(Πέρα από τη λογική)
του Joachim Lafosse
Η ταινία βασίζεται σε μια τραγική ιστορία παιδοκτονίας που συγκλόνισε το Βέλγιο το 2007. Ο Lafosse υπερβαίνοντας ωστόσο το ίδιο το γεγονός-το οποίο αποκαλύπτει στην εισαγωγική σκηνή - προχωράει στην αναζήτηση των αθέατων δυνάμεων που επέδρασαν στο να συντελεστεί η αποτρόπαια πράξη.
Η ταινία παρακολουθεί την πορεία μιας νεαρής γυναίκας από την ευτυχία προς την κατάθλιψη και την ψύχωση, παρατηρώντας τη σταδιακή της μεταμόρφωση μέσα από τη σχέση της με δύο πρόσωπα. Το νεαρό μαροκινό άντρα της και τον θετό πατέρα του, έναν μυστικοπαθή γιατρό, ιδιαίτερα γενναιόδωρο αλλά και αυταρχικό. Ο έρωτας, τα αμήχανα χαμόγελα, ο γάμος, μια υπόσχεση πληρότητας σηματοδοτούν την εκκίνηση της ιστορίας. Σύντομα όμως η υποψία για κάτι ανομολόγητο, μια αδιόρατη απειλή αρχίζουν να πλανώνται στην ατμόσφαιρα. Η έλευση των τεσσάρων παιδιών - ένα κάθε χρόνο - και η συγκατοίκηση με το τρίτο πρόσωπο, ένα είδος υποκατάστατου πατέρα-προστάτη, επηρεάζουν δραματικά τη σχέση του ζευγαριού και την ψυχική ισορροπία της νεαρής μητέρας, η οποία παγιδεύεται σε έναν κλειστοφοβικό κόσμο.
Εύθραυστες ισορροπίες
Κομβικό πρόσωπο παραμένει ως το τέλος ο γιατρός, στη σκιά του οποίου ζει το ζευγάρι. Είναι το πρόσωπο που ρυθμίζει τις ζωές και κατευθύνει τα νήματα της ιστορίας με έναν ιδιαίτερο, διαστροφικό σχεδόν τρόπο. Πίσω από τον κυνισμό και τα παιχνίδια εξουσίας του γιατρού κρύβεται η λογική και η συμπεριφορά ενός αποικιοκράτη που εξουσιάζει και αποδυναμώνει τους πάντες. Οι χειρισμοί του και οι καταπιεστικές σχέσεις εξάρτησης που καλλιεργεί παραλύουν τη ζωή του ζευγαριού, διαπλέκοντας τον ιστό μέσα στον οποίο θα εξελιχθεί το δράμα.
Ο Lafosse κρατάει σταθερά απόσταση από τους ήρωες, οι οποίοι συνιστούν ένα ιδιότυπο τρίγωνο με ρευστά και αμφίρροπα σημεία επαφής. Η αμφισημία και η απόκρυψη είναι εξάλλου τα κύρια χαρακτηριστικά της ταινίας. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται κι αυτό γίνεται αισθητό από την αρχή. Σχέσεις προστασίας, συναισθηματικής αλλά και οικονομικής εξάρτησης, κάποτε και ερωτικές, υποδηλώνονται άλλοτε ξεκάθαρα και άλλοτε ως λανθάνουσες που δεν αποκαλύπτονται ποτέ. Οι προθέσεις, οι εντάσεις και οι συγκρούσεις δεν εξωτερικεύονται παρά σε ελάχιστες σκηνές, για να καλυφθούν γρήγορα. Είναι όμως διάχυτες στην ταινία δημιουργώντας μια τεταμένη ατμόσφαιρα, σαν ένα καζάνι που σιγοβράζει και κάποια στιγμή αναπόφευκτα θα εκραγεί. Κάτι παθολογικό υποβόσκει στην εμμονική σχέση των δύο ανδρών, που βάζει εξαρχής στο περιθώριο τη γυναίκα. Θεωρητικά ο καθένας φέρει την ευθύνη των επιλογών του, για διαφορετικούς όμως λόγους κανένας δεν αντιστέκεται. Η γυναίκα, το πιο ευάλωτο πρόσωπο της ιστορίας, είναι αυτή που αποδυναμώνεται ευκολότερα, χάνει σταδιακά όλα της τα στηρίγματα και οδηγείται με ολέθριες συνέπειες στην παράνοια. Διχασμένη ανάμεσα στο καθήκον και στην ενοχική επιδίωξη της ευτυχίας, αιωρείται ανάμεσα στην αποδοχή και τη δυσφορία, ώσπου χάνει τον έλεγχο και τις ισορροπίες.
