(σχόλια για την ταινία Les Diaboliques του Henri-George Clouzot)
«Ήθελα μόνο να διασκεδάσω τον εαυτό μου και το μικρό παιδί που όλοι κρύβουμε μέσα μας -το παιδί που κρυμμένο κάτω από τα σκεπάσματα μας παρακαλά “τρόμαξε με”»”
Βασισμένες στο μυθιστόρημα των Μπουαλώ-Ναρσεζάκ/ Boileau-Narcejac, Οι διαβολογυναίκες (Les Diaboliques) αποτελούν, μαζί με Το Μεροκάματο του τρόμου/ Le Salaire de la peur-, τις δύο πιο γνωστές ταινίες του Ανρι Κλουζώ (Henri-George Clouzot). Σκηνοθέτης, αλλά και σεναριογράφος ταινιών θρίλερ, ο Κλουζώ έχει θεωρηθεί όχι άδικα ως ο Γάλλος Άλφρεντ Χιτσκόκ: Είναι οι Διαβολογυναίκες κοντά -τόσο θεματικά όσο και αισθητικά- σε αρκετές ταινίες του Χίτσκόκ, καθώς έχουν ως κοινό τόπο με το χιτσκοκικό έργο, την εκκρεμότητα και την αγωνία (σασπένς). Η κύρια διαφορά που έχει το σινεμά του Κλουζώ απ’ αυτό του Χίτσκοκ, είναι η απουσία του χιούμορ και του σαρκασμού -βασικών στοιχείων στο Χιτσκοκικό έργο. Μια απουσία, που στην περίπτωση του Κλουζώ, οδηγεί στην κατασκευή μιας μαύρης εκδοχής του κόσμου, μιας απαισιόδοξης και άκρως αρνητικής προσέγγισης των προσώπων του μύθου.
Ιστορία ενός ερωτικού τριγώνου, οι Διαβολογυναίκες, είναι μια ταινία για την ενοχή και την συνενοχή, για την αθωότητα και την αμαρτία. Αλλά επίσης κυρίως είναι μια ταινία για το δίπολο θύμα-θύτης και για τη σχέση του θεατή με τα δρώμενα της κινηματογραφικής ταινίας. Έχοντας ως κορυφή του ερωτικού τριγώνου έναν καταπιεστικό και αυταρχικό διευθυντή ιδιωτικού σχολείου (θύτης) και ως άλλες κορυφές την καταπιεσμένη σύζυγό του (θύμα) και την όχι τόσο αθώα ερωμένη του, η σκηνοθεσία επιβάλει ένα κλίμα αμοραλισμού.
Η ηθική ανεκτικότητα (ή ο αμοραλισμός), με την οποία ο θεατής αντιμετωπίζει τις δυο ηρωίδες, όπως και η αναζήτηση μιας ηθικής αιτιολόγησης (για τη δολοφονία) έχει τη βάση της στην σχεδίαση των δύο κεντρικών χαρακτήρων. Είναι καταρχήν ο θύτης-άνδρας, που ορίζεται ως ο απόλυτος εξουσιαστής των γυναικών, ένας σαδιστής κυρίαρχος της ζωής τους, ο οποίος αντλεί ηδονή από τη σαδιστική συμπεριφορά του απέναντι στις δύο γυναίκες. Είναι επίσης η γυναίκα- θύμα, που σχεδιάζεται με βάση τα στερεότυπα της γυναικείας παθητικότητας και ανεκτικότητας, και η οποία βρίσκεται παγιδευμένη μέσα στην αδιέξοδη παθητικότητα της, καθώς είναι ένα πρόσωπο αθώο.
Όπως είναι φυσικό, η συμπάθεια προς το θύμα (γυναίκα) που χαρακτηρίζει τη στάση του θεατή είναι προφανής και εύλογη. Μετέωρη ανάμεσα στα δύο πρόσωπα (και με κομβικό ρόλο μέσα στην μυθοπλασία), η ερωμένη, αποτελεί ένα πρόσωπο-κλειδί, καθώς είναι ένας χαρακτήρας ηθικά και συναισθηματικά αμφίσημος: έχει διαταράξει τη συζυγική ευτυχία (άρα είναι συνένοχη της απιστίας), αλλά ταυτόχρονα βοηθά την σύζυγο να λυτρωθεί από τα βάσανά της (εξιλεώνεται για την αμαρτία της απιστίας). Είναι ένα πρόσωπο αινιγματικό και διφορούμενο, που διαρκώς υποκινεί την αμφιβολία του θεατή απέναντι στα δρώμενα της ταινίας, που τον διατηρεί σε μια κατάσταση διαρκούς εκκρεμότητας...
Ανατροπή στις ευαίσθητές ισορροπίες αυτού δίπολου θα φέρει η δολοφονία του άνδρα, καθώς αντιστρέφει τους ρόλους θύμα-θύτης. Η πράξη του φόνου αποτελεί ένα κομβικό σημείο στη μυθοπλασία που μεταλλάσσει την οπτική του σκηνοθέτη πάνω στα πρόσωπα. Αποτελεί μια αντιστροφή στο δίπολο θύμα (γυναίκα)-θύτης (άνδρας) καθώς οι ρόλοι των προσώπων (και οι σημασίες) αλλάζουν. Αυτή η αλλαγή στις σημασίες του δίπολου άνδρας-γυναίκα -όπου ο άνδρας ορίζεται ως θύτης και η γυναίκα ως θύμα- παγιδεύει και τον θεατή, αφού μέσα από τη συμπάθεια του για το ασθενές μέρος του δίπολου (γυναίκα) οδηγείται ασυνείδητα στον αμοραλισμό που η σκηνοθεσία επιβάλλει. Ταυτιζόμενος ο θεατή με το ζευγάρι των γυναικών, τόσο στις προσπάθειες του για δολοφονία του άνδρα, όσο και στις αγωνιώδεις απόπειρές τους για ανεύρεση του απολεσθέντος πτώματος, γίνεται ένας συναισθηματικά συμμέτοχος στην διάπραξη του φόνου, ένας ακούσιος οπτικός συνένοχος των πράξεών τους.
Έχοντας διαπράξει την αμαρτία του φόνου, οι δύο ηρωίδες (και ο θεατής μαζί τους) είναι αναγκασμένες να πληρώσουν και το ανάλογο τίμημα: αποτελεί η αγωνιώδης αναζήτηση του πτώματος (και το ανάλογο σασπένς) μια τιμωρία για την ενοχή. Η απουσία του σωματικού τεκμηρίου του φόνου και συνεπαγόμενη υποψία ότι ο άνδρας είναι ζωντανός δημιουργεί μια αμφιβολία-εκκρεμότητα στη μυθοπλασία και υπονομεύει τις νέες ισορροπίες του δίπολου: Μόνο στο τέλος με την ανεύρεση του ‘πτώματος’, ο θεατής είναι οριστικά και απόλυτα βέβαιος για το ποίος τελικά είναι το θύμα και ποίοι οι θύτες. Έχει όμως ήδη πληρώσει ένα ακριβό τίμημα για την επιλογή να ακολουθήσει συναισθηματικά (είτε αρνητικά, είτε θετικά) τους ήρωες, έχει σ’ ένα βαθμό υπάρξει εκούσιο θύμα στο παιχνίδι του σκηνοθέτη: παγιδεύτηκε συναισθηματικά από τη σκηνοθετική λογική, βυθίστηκε συνειδητά μέσα στον κόσμο της αμαρτίας των ηρώων, φορτώθηκε τις ενοχές τους...
Δημήτρης Μπάμπας