του Gabriele Salvatores
Μια σκοτεινή και γεμάτη απροσδόκητες εντάσεις, εκδοχή της παιδικής ηλικίας παρουσιάζει στην τελευταία του ταινία ο βραβευμένος με Όσκαρ Gabriele Salvatores (Mediterraneo).
1978. Νότια Ιταλία. Apulia. Χωράφια με καλαμπόκι. Ένας μικρός οικισμός. Ο λαμπερός ήλιος έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την κρυφή πραγματικότητα. Ένας 9χρόνος ο Michele, καθώς περιπλανιέται ανακαλύπτει μια καμουφλαρισμένη κρύπτη. Έγκλειστος μέσα σ' αυτή είναι ένα αγόρι, ο μισότυφλος Filippo. Χωρίς να μιλήσει σε κανένα για τη παράξενη ανακάλυψη του ο ήρωας θα επιστρέψει. Μια παράξενη σχέση μεταξύ των δυο αγοριών θα αναπτυχθεί. Παρ' όλες τις αρχικές του επιφυλάξεις ο Michele θα ξεπεράσει τους δισταγμούς και τους φόβους του και θα αρχίσει να φέρνει φαγητό στο φυλακισμένο παιδί. Γρήγορα ο Michele θα αρχίσει να αντιλαμβάνεται ότι κάτι παράξενο συμβαίνει στον οικογενειακό του περίγυρο.
Βασισμένο στο μυθιστόρημα του Niccolo Ammaniti -ένας από τους σημαντικούς σύγχρονους μυθιστοριογράφους της ιταλικής λογοτεχνίας- ο σκηνοθέτης θα δημιουργήσει ένα θρίλερ που παρόλο τον ηλιόλουστο περίγυρο του διαδραματίζεται μέσα στο σκοτεινό σύμπαν της παιδικής ηλικίας. «Σκέφτηκα την ιστορία ενώ οδηγούσα στην περιοχή ανάμεσα στην Καμπανία και την Πούλια, εκεί όπου τελικά τοποθετείται η πλοκή του έργου,» λέει ο σενραιογράφος Niccolo Ammaniti. «Ηταν μια καυτή περίοδος του καλοκαιριού και το τοπίο ήταν ακριβώς όπως το περιγράφω: μόνο αγροί με στάχυα. Δεν υπήρχαν δέντρα, μόνο λίγα σπίτια, τίποτα. Αυτή η εικόνα μου έκανε φοβερή εντύπωση. Δεν περίμενα ποτέ ένα τοπίο να με εντυπωσιάσει τόσο πολύ. Κοιτάζοντάς το σκέφτηκα: τι θα έκαναν τα παιδιά σε ένα μέρος σαν αυτό; Θα ήταν μόνα τους κατά τη διάρκεια της ημέρας λόγω της ζέστης. Μετά άρχισα να σκέφτομαι την απαγωγή.»
Δημιουργώντας μια οξεία αντίθεση ανάμεσα στην έντονη ηλιοφάνεια του τοπίου και στο έρεβος και το σκότος που επικρατεί στις ψυχές των παιδιών, ο σκηνοθέτης παρακολουθεί τις απρόοπτες διαδρομές στις οποίες μπορεί να εκτραπεί η παιδική ηλικία. Με φόντο ένα πρόβλημα που ταλάνισε μέχρι πρόσφατα την Ιταλία -τις απαγωγές για λόγους χρημάτων- η ταινία επικεντρώνεται στις εντάσεις, όπως αυτές εσωτερικεύονται από ένα παιδί που δεν είναι το θύμα αλλά ο παρατηρητής. Αδύναμος λόγω ηλικίας να κατανοήσει τα πράγματα στις πραγματικές του διαστάσεις, ο μικρός ήρωας στην διάρκεια της αφήγησης θα κάνει ορισμένες πολύ οδυνηρές παρατηρήσεις για τον κόσμο που τον περιβάλλει. Η γνώση που θα κατακτήσει είναι επώδυνη και εντέλει τραυματική: είναι η βίαιη ενηλικίωση με την οποία έρχεται αντιμέτωπος ο Michele. Η παιδική αθωότητα του θα σκιαστεί καθώς θα ανακαλύπτει σιγά -σιγά την αλήθεια.
Η ταινία προβλήθηκε στο φεστιβάλ Βερολίνου (2003).
Ο Gabriele Salvatores, σκηνοθέτης της ταινίας Io non ho paura, δηλώνει: "Την πρώτη φορά που διάβασα το βιβλίο (Io non ho paura του Niccolo Ammaniti) την προσοχή μου τράβηξε το γεγονός ότι όλα αυτά τα παιδιά βιώνουν γεγονότα και συναισθήματα τα οποία συνήθως ανήκουν στην επικράτεια των ενηλίκων. Το να τοποθετήσω μαζί ορισμένες από τις σκοτεινότερες πλευρές της ζωής, συμπεριλαμβανόμενου και του στοιχείου του φόβου, με την παιδική ηλικία ήταν κάτι που πάντα με γοήτευε και μ' ενδιέφερε.
Όταν ήμασταν νεότεροι, είτε δεν το βλέπαμε αυτό είτε δεν το θυμόμασταν…αν κοιτάξεις το σύμπαν των παιδιών… ο κόσμος τους εμφανίζεται, ως επί το πλείστον, ήρεμος και γαλήνιος. Όταν στην πραγματικότητα η παιδική ηλικία είναι γεμάτη από τέρατα και εφιάλτες και φυσικά όνειρα όπως όλοι γνωρίζουμε.
Μ' άρεσε αυτό, και επίσης μ' άρεσε και η αντίθεση ανάμεσα στους δύο κεντρικούς χαρακτήρες, στα δύο παιδιά. Το ένα λάμπει σαν τον ήλιο, είναι δυνατό και θετικό, ενώ το άλλο είναι φυλακισμένο σε μια σκοτεινή τρύπα, κλεισμένο και έχει παραισθήσεις και είναι σε διάσταση με την πραγματικότητα."