του Sam Wood
(αποσπάσματα από κείμενο του Rob Nixon)
Οι οπαδοί των αδελφών Μάρξ/ Marx Brothers διχάζονται, όσον αφορά την ποιότητα των ταινιών τους, σε δύο στρατόπεδα: σ’ όσους προτιμούν τις ταινίες των αρχών της δεκαετίας του '30, στα στούντιο της Paramount (Animal Crackers, Horse Feathers, Duck Soup, κλπ.) και σ’ όσους επιλέγουν αυτές της περιόδου MGM (A Day at the Races, Go West, κλπ.), -μια περίοδο που ξεκινά με την ταινία A Night at the Opera, την πιο επιτυχημένη τους ταινία.
Οι υπερασπιστές της περιόδου Paramount ενθουσιάζονται με το αναρχικό κωμικό αυτών των πρώτων ταινιών, που είναι πιο κοντά στη θεατρική- σκηνική παρουσία των Marx Brothers. Υποστηρίζουν ότι, αυτές οι ταινίες, είναι κατά πολύ ανώτερες, λόγω της απουσίας συναισθηματικότητας και της παρουσίας του παράλογου, για τον τρόπο που τα αδέλφια – χωρίς περιορισμούς από τη σχεδίαση ή τα κίνητρα των χαρακτήρων– διατρέχουν, όντας εκτός ελέγχου, τους φανταστικούς κόσμους που δημιουργούνται σ’ αυτές τις ταινίες.
Οι υπερασπιστές των ταινιών της περιόδου MGM, συνήθως, αποδέχονται τη φθίνουσα πορεία των τελευταίων χρόνων, αλλά επισημάνουν ότι, τουλάχιστον, οι μετέπειτα ταινίες δεν περιλαμβάνουν τον βαρετό Zeppo, και ότι, επίσης, είναι παρά πολύ δύσκολο να ξεπεραστεί η ταινία A Night at the Opera. Με την περίφημη σκηνή στην καμπίνα, τους λεκτικούς αστεϊσμούς και τα λογοπαίγνια του Groucho και του Chico, και τη κατεδάφιση -διάλυση μιας ολόκληρης όπερας του Verdi, αυτή η ταινία, θεωρείται πια, από τους περισσότερους, ως η "all-time classic" ταινία των αδελφών Marx.
(…) Και εκτός του ότι στην ταινία A Night at the Opera εμφανίζονται για πρώτη φορά οι «ευγενικοί και ήπιοι» αδελφοί Marx, ωστόσο η ταινία εξακολουθεί να περιέχει πολλά στοιχεία από το αναρχικό και στο ύφος της μαπλαφάρας χιούμορ τους.
(…) Ο σκηνοθέτης της ταινίας ήταν ο πολύ σοβαρός και πολύ συντηρητικός Sam Wood, ένας άνθρωπος, που σύμφωνα με τους περισσότερους, είχε ελάχιστη ή καμμία αίσθηση του χιούμορ. Ο Allan Jones (που στην ταινία υποδύεται τον τραγουδιστή της όπερας Riccardo Baroni) τον θυμάται ως «έναν δυσάρεστο τύπο, πολύ ανασφαλή». Ο Jones, επίσης, δηλώνει ο Wood απαντούσε στις ερωτήσεις των ηθοποιών, λέγοντας: «Δεν ξέρω, δεν ξέρω. Ξανά κάντο». Ο Wood, ο οποίος ήταν κατά των αυτοσχεδιασμών, έκανε 20 λήψεις κάθε σκηνής, μια μέθοδο που οι αδελφοί Marx θεωρούσαν ενοχλητική. Ο Jones θεωρεί ότι έκανε τόσες πολλές λήψεις, γιατί δεν ήταν αληθινά βέβαιος για το ποία απ’ όλες ήταν η καλύτερη.
Ο δύσκαμπτος Sam Wood ήταν ο τέλειος στόχος για τους αδελφούς Marx. Ο σκηνοθέτης είχε έλκος, κι έτσι ξεκινούσε την μέρα του μ’ ένα μεγάλο ποτήρι γάλα. Οι αδελφοί Marx τού το σερβίρανε σ’ ένα μπιμπερό - ένα αστείο που ο Wood ποτέ δεν εκτίμησε.
(δημοσιεύεται στον ιστότοπο tcm.com, μετάφραση Δ.Μ.)