του Marius Holst
(οι δηλώσεις του σκηνοθέτη)
Πριν από 14 περίπου χρόνια γνώρισα έναν άνδρα, ο οποίος, όταν ήταν έφηβος, έζησε για ένα μεγάλο διάστημα στη νήσο Bastøy βιώνοντας στο πετσί του όλη αυτή τη σκληρότητα. Οι οδυνηρές αναμνήσεις του με ενέπνευσαν να μάθω όσα μπορούσα περισσότερα γύρω από το περιβόητο αυτό σωφρονιστικό ίδρυμα. Κάποια στιγμή ωρίμασε στο μυαλό μου η ιδέα πως η τραγική ιστορία αυτών των αγοριών άξιζε να βγει προς τα έξω, για να λάβει την αναγνώριση που της αρμόζει.
Η ταινία αποτελεί κατά βάση μια διαχρονική ιστορία παραλογισμού, καταπίεσης και ανταρσίας. Παράλληλα, όμως, ανιχνεύει το κακό που “φωλιάζει” σε ιδρύματα αποκομμένα από τον υπόλοιπο κόσμο, εξετάζοντας το πόσο εύκολα μπορεί να χαθεί ο έλεγχος, όταν εκείνοι που θέτουν τους κανόνες καταφεύγουν σε κατάχρηση εξουσίας.
Πρόκειται για ένα από τα πλέον σκοτεινά κεφάλαια της σύγχρονης νορβηγικής ιστορίας, καθώς μια ισχυρή στρατιωτική δύναμη χρειάστηκε να επέμβει προκειμένου να καταστείλει την ανταρσία μιας ομάδας ανήλικων αγοριών. Αυτό το – σχετικά άγνωστο στο ευρύ κοινό – συμβάν ήταν αρκετό για να με βοηθήσει να προσδώσω στην ταινία έναν επικό χαρακτήρα, συνδυάζοντας όλη εκείνη τη δράση και την αγωνία που προσφέρει η επίπονη προσπάθεια των αγοριών να αποδράσουν προς την ελευθερία, με την οικειότητα που εξασφαλίζει η λεπτομερής καταγραφή των αναμεταξύ τους σχέσεων, κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού τους στο ίδρυμα.
Ο θρύλος της νήσου Bastøy και των όσων αποτρόπαιων συνέβησαν εκεί στην αυγή του 20ου αιώνα, με είχε στοιχειώσει για πολλά χρόνια. Ένιωθα πως είχα αναλάβει μια “ιερή” αποστολή απέναντί σε αυτά τα ανεπιθύμητα αγόρια, που η μοίρα τους έπαιξε ένα τόσο άσχημο παιχνίδι. Και αυτός είναι τελικά ο βασικός λόγος για τον οποίο γύρισα το “Βασιλιάς σε μια Κόλαση”.
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)