Ένα πολυτελές χιονοδρομικό θέρετρο στις ελβετικές Άλπεις. Στους πρόποδες του ένα αφιλόξενο τοπίο με μια εργατική πολυκατοικία στη μέση του πουθενά. Εκεί σε ένα γυμνό σχεδόν διαμέρισμα μένει ο δωδεκάχρονος Simon με την άνεργη αδελφή του. Ο μικρός ακολουθεί κάθε μέρα την ίδια διαδρομή. Ανεβαίνει με τελεφερίκ από την γκρίζα βιομηχανική κοιλάδα στον πολύχρωμο κόσμο των σκιέρ, με έναν πολύ συγκεκριμένο στόχο. Να ελαφρύνει τους τουρίστες από τα σακίδια και τον εξοπλισμό τους. Ο Simon είναι επαγγελματίας κλέφτης. Δεν έχει ενδοιασμούς ούτε ενοχές. Οι κλοπές είναι γι αυτόν ο μοναδικός τρόπος επιβίωσης. Τόσο της δικής του, όσο και της αδελφής του με την οποία η σχέση του φαίνεται προβληματική, το ίδιο και η συγκατοίκηση.
Η Meier στη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της σκιαγραφεί το πορτρέτο ενός αγοριού που ελίσσεται με μαεστρία μεταξύ δύο κόσμων εντελώς διαφορετικών και μεταξύ οικογενειακών ρόλων που συγχέονται συνεχώς, έως τη συγκλονιστική τελική τους ανατροπή. Τα συναισθηματικά όρια είναι κι αυτά ρευστά και συνεχώς μεταβάλλονται. Από την υπερβολική αυτοπεποίθηση με την οποία ο μικρός χρησιμοποιεί το ψέμα και την απάτη έως την πιο ευάλωτη πλευρά του που διψά για αγάπη και τρυφερότητα. Με ανάλογη ευελιξία κινείται και η κάμερα ακολουθώντας τον ήρωα άλλοτε από κοντά, με τρόπο που θυμίζει έντονα το ύφος των αδελφών Dardenne και άλλοτε διακριτικά ή από απόσταση, δίνοντας περισσότερο έμφαση στη δυναμική του χώρου. Στo χιονοδρομικό κέντρο και στις πίστες του, ως έναν μη-τόπο αλλά απλό κέντρο διερχομένων, στον γκρίζο αυτοκινητόδρομο και στο σπίτι, ως εστία ανέστια. Το τέλος του χειμώνα απογυμνώνει όχι μόνο το τοπίο από τη φαινομενική του λευκότητα, αλλά και τις ψυχές και τα σώματα από την ψευδαίσθηση μιας «οικογενειακής ζωής».
Η ταινία βραβεύτηκε με τη Μνεία Ειδικής Επιτροπής στο 62ο Φεστιβάλ του Βερολίνου.
της Καλλιόπης Πουτούρογλου [Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]