(σχόλιο για την ταινία Bon Voyage του Jean-Paul Rappeneau)
Η σκηνή είναι τοποθετημένη στο μέσο της ταινίας: ο Frederic ένας φέρελπις αλλά άτολμος συγγραφέας συναντιέται στις όχθες ενός ποταμού με την αγαπημένη του Viviane, μία ηθοποιό σταρ του κινηματογράφου. Για χάρη της, όντας αθώος έχει βρεθεί στην φυλακή, και τώρα είναι αποφασισμένος να διαλύσει την όχι και τόσο απατηλή σαγήνη της που τον περιβάλλει. Το ζευγάρι χωρίζει και ξαφνικά καθώς η Viviane μένει μόνη στις όχθες του ποταμού εγκαταλελειμμένη από τον θαυμαστή της, ο σκηνοθέτης αλλάζει τον τρόπο που κινηματογραφεί την σκηνή: μας δείχνει την γοητευτική ηθοποιό να βηματίζει στις όχθες του ποταμού, ενώ μπροστά της παρεμβάλλονται ομάδες προσφύγων που ξεκουράζονται και ταυτόχρονα παρακολουθούν το τι συμβαίνει στην απέναντι όχθη. Τώρα για πρώτη φορά ο θεατής, εξωθούμενος από τον σκηνοθέτη, έχει την αίσθηση ότι παρακολουθεί μια αφήγηση, ότι και αυτός όπως οι πρόσφυγες είναι θεατής σ' ένα θέαμα.
Αυτή η σκηνή είναι κομβική για να κατανοήσουμε την εσωτερική λογική της ταινίας Bon Voyage του Jean-Paul Rappeneau: είναι μια ταινία με λαμπερούς σταρ, που τιμά την καλύτερη παράδοση της περιπετειώδους ταινίας και της σοφιστικέ κωμωδίας, αλλά ταυτόχρονα, όπως μας αποκαλύπτει και η προηγούμενη σκηνή, αποτελεί και ένα σχόλιο πάνω στην ίδια την κινηματογραφική αφήγηση. Λαμπερό δείγμα των αφηγηματικών ικανοτήτων ενός "εμπορικού" σκηνοθέτη ο οποίος στο παρελθόν μας έχει δώσει ταινίες όπως ο Cyrano de Bergerac και Le Hussard Sur Le Toit, η ταινία διακρίνεται για τον καταιγιστικό ρυθμό της που οφείλεται στον ρυθμό της αφήγησης, σ' ένα ρυθμικό μοντάζ αλλά και στην κίνηση των ηθοποιών μέσα στον χώρο.
Η υπόθεση της διαδραματίζεται στις αρχές του Β' Παγκόσμιου Πόλεμο, είναι γεμάτη αναφορές σε ταινίες όπως η Casablanca και συγκροτείται κυρίως από τα στερεότυπα του είδους. Ένας συγγραφέας, ο Frederic, που παγιδεύεται και άδικα κατηγορείται γι' ένα φόνο, φυλακίζεται και καθώς οι Γερμανοί εισβάλλουν στην Γαλλία, δραπετεύει. Μια λαμπερή σταρ, η Viviane, υπεύθυνη γι' ένα φόνο, ζητά προστασία από ένα υπουργό της καταρρέουσας κυβέρνησης. Ένας εβραίος καθηγητής της φυσικής μαζί με την νεαρή βοηθό του, την Camille, προσπαθεί κυνηγημένος από τους Ναζί να βρει καταφύγιο στην Αγγλία. Όλα αυτά τα πρόσωπα συναντιούνται στο Bordeaux, καταφύγιο της καταρρέουσας γαλλικής κυβέρνησης ενώ οι Ναζί προελαύνουν.
