(Κλέφτης ποδηλάτων)
του Vittorio De Sica
(κριτική του Βασίλη Ραφαηλίδη)
«Ότι συμβαίνει γύρω μας, ακόμα και τα πιο κοινά πράγματα που βλέπει κανείς στο δρόμο του, έχει κάποιο νόημα, έχει μια σημασία κοινωνική, ανθρωπιστική και δραματική, και μπορεί να ανακινήσει μεγάλα προβλήματα που παίρνουν μια θέση δίπλα στα κοντινά ή μακρινά «σοβαρά» γεγονότα».
Αυτό το απόσπασμα από μια μελέτη του Τζαβατίνι/ Cesare Zavattini μπορεί να συνοψίσει θαυμάσια ολόκληρο το νόημα, τον προβληματισμό και την αισθητική του ιταλικού νεορεαλισμού του οποίου, άλλωστε, ο μόνιμος σεναρίστας του Ντε Σίκα/ Vittorio De Sica, υπήρξε ο βασικότερος θεωρητικός και απολογητής. Ο κλέφτης ποδηλάτων έμεινε στην ιστορία του κινηματογράφου σαν το «καθαρότερο» δείγμα αυτής της Σχολής, ένα δείγμα που θα είχε μια κάποια σημασία μόνο για τους ειδικούς και τους μελετητές, αν ο Ντε Σίκα δεν κατόρθωνε να ενσωματώσει οργανικά τις ασήμαντες μικρολεπτομέρειες της καθημερινής ζωής σε μια θεώρηση του κόσμου πολύ πιο πλατειά απ’ την ασημαντότητα του καθημερινού και να εκμαιεύσει απ’ αυτό το μάξιμουμ της σημασίας του, σε σημείο που να αποχτά διαστάσεις συμβόλου.
Το πρόβλημα του Ρίτσι δεν είναι αν θα ξαναβρεθεί ή όχι το κλεμμένο του ποδήλατο. Αυτό αποτελεί ένα απλό πρόσχημα. Ο Ρίτσι ψάχνει να βρει το χαμένο κουράγιο του, μέσα σ’ έναν κόσμο εχθρικό κι αφιλόξενο, μέσα στο μεταπολεμικό χάος, όπου οι πάντες προσπαθούν να επιβιώσουν με κάθε τρόπο, αγνοώντας και τα πιο απλά προσχήματα της κοινά παραδεκτής ηθικής. Προσπαθεί ν’ αποκτήσει συνείδηση της παρουσίας του μέσα σ’ αυτόν τον κυκεώνα, αναζητεί εναγώνια την χαμένη του ελπίδα που πλακώθηκε κάτω απ’ τα ερείπια που συσσώρευσε ο πόλεμος. Είναι ένας άνθρωπος που θα ’θελε πολύ να συναντήσει άλλους ανθρώπους, έτοιμους ν’ αρχίσουν μαζί του μια ζωή περισσότερο ανθρώπινη. Είναι η απλή ιστορία ενός ταπεινού που του κλέψανε την αξιοπρέπεια, που τον ρεζίλεψαν στα μάτια των συναδέλφων του, της οικογένειας του του ίδιου του εαυτού του.
Η ταινία αφηγείται το βάσανο ενός μεροκαματιάρη που αποχτά συνείδηση της ανεπάρκειας του σαν μονάδα, μιας ανεπάρκειας που τον βυθίζει ολοένα και περισσότερο στο τέλμα μιας απομόνωσης που σύντομα γίνεται μοναξιά ανυπόφορη. Αγωνίζεται όσο και όπως μπορεί για ν’ αποκαταστήσει τη χαμένη ισορροπία και να ξαναβρεί τη θέση που είχε άλλοτε. Δεν εγκαταλείπεται ποτέ στο μοιραίο και παρόλη την αδεξιότητα και την αδυναμία του, αρπάζεται με τα δόντια απ’ όποια σανίδα σωτηρίας βρεθεί τυχαία στο δρόμο του. Φτάνει ακόμα, μέχρι του σημείου να εξομοιωθεί με τους αντιπάλους του, τους αόρατους «κακούς δαίμονες» που κλέψανε το εργαλείο της δουλειάς του και γίνανε δήμιοι του. Ο άνθρωπος που ψάχνει να βρει το ποδήλατο του γίνεται, έτσι, το σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής, γεμάτης αβεβαιότητα και σύγχυση.
Μια ταινία γυρισμένη το 1948 θα είχε γεράσει ήδη προ πολλού αν το ανεκδοτολογικό και τυχαίο γεγονός δεν αναγόταν στο επίπεδο του συμβόλου, αν το δράμα της καθημερινότητας της αυστηρά προσδιορισμένης από μια ιστορική περίοδο, δεν γινόταν αλληγορία μια αξία αιώνια και παγκόσμια. Αυτό ακριβώς το γεγονός προσδιορίζει και το μέτρο της επιτυχίας του Ντε Σίκα και δικαιολογεί την απόφαση 117 κριτικών απ’ όλο τον κόσμο που σε μια συνεδρίαση, στις Βρυξέλλες, το 1958, κατάταξαν τον Κλέφτη ποδηλάτων δεύτερη στη σειρά των σημαντικότερων ταινιών, που είχαν γυριστεί μέχρι τότε.
(δημοσιεύτηκε σαν πρόγραμμα του κινηματογράφου STUDIO, 1969)