του Mads Matthiesen
teddybe.jpg

Πορτραίτο ενός χαρακτήρα με τόνους συναισθηματικούς, δείγμα μιας κινηματογραφίας που προκρίνει την επιμέλεια στη σχεδίαση των χαρακτήρων και τη δραματική πλοκή, αυτή η ταινία από τη Δανία αφηγείται μια ιστορία απελευθέρωσης και απεξάρτησης.
Κεντρικός χαρακτήρας της ταινίας είναι ένα 38χρονος επαγγελματίας bodybuilder που ζει με την μητέρα του. Δέσμιος της συναισθηματικής εξάρτησης (κάτι μάλλον όχι και πολύ κοινό στις κοινωνίες του ευρωπαϊκού βορρά), ο ήρωας δεν έχει προσωπική ζωή. Αγωνίζεται με κάθε τρόπο να ορίσει ένα δικό του προσωπικό χώρο, να οικοδομήσει μια σχέση. Ένα ταξίδι στην Ταϊλάνδη θα είναι η αφετηρία για την επανάστασή του, για την έξοδο από το τέλμα…
Ένα πλάνο στην αρχή της ταινίας μοιάζει να συμπυκνώνει όλη την ουσία της σχέσης, αλλά και της εξάρτησης του ήρωα από την μητέρα του: ο ήρωας αγκαλιάζεται σφιχτά από την μητέρα του. Ότι εντυπωσιάζει τον θεατή σ’ αυτό το πλάνο είναι η διαφορά στα μεγέθη και τους όγκους: ο ήρωας, λόγω και της ενασχόλησης του με το bodybuilding, τεράστιος  -το ρόλο υποδύεται ο ύψους 1,93 και βάρους 140 κιλών επαγγελματίας bodybuilder Kim Kold-  ενώ η μητέρα απέναντι του μικροσκοπική. Δεν είναι όμως έτσι στην πραγματικότητα και η σχέση τους: δυναστική και αυταρχική, η μητέρα ελέγχει τη ζωή του ήρωα, δεν του αφήνει καθόλου ζωτικό χώρο. Έτσι το αίτημα για απελευθέρωση από τη μητρική παρουσία είναι πρωτίστως το αίτημα για διεκδίκηση μιας ατομικότητας.
Το κεντρικό πρόσωπο της ταινίας καθορίζεται από τον όγκο του και τις εντυπώσεις που αυτός δημιουργεί στον θεατή. Υπάρχει ένα διαρκές παράδοξο κατά την ανάπτυξη της αφήγησης: Το σωματικό μέγεθος και ο τεράστιος όγκος προδιαθέτει τον θεατή για κάποια έλλειψη ευαισθησίας, για ένα έλλειμμα συναισθηματικού τύπου. Κάτι βέβαια που δεν συμβαίνει στην πραγματικότητα, αφού ο ήρωας, πάντα ευγενικός και προσηνής, σχεδιάζεται από τη σκηνοθεσία με τόνους συναισθηματικούς. Από την άλλη, ο όγκος συνδέεται με τον ανδρισμό, τη δύναμη και την επιβολή, αλλά και εδώ αυτό που αντικρίζει ο θεατής είναι η αδυναμία και η ατολμία του ήρωα να ελέγξει την προσωπική του ζωή, να ορίσει τον ατομικό του χώρο. Αυτή αντίθεση ανάμεσα στις εντυπώσεις που προκαλεί η σωματική παρουσία του ήρωα και την πραγματική του κατάσταση αποτελεί τον πυρήνα της δραματικής πλοκής, καθορίζει όλη την ταινία: ο θεατής διαρκώς συνειδητοποιεί ότι εξαιτίας του μεγέθους και του όγκου είναι προκατειλημμένος, ότι σχηματίζει λάθος εντυπώσεις. Και γι’ αυτό, το αίτημα για απελευθέρωση του ήρωα από την μητέρα δεν είναι παρά το αίτημα ο ήρωας να υπακούσει στην εικόνα και τα στερεότυπά της, δηλαδή να ανακαλύψει τη δύναμη που του δίνει ο όγκος και το μέγεθος, να εναρμονιστεί με το σώμα του, να γίνει εντέλει ο εαυτός του.
Γραμμική στην ανάπτυξή της, η ταινία δεν συνιστά το ψυχολογικό πορτραίτο ενός προσώπου συναισθηματικά εξαρτημένου, δεν χαρτογραφεί τις περιπλοκές μιας έντονης σχέσης. Αντίθετα, καθώς επικεντρώνεται, μέσα από την οπτική του ήρωα, στη σχέση μητέρας –γιου, μοιάζει να περιγράφει με τόνους, κάποτε χιουμοριστικούς και κάποτε δραματικούς, αλλά πάντα συναισθηματικούς, μια μακρά και δύσκολη διαδικασία απογαλακτισμού και ενηλικίωσης.

Δημήτρης Μπάμπας