Βασισμένη στο πασίγνωστο παραμύθι των αδελφών Grimm, η ταινία είναι μια συναρπαστική αναβίωση των μελοδραμάτων της εποχής του βωβού κινηματογράφου.
Αφηγείται την ιστορία μιας νεαρής κοπέλας, η οποία λόγω μιας ατυχούς συγκυρίας γεγονότων, μένει ορφανή και χωρίς πατρική προστασία. Κακοποιείται από την μητριά της, αλλά καταφέρνει να γνωρίσει την επιτυχία ως ταυρομάχος. Ο φθόνος όμως που προκαλεί η επιτυχία της θα οδηγήσει την ιστορία στην τραγική της κορύφωση…
Εντασσόμενη στην πρόσφατη τάση για επιστροφή στις απαρχές του κινηματογράφου, για αναβίωση της αισθητικής του βωβού -των αισθητικών μέσων και των αφηγηματικών τρόπων-, η ταινία αξιοποιεί μια πλούσια, σε σημασίες και ερμηνείες, πρώτη ύλη -το γερμανικό παραμύθι «Η Χιονάτη και οι 7 νάνοι» που οι αδελφοί Grimm κατέγραψαν το 1812- εντάσσοντας τη στην πολιτιστική παράδοση της Ιβηρικής χερσονήσου. Τοποθετημένη χρονικά τη δεκαετία του 1920, την εποχή της ακμής του βωβού, η διασκευή του Pablo Berger είναι πιστή στους τρόπους και τα μέσα του βωβού -χρησιμοποιεί έως και το φόρμα των 4:3. Ως προς τη δραματουργική διαχείριση του μύθου, και πέραν των όποιων τοπικών ιδιαιτεροτήτων, ο σκηνοθέτης επιλέγει να υπερτονίσει τα ενυπάρχοντα μελοδραματικά στοιχεία του αρχικού μύθου -όπως ο προφανής μανιχαϊσμός στη σχεδίαση των χαρακτήρων-, κάτι που εντάσσει την ταινία στο είδος των κινηματογραφικών μελοδραμάτων.
Κεντρικό στοιχείο σ’ αυτήν την αναβίωση είναι η χρήση του μοντάζ, ως κύριου εκφραστικού μέσου, ιδιαίτερα στις σκηνές της δραματικής κορύφωσης, όπου οι αναφορές στην πλούσια παράδοση του βωβού –π.χ. Sergei Eisenstein- είναι απροκάλυπτες. Πέραν όμως της προτεραιότητας που δίνεται στη συναρμογή των πλάνων, είναι κυρίως η χρήση της μουσικής που ενορχηστρώνει το δράμα και την ανέλιξή του: επιβάλλει τον (αφηγηματικό) ρυθμό και τον (συναισθηματικό) τόνο. Η μουσική, κυρίως του Alfonso Vilallonga, πλούσια σε χρώματα, φόρμες και σε στυλ, εκτείνεται σε μια ευρεία περιοχή –μεγάλη ορχήστρα, μουσική δωματίου, αλλά και μουσική φλαμένκο- και είναι αυτή η ποικιλομορφία της που της δίνει αυτήν τη δύναμη να επιβάλλει στον θεατή τις διακύμανσεις συναισθημάτων που χαρακτηρίζει τη δραματουργία του μελοδράματος.
Πέραν όμως των όσων αφορούν τη φόρμα, το ενδιαφέρον σ' αυτήν την ταινία βρίσκεται στη ίδια τη διασκευή του μύθου. Η ηρωίδα Carmen -στο ρόλο η Macarena García- μοιάζει να είναι παγιδευμένη σ' ένα πυκνό ιστό, που το θέαμα και ο μύθος, έχει υφάνει γύρω της. Η αφετηρία της αφήγησης διαδραματίζεται στην σκηνή του θεάματος: η αρένα των ταυρομαχιών -του πιο τυπικού θεάματος της ιβηρικής χερσονήσου- γίνεται η σκηνή του οικογενειακού και προσωπικού της δράματος. Η σχέση με τον απόμακρο (και αδύναμο) σταρ πατέρα στιγματίζεται από το θέαμα (των ταυρομαχιών). Ενώ και η ίδια μοιάζει να υποκύπτει στην απατηλή γοητεία του θεάματος: ναρκισεύεται όταν βρίσκεται στο κέντρο της προσοχής. Η δε πρόκληση του φθόνου -που όπως αποδεικνυεται είναι μοιραία για την ηρωίδα- συμβαίνει όταν η ίδια γνωρίζει την αποθέωση ως σταρ του θεάματος.
Στη μελαγχολική αποκορύφωση του δράματος, η ηρωίδα, δέσμια του παρωνύμιου της (Χιονάτη) αλλά και του ίδιου καταγωγικού μύθου της ταινίας –του παραμυθιού- θα εγκλεισθεί στο γυάλινο φέρετρο και θα γίνει θέαμα στα πανηγύρια. Με μόνο σύντροφο τον ερωτευμένο νάνο-ταυρομάχο, η ηρωίδα αυτή δεν θα γνωρίσει ποτέ την απελευθέρωση από τα δεσμά του θεάματος.
Το δάκρυ της, στο τέλος, είναι μια πικρή υπογράμμιση της δύναμης επιβολής που κάθε μύθος έχει…
Δημήτρης Μπάμπας