Κρυμμένες αλήθειες
Η ταινία αφήνει σαφείς αιχμές για το πρόβλημα της μετανάστευσης, των ταξικών διαφορών, τις δυσκολίες διαχείρισης της πολυπολιτισμικότητας σε μια σχέση. Εδώ όμως υπάρχει κάτι πολύ βαθύτερο, του οποίου η πραγματική ταυτότητα δεν αποκαλύπτεται ποτέ. Και συνιστά αυτό που αργά αλλά σταθερά χτίζει τα αόρατα τείχη μέσα στα οποία εγκλωβίζεται η ηρωίδα.
Σκηνοθετικά ο Lafosse δημιουργεί αυτήν ακριβώς τη ζοφερή αίσθηση κλειστοφοβίας, το εσωτερικό περιβάλλον μέσα στο οποίο θα διεξαχθεί αναπότρεπτα το δράμα. Οι ήρωες του περιορίζονται συνεχώς σε μια οθόνη που στενεύει, χωρίς να τους αφήνει περιθώρια δράσης. Ένα μέρος των κάδρων του μένει στο σκοτάδι, θολό και ανεξιχνίαστο. Σαν η αλήθεια να μη μπορεί ποτέ να βγει ολόκληρη στην επιφάνεια. Η κάμερά του φέρνει τους ήρωες κοντά στο θεατή. Γρήγορα, νευρικά, πλαγίως προσπαθεί να διεισδύσει στον μυστικό τους κόσμο, στην άβυσσο της ψυχής τους, να αποτυπώσει κάτι από τα συναισθήματα και τις ψυχικές τους διακυμάνσεις. Αφήνει όμως πάντα ένα μέρος τους σκοτεινό και ανεξερεύνητο.
Η μουσική παίζει στο σημείο αυτό ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο. Το κυρίως θέμα, το Mentre io godo in dolce oblio από το ορατόριο Giardino di Rose του Scarlatti επανέρχεται σαν τραγική επωδός, όχι τόσο για να φορτίσει συναισθηματικά το θεατή, αλλά για να αποκαλύψει κρυφές πτυχές των ηρώων που δεν εκφράζονται μέσα από τους διαλόγους. Η δραματικότητα και η μελαγχολία της μπαρόκ μουσικής υπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο τον Lafosse, ο οποίος τη χρησιμοποιεί ως μέσον -σε υπερβολικό είναι αλήθεια βαθμό- για να προσεγγίσει την κρυμμένη διαστροφή, να φωτίσει και να υπογραμμίσει τον αόρατο κίνδυνο. Αλλά και την προοδευτική πορεία της νεαρής μητέρας προς την αφάνεια και την εξαφάνιση. Κάτι γίνεται που αφαιρεί ένα μικρό κομμάτι ευτυχίας από τους ήρωες κάθε φορά που το θέμα εισβάλλει δυναμικά, προπορευόμενο μερικές φορές του κινηματογραφικού πλάνου. Ο τελετουργικός του τόνος, σαν χορικό αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, εντείνει τη δραματικότητα αλλά και προοικονομεί τη μετάπτωση της ηρωίδας και την τελική πορεία της προς την καταστροφή.
της Καλλιόπης Πουτούρογλου [Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]