(Erasing Frank)
του Gábor Fabricius
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2122_erasing-frank.jpg

"Ό,τι μπορεί γενικά να ειπωθεί, μπορεί να ειπωθεί με σαφήνεια και για όσα δε μπορεί να μιλάει κανείς, για αυτά πρέπει να σωπαίνει."
Wittgenstein Ludwig

O Frank , τραγουδιστής της πανκ μουσικής στην κομμουνιστική Ουγγαρία των αρχών του 1980, παραφράζει τη ρήση του φιλοσόφου αντικαθιστώντας τον λόγο με  το απεγνωσμένο ουρλιαχτό. Στο βυθισμένο στο μαύρο εισαγωγικό προοίμιο της ταινίας συστήνεται στο κοινό του με τους ερεβώδεις ήχους και τη βαθιά φωνή του, αφήνοντας εξαρχής το στίγμα του. Ό,τι ακολουθεί είναι η εφιαλτική και δαιδαλώδης  περιπλάνηση στα αγχωτικά μονοπάτια ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος και ενός σκοτεινιασμένου μυαλού, που πέρα από τη σθεναρή στάση άρνησης και οργισμένης αντίστασης στο ισχύον σύστημα και κάποιες νύξεις πατρικής εγκατάλειψης, δε μας αποκαλύπτεται ουσιαστικά ποτέ.  
Από τη συναυλιακή σκηνή στο αστυνομικό τμήμα κι από εκεί στην ψυχιατρική κλινική, από τους θαλάμους ψυχασθενών και πολιτικά αντιφρονούντων στις μυστικές συναντήσεις διανοούμενων (όπου επικρατεί ανάλογη παράνοια και καχυποψία), από τα κρατικά ραδιοφωνικά στούντιο ηχογράφησης στα γραφεία πολιτιστικών υποθέσεων, ο ήρωας κινείται με βλέμμα υπνωτισμένο. Στην πραγματικότητα άγεται και φέρεται, άλλοτε σηκωτός, άλλοτε με πλαστά έγγραφα και τη βοήθεια ισχυρών φίλων. Πάντα ωστόσο το ίδιο μόνος, ενάντιος σε συνεργασίες και συμβιβασμούς. Επιφυλακτικός και καχύποπτος ο Frank αρνείται δελεαστικές προτάσεις εξαγοράς από πολιτικούς προπαγάνδας, ενώ ταυτόχρονα απορρίπτει και τις «διευκολύνσεις» αυτομόλησης στη δύση.  Μοναδική του σύμπλευση αυτή με μία κατατονική κοπέλα, τρόφιμο του ψυχιατρείου και «αδελφή ψυχή». Τα όρια λογικής και παράνοιας τίθενται εσκεμμένα υπό αμφισβήτηση κι όταν εντέλει όλες οι απόπειρες καταστολής  του αποτυγχάνουν, μοναδική λύση  η αντιμετώπιση του ήρωα ως πραγματικού ψυχασθενούς, η οριστική και αμετάκλητη διαγραφή του.
Ασπρόμαυρη δυστοπική απεικόνιση μιας εποχής αλλά και ενός άχρονου οργουελικού κόσμου που παραμένει τραγικά επίκαιρος,-οι αναφορές στο Μεγάλο Αδελφό του γνωστού μυθιστορήματος είναι εξάλλου αρκετές- η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Gábor Fabricius συνιστά παρά την αφηγηματική της απλότητα μια συναρπαστικά εναλλασσόμενη τοπογραφία του τρόμου. Υιοθετώντας την οπτική του κεντρικού της ήρωα, τον οποίο ακολουθεί διαρκώς εκ του σύνεγγυς και με την κάμερα στο χέρι, η ταινία αποτυπώνει με τεταμένη διάθεση  ένα θολό, συχνά δυσδιάκριτο οδοιπορικό, μια ζοφερή καταβύθιση στα σκοτεινά  συστήματα του ελέγχου και της χειραγώγησης.  
Η ταινία που στον τρόπο κινηματογράφησης θυμίζει  τον «Γιο του Σαούλ» του László Nemes – ρυθμοί ασθματικοί, κάμερα κοντά στο πρόσωπο, συγκεχυμένο ή θολό φόντο, ηχητικό background που συμπληρώνει τη δράση- κινείται ωστόσο σε περισσότερα περιβάλλοντα, εξίσου χαοτικά αλλά λιγότερο φρικιαστικά από αυτά   του Nemes. Με μια εμμονή στους ψυχιατρικούς χώρους ο  Fabricius , μας παραδίδει μια φυσιογνωμία λιγότερο εμβληματική αλλά το ίδιο εμμονοληπτική με αυτήν του Σαούλ. Ένα σκαιό πορτρέτο της Ουγγαρίας του 1980,  μια παραληρηματική απεικόνιση της νεανικής εξέγερσης και απελπισίας.

της Καλλιόπης Πουτούρογλου