(Η πράξη του φόνου)
του Joshua Oppenheimer
Το φόντο σ’ αυτήν την ταινία ντοκιμαντέρ είναι σίγουρα τρομακτικό και ανατριχιαστικό: η σφαγή εκατοντάδων χιλιάδων αντιφρονούντων –πιο συγκεκριμένα κομμουνιστών, διανοούμενων, και κινεζικής καταγωγής πολιτών- από παρακρατικές συμμορίες μέσα σε διάστημα ενός χρόνου, αμέσως μετά τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας από τον Suharto, το 1965, στην Ινδονησία.
Η ταινία ανήκει στο κινηματογραφικό είδος του «making of»: Η αφηγηματική γραμμή της συγκροτείται από τις δραστηριότητες -γυρίσματα αλλά και έρευνα- γύρω από τη δημιουργία μιας ταινίας μυθοπλασίας από τον ίδιο σκηνοθέτη, με θέμα τη δράση του Anwar Congo, ενός διαβόητου εκτελεστή. Η ιδιαιτερότητα της υπό διαμόρφωση ταινίας έγκειται στο γεγονός της ενεργού συμμετοχής του Anwar Congo, αυτοπροσώπως: θα υποδυθεί στην ταινία τον εαυτό του και θα αναπαραστήσει τις αποτρόπαιες πράξεις του.
Η αφετηρία στη σύνθεση, αυτού του πλούσιου στη δομή, του ντοκιμαντέρ είναι καταρχήν η έρευνα- χαρτογράφηση τόσο των τραγικών γεγονότων μιας εποχής, όσο και ενός στρατοπέδου, αυτού των κατεχόντων την εξουσία, και των βίαιων πρακτικών τους: γκάνγκστερ της γειτονιάς, δημοσιογράφοι και μεγαλοεκδότες, μέλη παραστρατιωτικών οργανώσεων, υπουργοί. Η έκταση της σφαγής δίνει μια ένδειξη για την ευρεία βάση του δικτατορικού καθεστώτος και την, όσο παράδοξο και αν ακούγεται, λαϊκή νομιμοποίηση του. Όχι όμως και της ηθικής του, αφού οι βίαιες πρακτικές του αντίστοιχο έχουν μόνο τη χιτλερική «Τελική Λύση» και τη γενοκτονία των Τούτσι από τους Χούτου στη Ρουάντα. Ενώ η ηθική απαξία -πασιφανής από τις πρώτες εικόνες- των συμμετεχόντων στη σφαγή είναι κάτι που αμέσως καταλαμβάνει το κέντρο της δραματικής πλοκής, και παραμένει διαρκώς εκεί.
Το δεύτερο στοιχείο στη σύνθεση του ντοκιμαντέρ είναι η κατασκευή του πορτραίτου του 70αρη σήμερα δολοφόνου Anwar Congo: αφηγήσεις από τη νεότητα, η οικειότητα των φίλων, τα εγγόνια κ.λπ. Αν και εδώ αυτό που έχουμε είναι καταρχήν ο εξανθρωπισμός του Κακού, ωστόσο η αφήγηση το υπερβαίνει: καταγράφει μια σημαντική ηθική και συναισθηματική μεταβολή αυτού προσώπου. Στην αρχή, ότι διακρίνει κανείς είναι έναν δολοφόνο, ο οποίος, παρά την ηθική απαξία των πράξεων του, διάγει ένα βίο αδιατάρακτο από τύψεις και ενοχές. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και στο τέλος: η συναίσθηση των ενοχών για τις πράξεις του γίνεται συντριπτική.
Η πορεία προς την αυτογνωσία, που το ντοκιμαντέρ καταγράφει, γίνεται δυνατή μόνο χάρις στον κινηματογράφο. Εξάλλου, η ίδια η προσωπικότητα του Anwar Congo, αλλά και η δράση του καθορίστηκε απ’ αυτόν. Μοντέλο και πρότυπο για τις πράξεις του υπήρξαν οι γκάνγκστερ, όπως τους απεικόνισε το αμερικάνικο σινεμά: μια συχνή αναφορά στο ντοκιμαντέρ είναι ότι ο preman, η ινδονησιακή λέξη για τους γκάνγκστερ σημαίνει «free man» (ελεύθερος). Γι’ αυτό λοιπόν, και πάντα υπό την επήρεια της κινηματογραφικής μαγείας, είναι η πράξη του κινηματογράφου -η διαδικασία της δημιουργίας της ταινίας που γυρίζεται (και μάλλον ποτέ δεν θα δούμε), αλλά και της ταινίας-ντοκιμαντέρ που ήδη βλέπουμε, που θα ωθήσουν με τρόπο αδιόρατο τον Anwar Congo στην αναγνώριση του αποτρόπαιου των πράξεων και τη μετάνοια. Αφηγήσεις δολοφονιών και βασανιστηρίων, αναπαραστάσεις από όνειρα και εφιάλτες, σκηνές από τα γυρίσματα, τελετουργίες, ρόλος και πραγματικότητα: όλα μπερδεύονται και συσσωρεύονται. Είναι όμως η τελευταία αναπαράσταση βασανιστηρίων και φόνων, που κρύβει μια αλλαγή στους ρόλους: ο Anwar Congo υποδύεται το θύμα και όχι τον θύτη. Και είναι αυτή ακριβώς η τοποθέτησή του στη θέση του θύματος που τού επιτρέπει να βιώσει στην πλήρη έκταση τους, τα πάθη των θυμάτων του. Μόνο όταν δει, εκ των υστέρων, ο Anwar Congo, ως θεατής, στην οθόνη, τον εαυτό του να υποδύεται το θύμα, μόνο τότε όλα θα γίνουν σαφή και καθαρά.
Κατά μια έννοια, και παραφράζοντας το ναζιστικό «Arbeit macht frei», τελικά ο κινηματογράφος απελευθερώνει...
Δημήτρης Μπάμπας