Η αφήγηση ξεκινά με μια αδικία, την λάθος ενοχή του Frederic, που φυσικά θα πρέπει να αποκατασταθεί, και συνεχίζεται παρουσιάζοντας την χαοτική κατάσταση του πολέμου. Καθώς αναπτύσσεται η αφήγηση το χάος τείνει προς την τάξη (έστω και δυσάρεστη αφού σημαίνει την κατάληψη της Γαλλίας από τους Ναζί) και η αδικία αποκαθίσταται. Όμως μέσα στο περίπλοκο σύστημα των σχέσεων, που αναπτύσσονται κατά την διάρκεια της ταινίας, ένα καθίσταται φανερό: όλο αυτό το πλήθος των χαρακτήρων που ενεργούν με ένταση και πάθος χωρίζεται σε δύο ομάδες. Η πρώτη είναι αυτοί που διαμορφώνουν την ιστορία, οι ήρωες, οι σταρ της εποχής: ο υπουργός, η ηθοποιός -σταρ, ο ναζί κατάσκοπος, ο καθηγητής. Και από τη άλλη υπάρχουν τα αφανή πρόσωπα: ο συγγραφέας και η βοηθός του καθηγητή. Αυτά τα πρόσωπα, καταρχάς, άγονται και φέρονται από τις εξελίξεις και γίνονται, όπως ο Frederic, τα θύματα των περιστάσεων. Όμως καθώς η αφήγηση προχώρα αυτά τα πρόσωπα από θεατές της ιστορίας θα γίνουν οι αληθινοί ήρωες. Όταν ο Frederic σκοτώνει για πρώτη φορά τον ναζί κατάσκοπο είναι μια αποκαλυπτική στιγμή: από θύμα θα γίνει θύτης και από θεατής (κινηματογραφικός) ήρωας. Ενώ το φιλί στο τέλος της ταινίας θα τον κάνει από αφελή ερωτευμένο σε παθιασμένο εραστή.
Τοιχογραφία εποχής, ερωτικό ρομάντζο, κωμωδία ή καθαρή περιπέτεια, μέρος της κρυφής γοητείας της ταινίας κρύβεται στο γεγονός ότι ο σκηνοθέτης σε μια έτσι και αλλιώς γεμάτη εντάσεις περίπλοκή και ετερογενή αφηγηματική γραμμή ενσταλλάσει μια ειρωνική, σχεδόν απομυθοποιητική οπτική, για τα πρόσωπα. Υπάρχει κάποιου είδους ειρωνεία, ένα σαρκαστικό χιούμορ στον τρόπο που σχεδιάζεται ο χαρακτήρας του αφελούς συγγραφέα (την οπτική του οποίου υιοθετεί η αφήγηση) ή της ανασφαλούς αλλά πάντα εκτυφλωτικά όμορφης σταρ (στο ρόλο μια αληθινή σταρ, η 48χρονη Isabelle Adjani).
Η σκηνοθεσία, μέσω των κωμικών στιγμιότυπων και λόγω της ειρωνικής οπτικής απέναντι στα πρόσωπα, απομακρύνει τον θεατή από τα πρόσωπα της ταινίας και διακόπτει τις τελετουργίες της ταύτισης. Μας υπενθυμίζει πάντα ο σκηνοθέτης (όπως στην σκηνή της αρχής του κειμένου) ότι βρισκόμαστε μέσα σε μια κινηματογραφική αίθουσα. Εξάλλου η αφήγηση θα ξεκινήσει με μια κινηματογραφική πρεμιέρα και θα τελειώσει πάλι σε μια κινηματογραφική αίθουσα. Τώρα στην σκηνή του τέλους, οι θεατές (εμείς) κοιτάζουμε μάλλον αδιάφοροι την κινηματογραφική ηρωίδα, την Viviane στην οθόνη -μας απασχολούν περισσότερο οι αληθινοί ήρωες της ταινίας, οι αντιστασιακοί ήρωες Frederic και Camille που κυνηγημένοι από τους Ναζί βρίσκουν καταφύγιο ως θεατές στην σκοτεινή αίθουσα. Το φιλί που ανταλλάσσουν είναι σίγουρα μέρος μιας κινηματογραφικής τελετουργίας- όμως είναι και κάτι παραπάνω: είναι μια μικρή μετατόπιση του ενδιαφέροντος από την οθόνη στην αίθουσα, μια μικρή εκδίκηση των θεατών από τους κινηματογραφικούς ήρωες σταρ.
Δημήτρης Μπάμπας
Bon Voyage (ε.τ. Γοητευτικοί ταξιδιώτες) (2003)
Σκηνοθεσία: Jean-Paul Rappeneau.
Σενάριο: Jerome Tonnerre, Gilles Marchand, Patrick Modiano.
Φωτογραφία: Thierry Arbogast.
Ηθοποιοί: Isabelle Adjani, Gerard Depardieu, Virginie Ledoyen, Gregori Derangere, Yvan Attal, Peter Coyote, Aurore Clement, Jean-Marc Stehle, Xavier de Guillebon, Edith Scob, Michel Vuillermoz, Nicolas Pignon, Nicolas Vaude.
Διάρκεια: 114'