Η ιστορική διαδρομή του σινεμά είναι γεμάτη από ταινίες που άσκησαν μια επιρροή και σημάδεψαν την εποχή τους. Ταινίες, οι οποίες εκτός από την απαραίτητη αποδοχή του κοινού -που σημαίνει εισπρακτική επιτυχία- συνάντησαν και την ομόφωνη και ομόθυμη αποδοχή των κριτικών, μια αναγνώριση δηλαδή της αισθητικής τους αξίας. Το Piano (ε.τ. Μαθήματα Πιάνου) της Τζέην Κάμπιον/ Jane Campion, είναι ίσως μια τυπική των προηγούμενων περίπτωση: έτυχε ευρείας κριτικής αναγνώρισης, βραβεύτηκε σε φεστιβάλ (Κάννες), αναγνωρίστηκε από τη χολιγουντιανή βιομηχανία (βραβεία Όσκαρ) και κυρίως έκανε μια αναμφισβήτητα πετυχημένη εισπρακτικά πορεία.
Όμως στην ίδια ιστορική διαδρομή, στην οποία υπάρχουν ταινίες-σταθμοί σαν την προηγούμενη, θα βρούμε και ταινίες που βρίσκονται καλυμμένες από το σκοτάδι που το πέρασμα του χρόνου φέρει. Ίσως όχι αδικαιολόγητα αγνοήθηκαν από το ευρύ κοινό, γνώρισαν την κριτική αδιαφορία ή απαρέσκεια και ξεχάσθηκαν ακόμα και από τους δημιουργούς τους (ηθοποιούς και σκηνοθέτες). Είναι κυρίως ταινίες που ανήκουν στην κατηγορία των b-movies: δημιουργήθηκαν για να καλύψουν τις ανάγκες των δικτύων διανομής. Παρ’ όλο το σκοτάδι και τη σκόνη που έχει καλύψει τις εικόνες τους, κάποιες απ’ αυτές τις ταινίες έχουν συμβάλλει στη διαμόρφωση ταινιών-σταθμών: άσκησαν μια επιρροή για την οποία οι δημιουργοί τους δεν είχαν στις προθέσεις τους και όχι σπάνια απετέλεσαν προπομπούς, προανάκρουσμα ή λίπασμα για να ανθίσουν ταινίες της πρώτης κατηγορίας.
Η ταινία Rachel and the Stranger είναι μια μικρή ξεχασμένη ταινία που ανήκει στην δεύτερη κατηγορία. Σκηνοθετημένη από τον Norman Foster η ταινία βασίζεται στο διήγημα του Howard Fast με τίτλο "Rachel". Ταινία που οι οδηγοί την αναφέρουν ως γουέστερν και στην οποία τους κεντρικούς ρόλους υποδύονται οι Loretta Young, William Holden, και Robert Mitchum. Αξίζει η ταινία της προσοχής μας γιατί αποτελεί μια ταινία προπομπό για το Piano, καθώς μπορούμε να αναγνωρίσουμε μέσα στο κινηματογραφικό της σώμα τα βασικά θεματικά μοτίβα της ταινίας της Τζέην Κάμπιον.
Η υπόθεση της ταινίας έχει ως ένα από τα κεντρικά πρόσωπα τον Big Davey (William Holden), ο οποίος έχοντας χάσει την γυναίκα του Susan, αποφασίζει ότι ο μικρός γιος του χρειάζεται μια γυναίκα για να τον βοηθήσει να μεγαλώσει. Πηγαίνει στο πλησιέστερο οικισμό και αφού συμβουλευθεί τον εφημέριο, αγοράζει το συμβόλαιο μιας μισθωμένης υπηρέτριας, της Rachel (Loretta Young) και την παντρεύεται.
Ο γάμος τους, όμως, παραμένει λευκός. Η Rachel λειτουργεί περισσότερο σαν υπηρέτρια παρά σαν σύζυγος. Παράλληλα ο μικρός αισθάνεται εχθρότητα απέναντι της, γιατί θεωρεί ότι προσπαθεί να αντικαταστασεί την νεκρή μητέρα του, Susan. Ο Jim Fairways (Robert Mitchum), ένας οικογενειακός φίλος (και πρώην μνηστήρας της Susan), μετά από μια επίσκεψη του, ερωτεύεται την Rachel. Όταν προσφέρεται να αγοράσει το συμβόλαιο της, ο Big Davey αγωνίζεται να την κρατήσει. Απέναντι σε εμπόδια και κινδύνους, ο Big Davey ανακαλύπτει τον έρωτα.
Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, από μια σύγκριση ανάμεσα στις δύο υποθέσεις, πέρα από τις εμφανείς ομοιότητες τους, οι δύο ταινίες έχουν μια σημαντική διαφορά. Η ταινία του Norman Foster, παρόλα τα φεμινιστικά της στοιχεία, υιοθετεί τελικά μια ανδρική οπτική: σ’ αυτήν, η γυναίκα είναι αντικείμενο διεκδίκησης από τους δύο άνδρες. Εξάλλου βρισκόμαστε στο βασίλειο του ανδρισμού: στα γουέστερν και την Άγρια Δύση.
Αντίθετα η ταινία της Jane Campion είναι επικεντρωμένη στο πρόσωπο της γυναίκας, αφηγείται δηλαδή την ιστορία από την οπτική της: είναι μια ιστορία για μια γυναίκα που αναζητά και διεκδικεί τον έρωτα και την δυνατότητα της να εκφράζεται ελευθέρα.
Δημήτρης Μπάμπας