναι πετυχημένη όχι μόνο χάρη στην μαεστρική υποκριτική του Γκραντ, αλλά κι επειδή ο ΜακΚαάρεϊ συνεχώς βρίσκει εξαιρετικά ενδιαφέροντες τρόπους να απεικονίσει αυτό το συνηθισμένο θέμα, ένα ερωτικό τρίγωνο( ή τετράγωνο), που θα πρέπει εν τέλει να βρει τη λύση - εκείνη που ήταν η μόνη δυνατή απ’την αρχή, δεδομένου και της εποχής. Εξάλλου στην ταινία η Λούσι δεν είναι πραγματικά άπιστη, ενώ ο Τζέρυ πολύ πιθανόν να είναι. Δυο μέτρα και δυο σταθμά δηλαδή στο Χόλιγουντ, καθώς η γυναίκα πρέπει να εξηγήσει τις ασυμφωνίες της ιστορίας της για να πείσει τον άνδρα της πως δεν έκανε τίποτα κακό, ενώ τα ψέματα του ανδρός της κυριολεκτικά ξεχνιούνται. Κανένας δεν ξανααναφέρεται στο ταξίδι μαϊμού του Τζέρυ στη Φλόριντα ή στο τι έκανε πραγματικά εκείνη τη βδομάδα.
‘‘Τα πράγματα είναι όπως ήταν πάντα, μόνο που και συ είσαι όπως ήσουν πάντα, οπότε φαίνεται πως τα πράγματα δεν θα’ναι ποτέ όπως ήταν πριν,’’ λέει η Λούσι στην τελαυταία σκηνή, ένα έξυπνο λογοπαίγνιο που υπαινίσσεται το πισωγύρισμα της πλοκής στο τέλος και επίσης την ηθικότητα του Χόλιγουντ που κρυφά κυβερνά αυτή την ιστορία περί ενός γάμου που χάθηκε και βρέθηκε εκ νέου.
(δημοσιεύθηκε στο μπλογκ Only The Cinema. ελληνική μετάφραση δελτίο τύπου)