Καταγραφή του 24ωρου ενός μυστηριώδους προσώπου, η οπτικά συναρπαστική ταινία του Leo Carax είναι ταυτόχρονα και μια περιπετειώδης και γοητευτική περιπλάνηση μέσα στο ίδιο το σώμα του κινηματογράφου.
Η αφήγηση παρακολουθεί τις διαδρομές ενός αινιγματικού προσώπου, του κυρίου Oscar, καταγράφει τις διάφορες συναντήσεις του. Μέσα σε μια άσπρη λιμουζίνα (που οδηγεί η πρωταγωνίστρια των ταινιών του Georges Franju, Edith Scob) περιφέρεται στο Παρίσι. Μεταμφιέζεται και υποδύεται διαφόρους ρόλους –μια ζητιάνα, ένα σαλεμένο, ένα μικροαστό πατέρα, έναν ετοιμοθάνατο ηλικιωμένο, ένα δολοφόνο. Καθώς κυλά ο αφηγηματικός χρόνος, ένα ερώτημα αναδύεται. Αυτό το ερώτημα είναι που πυροδοτεί την αφήγηση: Ποία είναι η αληθινή προσωπικότητα του πρωταγωνιστή; Ποία είναι η «πραγματικότητα» του και ποία η μυθοπλασία;
Κλειδί για να κατανοήσουμε αυτή τη γεμάτη οπτικές εκπλήξεις ταινία είναι η αρχική σκηνή. Σ’ αυτήν ο ίδιος ο σκηνοθέτης, που μοιάζει να βρίσκεται σε κατάσταση ονείρου, δίνει την εκκίνηση στην αφήγηση. Η αφηγηματική γραμμή της ταινίας, χαλαρή και χωρίς συνοχή, αποτελείται από τα διάφορα επεισόδια- στάσεις της περιπλάνησης του ήρωα στο Παρίσι: σαν στιγμές και σκηνές από ένα, κινηματογραφικό στην υφή του, όνειρο: ένα όνειρο του ίδιου σκηνοθέτη.
Η ταινία λειτουργεί σε τρία επίπεδα. Καταρχάς, με την περιπλάνηση του ήρωα μέσα στη πόλη είναι ένα σχόλιο για το κατακερματισμένο, πολύμορφο, σύγχρονο αστικό τοπίο και για τις μυθοπλασίες του, για το Παρίσι και τις πολλαπλές και διαφορετικές εκδοχές και όψεις του: από τα προάστια, με τους περίκλειστους και καλά προστατευμένους τόπους διαμονής των πλούσιων, στα μικροαστικά διαμερίσματα -τόπους όπου παίζονται τα δράματα και οι τραγωδίες της οικογενειακής ζωής-, και από την πανταχού ευρισκόμενη Chinatown -πάντα το προνομιακό σκηνικό μιας γκανγκστερικής ταινίας- στις εμβληματικές γέφυρες του Σηκουάνα -αιώνιους τόπους του έρωτα.
Παράλληλα, καθώς είναι αποσπασματική, επεισοδιογραφική και κατακερματισμένη στη δομή της, η ταινία δεν προκρίνει την αφηγηματική της ροή, τη δραματουργία της ή τη σχεδίαση των χαρακτήρων της (όπως συνήθως συμβαίνει στο κλασικό αφηγηματικό σινεμά). Αντίθετα εκεί που εστιάζει ο σκηνοθέτης είναι στη σκηνοθετική πράξη (και τις εντάσεις της), τη mise-en-scène, την υποκριτική (των ρόλων που υποδύεται ο πρωταγωνιστής), τη γοητεία και τη σαγήνη που αναδύει μια ενότητα εικόνων, στη λεπτομέρεια της σκηνοθετικής χειρονομίας, στη στιγμή και όχι το σύνολο.
Πολύμορφη και πολυποίκιλη, παιγνιώδης και περιπετειώδης, δραματική και κωμική, η ταινία είναι ένα σχόλιο για το ίδιο το σινεμά, τα κλισέ του και τα είδη του. Βρίθει αναφορών σ’ ένα ευρύ φάσμα ταινιών του γαλλικού σινεμά: από την ταινία Les Yeux sans Visage του Georges Franju, έως τα μιούζικαλ του Jacques Demy. Άλλοτε κοινωνική ταινία και άλλοτε επιστημονικής φαντασίας, σε κάποιες στιγμές μιούζικαλ και σε κάποιες άλλες δραματική ταινία σχέσεων, κάποτε ταινία πολεμικών τεχνών και κάποτε σκοτεινό παραμύθι, η ταινία χαρακτηρίζεται, ως προς τη φύση της, από μια ρευστή και συνεχώς μεταβαλλόμενη ταυτότητα.
Όπως ακριβώς δηλαδή συμβαίνει και με τον πρωταγωνιστή της, Denis Lavant, και τις διαρκείς μεταμορφώσεις, τους πολλούς και διαφορετικούς ρόλους που υποδύεται: καθώς η αφήγηση προχωρά, μυθοπλασία και «πραγματικότητα» μπερδεύονται, η «αληθινή ταυτότητα» του κεντρικού χαρακτήρα και οι «ταυτότητες» των ρόλων συγχέονται. Εντέλει ότι έχει σημασία δεν είναι ένα αυστηρά δομημένο συνεκτικό σύνολο. Ότι στο τέλος απομένει είναι μια ακατάτακτη συσσώρευση εικόνων και εντυπώσεων, θραύσματα στιγμών και συναισθημάτων, όπου η αληθινή εμπειρία της ζωής έχει χαθεί μέσα ωκεανό μυθοπλασιών. Ότι δηλαδή είναι και ένα όνειρο...
Δημήτρης Μπάμπας