(Το πρόσωπο της ομίχλης)
του Sergei Loznitsa
Στην πάλαι ποτέ Σοβιετική Ένωση και στην τότε κραταιά κινηματογραφία της υπήρχε ένα «θεσμικό» κινηματογραφικό είδος: η παρτιζάνικη ταινία. Με φόντο το Β! Παγκόσμιο Πόλεμο και την εισβολή των ναζί στη χώρα, οι ταινίες που υπάκουαν στην τυπολογία αυτού του είδους, εστίαζαν στη φρίκη του πολέμου και την ηρωική αντίσταση του σοβιετικού λαού. Κορυφαίες εξαιρέσεις σ’ αυτό το είδος, δύο εμβληματικές ταινίες: Ivanovo detstvo/ Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν του Andrey Tarkovsky (Αντρέι Ταρκόφσκι) και Idi i smotri/ Έλα να Δεις του Elem Klimov (Έλεμ Κλίμοφ).
Τη βασική αντίθεση ανάμεσα στη φρίκη του πόλεμου και την αθωότητα, που χαρακτηρίζει αυτές τις ταινίες, θα βρούμε και στην ταινία V tumane/ Το πρόσωπο της ομίχλης του Sergei Loznitsa. Αφηγούμενος ένα από τα πολλά περιστατικά του «Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου» ο λευκορώσος σκηνοθέτης αναβιώνει κάτι από τη χαμένη δόξα και τιμή του σοβιετικού σινεμά.
Αφετηρία της αφήγησης είναι η εκτέλεση τριών Λευκορώσων σιδηροδρομικών, από τους ναζί, επειδή οργάνωσαν ένα «σαμποτάζ». Η δε, δομή της συγκροτείται από τα συμβάντα που ακολουθούν -δηλαδή τις προσπάθειες για τιμωρία του «προδότη» από δύο παρτιζάνους- και τρεις μεγάλης χρονικής διάρκειας αναδρομές, στις οποίες ο σκηνοθέτης αφηγείται ότι προηγήθηκε της εκτέλεσης.
Απέναντι στην ιστορία «εν τη γενέσει της» -που συνιστά το περιστατικό του απαγχονισμού των σαμποτέρ- και τις μυθολογίες που απορρέουν απ’ αυτήν, μια αιρετική στάση προκρίνεται από τον σκηνοθέτη και αυτή είναι η στάση του ήρωα. Βαθύτατα από-μυθοποιητική στην οπτική της (και γι’ αυτό ουμανιστική), η σκηνοθεσία αρνείται τα «υψηλά» ιδανικά του ηρωισμού και του πατριωτισμού: ότι υπάρχει είναι η ανθρώπινη βλακεία και η κακότητα, η εκδίκηση, το μίσος και η εθελοτυφλία. Και το αποτέλεσμα όλων των προηγούμενων δεν είναι παρά η καταστροφή και ο αφανισμός.
«Ήρωες» και «προδότες»
Τρία είναι τα κεντρικά πρόσωπα σ’ αυτήν την ταινία: Ο παρτιζάνος εκτελεστής-τιμωρός, που συλλαμβάνει τον «προδότη» (ένα πρόσωπο που υπακούει στην τυπολογία του ήρωα στο παλιό σοβιετικό σινεμά), ο βοηθός του και τέλος, ο Sushenya, ο κεντρικός χαρακτήρας γύρω από τον οποίο οικοδομείται η δραματική πλοκή, ο «προδότης». Ότι προωθεί την αφήγηση, δηλαδή το διαφιλονικούμενο ζήτημα της δραματικής πλοκής, το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί, είναι η αθωότητα ή η ενοχή του «προδότη» Sushenya. Καθώς τα τρία αυτά πρόσωπα βαδίζουν σε μια πορεία που οδηγεί στον αφανισμό τους, η σκηνοθεσία -έχοντας πάντα στο κέντρο το περιστατικό του σαμποτάζ-, επιχειρώντας να απαντήσει στο ζήτημα της ενοχής ή της αθωότητας, σχεδιάζει καταρχήν τα πορτραίτα τους. Ο άξονας γύρω από τον οποίο οργανώνεται η σχεδίαση του κάθε πορτραίτου είναι το ζήτημα του πολέμου και της «πατριωτικής» στάσης, αλλά και το ζήτημα του ηρωισμού. Τα τρία κεντρικά πρόσωπα συνιστούν και τρεις βασικούς «τύπους» στάσεων απέναντι στον πόλεμο και τη βία: ο «ήρωας», ο «δειλός», ο «προδότης». Η χρήση των εισαγωγικών στην περιγραφή της τυπολογία των χαρακτήρων υπονοεί τις ανατροπές στη σχεδίαση των χαρακτήρων, που επιχειρεί η σκηνοθεσία.
Από τα τρία πρόσωπα αυτό που, στο τέλος, αναδύεται και υπερισχύει όλων των άλλων, είναι το πρόσωπο του «καλού καγαθού» Sushenya. Ο ορθός λόγος, η ψυχραιμία και η γαλήνη, ο ανθρωπισμός του βρίσκονται στον αντίποδα της δύσκολης εποχής του: αυτό που απαιτούν οι καιροί και οι περιστάσεις είναι η συμμόρφωση και όχι ανυπακοή. Είναι ο Sushenya ένας χαρκτήρας χριστολογικός, ένα πρόσωπο που «ως πρόβατον επί σφαγήν άγεται», αίροντας τις αμαρτίες όλων, βαδίζοντας αγγόγυστα το δρόμο των παθών και του μαρτυρίου.
Διαδραματιζόμενη με φόντο το δάσος –τον τέταρτο «κρυφό» χαρακτήρα της ταινίας- η δραματική πλοκή θα κορυφωθεί στην τελική της σκηνή ως μια αληθινή τραγωδία. Είναι ο χώρος που ξαφνικά έρχεται στο προσκήνιο, που μοιάζει να αποκτά υπόσταση και να επιβάλλεται πάνω στα πρόσωπα και την ιστορία: οι ήχοι που γίνονται τώρα περισσότερο από ποτέ αισθητοί από τον θεατή και η ομίχλη που περικυκλώνει και απομονώνει τα πρόσωπα από τον περίγυρο τους. Υπάρχει μια τραγική ειρωνεία στην κατάληξη της αφήγησης: Ο ήρωας, αληθινά αθώος του αίματος, ελεύθερος πλέον, για πρώτη φορά, από τους διώκτες του είναι τώρα δέσμιος αυτής της ομίχλης.
Γι’ αυτόν, λοιπόν, τον «καλό καγαθό» άνθρωπο δεν υπάρχει καμμία σωτηρία; καμμία ελπίδα; κανένας τόπος να σταθεί;
Το πρόσωπο της ομίχλης -ή της μοίρας;- μοιάζει αποτρόπαιο και τρομακτικό...
Δημήτρης Μπάμπας