(Χαμένος Παράδεισος)
του Miguel Gomes
Ένας περιπλανώμενος εξερευνητής της εποχής της αποικιοκρατίας περιφέρεται στη ζούγκλα της Αφρικής κουβαλώντας την ερωτική του απόγνωση για το χαμό της γυναίκας του. Καταδιωκόμενος από το φάντασμά της και από την αναγκαιότητα του θανάτου, θα συναντήσει τελικά τη μοίρα του στις όχθες ενός ποταμού. Εκεί θα τον καταπιεί «ένας θλιμμένος και μελαγχολικός κροκόδειλος, που θα στοιχειώσει τη σαβάνα για πάντα».
Στο υπνωτικής ομορφιάς ποιητικό εισαγωγικό μέρος της ταινίας Tabu, που δίνεται ως εθνογραφικό ντοκιμαντέρ, ο αφηγητής –σκηνοθέτης διηγείται μια ιστορία που προϊδεάζει για αυτά που θα ακολουθήσουν. Χωρισμένη σε δύο τμήματα, ασπρόμαυρα όπως και το εισαγωγικό, η ταινία στο πρώτο της μέρος («A lost Paradise») παρακολουθεί ημερολογιακά την Pilar, μια μεσήλικη γυναίκα στη σύγχρονη Λισσαβόνα. Πιστή καθολική, ακτιβίστρια και σινεφίλ, η Pilar θέλει να κάνει πάντα το καλό, ζώντας στην ουσία για τους άλλους. Ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τη γειτόνισσά της Aurora, μια ιδιόρρυθμη και στα όρια της παράνοιας ηλικιωμένη, που ζει με την μαύρη της υπηρέτρια Santa. Λίγο πριν πεθάνει η Aurora παραδίδει στην Pilar το όνομα ενός άντρα από το σκοτεινό της παρελθόν. Η αναζήτηση του προσώπου αυτού θα οδηγήσει την ταινία στον αφηγητή του δεύτερου μέρους («Paradise»). Εδώ με ένα flashback 50 χρόνων ξετυλίγεται η πολυτάραχη ζωή της Aurora σε μια πορτογαλική αποικία της Αφρικής, στους πρόποδες του όρους Tabu.
Η τρίτη ταινία του Πορτογάλου σκηνοθέτη και κριτικού Miguel Gomes συνιστά μια ελεγεία για τον έρωτα, την ιστορία και το σινεμά, δοσμένη μέσα από μία πρωτότυπη κινηματογραφική φόρμα. Εμπνευσμένη από την ομώνυμη ταινία του Murnau “Tabu, a Story of the South Seas”(1931) δανείζεται στοιχεία του γερμανικού εξπρεσιονισμού αλλά και του αμερικάνικου κινηματογράφου του Griffith για την απόδοση κυρίως της πιο αχνής ασπρόμαυρης δεύτερης περιόδου. Αυτής που -φέροντας τον ειρωνικό τίτλο «Παράδεισος»- υιοθετεί την αισθητική του βωβού κινηματογράφου και το μυθιστορηματικό λογοτεχνικό ύφος για να εικονογραφήσει τις αφηγούμενες αναμνήσεις και την γεμάτη πάθος επιστολογραφία των δύο εραστών. Υιοθετώντας τρία διαφορετικά είδη κινηματογραφικής αφήγησης, τα οποία επικοινωνούν και αντιδιαστέλλονται ταυτόχρονα, ο Gomes επιχειρεί μια κατάδυση στην προσωπική και ιστορική μνήμη, μια ποιητική αναφορά σε αυτά που χάνονται αμετάκλητα αφήνοντας πίσω τους τη γλυκόπικρη μελαγχολία της ανάμνησης. Η ταινία, αν και θα μπορούσε να θεωρηθεί μία μεταφορά για το θάνατο της αποικιοκρατίας, προχωράει παραπέρα εστιάζοντας γενικότερα στο τέλος μιας εποχής, μιας κοινωνίας αλλά και ενός σινεμά που επιβιώνουν στις μνήμες των ανθρώπων. Διατρέχεται ωστόσο από έναν έντονο αυτοσαρκαστικό τόνο και μια σουρεαλιστική ειρωνική ματιά, που αμβλύνουν ή και ανατρέπουν το ύφος οποιασδήποτε νοσταλγικής διάθεσης.
Η ταινία βραβεύτηκε με τα βραβεία Fipresci και Αlfred Bauer στο 62ο Φεστιβάλ του Βερολίνου.
της Καλλιόπης Πουτούρογλου [Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]