των Paolo Taviani & Vittorio Taviani
κριτική του Βασίλη Ραφαηλίδη
(...) Η ‘Νύχτα του Σαν Λορέντζο’/ La notte di San Lorenzo, τελευταία ταινία των Ταβιάνι είναι ένα λαϊκό τέτοιο λαικό παραμύθι, τέλεια ‘επεξεργασμένο’ ιδεολογικά από τους δύο δαιμόνιους Ιταλούς.
Όπως πάντα στους Ταβιάνι έχουμε και δω σαν αφετηρία για τη μυθοπλασία, ένα πραγματικό–ιστορικό περιστατικό: Το 1944, ενώ ο πόλεμος τελειώνει, οι Ναζί απειλούν να ανατινάξουν ένα ιταλικό χωριό. Κάτω απ' αυτή την απειλή οι περισσότεροι χωριάτες φεύγουν και στην περιπλάνησή τους σε όρη και λαγκάδια συναντούν τους αντάρτες. Σε μια εντελώς εκπληκτική μυθικορεαλιστική μάχη όπου οι ιστορικοί χρόνοι μπλέκονται αδιάλειπτα σε μια αιματηρή φιέστα, ο λαός, όλος ο λαός όλων των εποχών, αποδύεται σ' ένα μέχρι θανάτου αγώνα μ' όλους τους καταπιεστές όλων των εποχών.
Δεν είναι οι συγκεκριμένοι Ιταλοί αντιφασίστες που μάχονται εδώ, αλλά όλος ο καταπιεσμένος λαός, απανταχού της γης. Δεν είναι ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος το ιστορικό σημείο αναφοράς σε αυτό το φιλμ, αλλά όλοι οι απελευθερωτικοί πόλεμοι ενάντια στον ‘αχρονικό φασισμό’, δηλαδή ενάντια στις εκάστοτε ‘δυνάμεις κρούσης’ της εκάστοτε αντίδρασης. Για να φτάσει η αφήγηση σ' αυτή την κορυφαία σεκάνς, που αποτελεί και τον αφηγηματικό κορμό, προετοιμάζεται μεθοδικά από τους σκηνοθέτες με τον ίδιο μυθικό τρόπο – κι εδώ ακριβώς μπορεί να επισημάνει κανείς το μέγεθος του ταλέντου αυτών των δημιουργών: Όλες οι σκηνές που προηγούνται παραπέμπουν με συνέπεια στα πραγματικά ιστορικά περιστατικά, αλλά όλες είναι καθαρά μυθικές. Το ίδιο και οι σκηνές που έπονται, μέχρι το χάπυ-εντ της απελευθέρωσης και της λύσης του δράματος.
Τούτη η ακροβασία στο πραγματικό και το φανταστικό, τούτος ο μετεωρισμός της σκηνοθεσίας πάνω από την Ιστορία και στο όριο της ακριβώς με τη μυθολογία, είναι ένας σκηνοθετικός άθλος από τους πιο σπάνιους στην ιστορία του κινηματογράφου. Έχουμε την εμμονή ιδέα πως αυτή η δραματουργική «αλχημεία» έγινε δυνατή χάρη σε μια διακριτική όσο και έξυπνη μετάθεση της αφηγηματικής τεχνικής του μιούζικαλ στην αφηγηματική τεχνική του ιστορικού δράματος. Όπως στο μιούζικαλ έτσι κι εδώ, μέχρι που να φτάσει η αφήγηση στη «λυρική της απογείωση» με το τραγούδι ή με το χορό, υφίσταται μια συνεχή και επιταχυνόμενη «διάβρωση» από το παραμυθένιο, που δεν εισβάλλει ποτέ απότομα μέσα στο πραγματικό.
Άλλωστε η σοφή χρήση της μουσικής κι εδώ, όπως πάντα στους Ταβιάνι, όχι σαν υπόκρουσης, αλλά σαν καθοδηγητή (σαν μοτέρ) της δράσης και σαν πρωταγωνιστικό εκφραστικό μέσο, μας κάνει να πιστεύουμε πως τούτο το φιλμ δεν είναι παρά ένα μουσικό παραμυθόδραμα, τέλεια κουρδισμένο πάνω στη ‘δεσπόζουσα νότα’ της ιστορίας, που είναι κοιταγμένη από μια σκοπιά καθαρά και δηλωμένα μαρξιστική. Τούτη τη δεσπόζουσα νότα, με τη μουσική έννοια αυτή τη φορά, την προσφέρει στους Ταβιάνι ένας πραγματικά σπουδαίος μουσικός, ο Νικόλα Πιοβάνι, που εδώ αντικατέστησε τους δυο άλλους θαυμάσιους μόνιμους συνεργάτες των Ταβιάνι, τον Ένιο Μορικόνε και τον Εγκίστο Μαγκι.
(απόσπασμα απο κείμενο που δημοσιεύθηκε στην εφ. Έθνος φ. 23/1/11983)