(Η άρπα της Βιρμανίας)
του Kon Ichikawa
(κριτική του Βασίλη Ραφαηλίδη)
Τον Κον Ιτσικάουα, μία από τις πιο ισχυρές προσωπικότητες του ιαπωνικού κινηματογράφου, τον γνωρίζουμε στην Ελλάδα μόνο από την Ολυμπιάδα του Τόκιο (1965), αν δεν κάνουμε λάθος. Αλλά η δυσκολία στον να έχουμε μια πληρέστερη άποψη γι’ αυτόν έγκειται κυρίως στο ότι δεν έχουμε δει τις ταινίες των κινουμένων σχεδίων, απ’ όπου άρχισε την καριέρα του τούτος ο γεννημένος το 1915, ποιητής της κινούμενης εικόνας.
Η άρπα της Βιρμανίας παραμένει η πιο γνωστή του ταινία κι αυτή που τον επέβαλε διεθνώς. Αν χαρακτηρίζαμε την ταινία «μεταπολεμική» με την κυριολεκτική σημασία της λέξης, θα έπρεπε να την κατατάξουμε, από άποψη ποιότητας, πρώτη στη λίστα ενός πρόσκαιρου κινηματογραφικού είδους, που άνθισε αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου και που αναφερόταν στα τότε επίκαιρα προβλήματα που είχε συσσωρεύσει ο όλεθρος. (Βλέπε, για παράδειγμα, το Κάπου στην Ευρώπη και το Γερμανία, Έτος μηδέν ή τα πρώτα φιλμ του ιταλικού νεορεαλισμού.)
Ωστόσο, Η άρπα της Βιρμανίας, γυρισμένη έντεκα χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου, ήταν ήδη και τότε αρκετά απομακρυσμένη από την επικαιρότητα, τουλάχιστον για εμάς τους Ευρωπαίους. Όμως για τους Ιάπωνες το φιλμ παραμένει ακόμα και τώρα «επίκαιρο», γιατί αυτό που ενδιαφέρει εδώ δεν είναι η προσωπική μοίρα ενός ηττημένου Ιάπωνα που αρνείται να επιστρέψει από τη Βιρμανία στην πατρίδα του, διότι βάζει στον εαυτό του το παράλογο καθήκον να θάψει όλους τους νεκρούς Ιάπωνες στρατιώτες που λιπαίνουν την ασιατική γη, αλλά η μοίρα ενός ολόκληρου έθνους που βλέπει τις παραδόσεις του να γίνονται κουρνιαχτός από τη «μοντέρνα» φρίκη της ατομικής βόμβας.
Η φροντίδα για τους νεκρούς προγόνους είναι το υπ’ αριθμόν ένα μέλημα για τον πιστό ταοϊστή- κι ο στρατιώτης που αποκόβεται από το λόχο του για να γίνει νεκροθάφτης και στη συνέχεια καλόγερος, στα δικά μας τα μάτια φαντάζει παράφρονας, αλλά για τον Ιάπωνα δεν είναι παρά το σύμβολο της προσήλωσης στην παράδοση και της αντίστασης στην εισβολή των δυτικών ηθών, μια εισβολή που αρχίζει το 1945 και συνεχίζεται.
Αυτό που θάβει ο στρατιώτης τελικά είναι η ιστορία της πατρίδας του. Το 1956, ο Ιτσικάουα δε θα μπορούσε να φανταστεί τη νεκρανάσταση της χώρας του που έγινε δυνατή χάρις στη ζεύξη της δυτικής τεχνολογίας και της ανατολικής καρτερίας, μια νεκρανάσταση που αρχίζει ακριβώς τότε. Σήμερα η ηττημένη Ιαπωνία παίρνει την εκδίκησή της από τη Δύση, κι αυτό δεν θα γινόταν ίσως αν ο στρατιώτης δεν επέμενε να θάψει τους νεκρούς, παραχώνοντας μαζί τους στη γη σαν σπόρο έναν πολιτισμό αιώνων.
Ο Ιτσικάουα ακροβατεί μ’ έναν τρόπο θαυμαστό ανάμεσα στη φρίκη του πολέμου και την ελπίδα της ανάστασης. Ενώ ο εγγενής στο θέμα ρεαλισμός διυλίζεται μέσα από το φίλτρο της ποίησης, με τη βοήθεια μια εκπληκτικής μουσικής. Η άρπα που παίζει ο στρατιώτης-νεκροθάφτης και η χορωδία των ηττημένων που διευθύνει ο λοχαγός του, ήδη απ’ την αρχή της ταινίας , δηλώνουν εμφατικά πως δεν έχουν χαθεί όλα για την Ιαπωνία, αφού οι Ιάπωνες ξέρουν να τραγουδούν πατώντας στα δικά τους πτώματα.
(δημοσιεύτηκε στην εφ. Το Βήμα, 10-11-1981)