της Julia Ducournau
(γράφει ο Σωτήρης Ζήκος)
Λοιπόν, έχουμε και λέμε:
Η Αλεξιά, όταν ήταν παιδί χρειάστηκε να υποβληθεί σε μια εγχείρηση μετά από ένα αυτοκινητικό ατύχημα, όπου της φυτέψαν ένα μέταλλο (τιτάνιο, απ' όπου κι ο τίτλος της ταινίας) στο κρανίο της εφ' όρου ζωής, εξαιτίας του οποίου θα αναπτύξει και μια ανεξήγητη έλξη προς τα αυτοκίνητα.
Όταν θα μεγαλώσει (θα γίνει 32 χρονών), θα τη βρούμε να χορεύει σαν στρίπερ σε μια μάντρα με γρήγορα αυτοκίνητα, ανάμεσα σε άντρες που παρτάρουν και την ποθούν, αλλά αυτή δεν τους αντέχει. Ένα βράδυ θα λάβει το ερωτικό κάλεσμα ενός αυτοκινήτου και θα κάνει θεϊκό σεξ μαζί του και θα μείνει έγκυος από αυτό, κι έτσι, καθώς θα φουσκώνει η κοιλιά της, θα αρχίσει να βγάζει από τον κόλπο της μαύρα υπολείμματα εξάτμισης. Θα συμβούν κι άλλα πολλά τρελά και άγρια φονικά, αλλά το κέντρο βάρους είναι αυτό: εγκυμονείται ένα πλάσμα υβριδικό, εκ της μητρός ανθρώπινο και εκ του πατρός μεταλλικό. Και για όλα αυτά φταίει το τιτάνιο!
(Όποιος έχει δει το “Tetsuo: The Iron Man” του Shinya Tsukamoto μια ιαπωνική ταινία του 1989, ίσως θα είναι πιο εξοικειωμένος.)
Μιλάμε τώρα για το Χρυσό Φοίνικα στο 74ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών.
Το να ξεκινάς με μια αρχική πλοκή που δεν την αποτελεί παρά μια συρραφή κλισέ από διάφορα είδη, ολίγον πορνο-γραφικό, ολίγον θρίλερ, ολίγον πανκ κόμικ, ολίγον σπλάτεριά, ολίγον sci fi, ολίγον μαύρο χιούμορ, ολίγον serial killer, ολίγον επιρροή από Κρόνενμπερκ, ολίγον από σωματική παραμόρφωση που κυοφορεί ένα έμβρυο αιχμηρό και αρκετή δραματική παράνοια (πατέρας που επιμένει ότι κουρεμένη Αλεξιά με την σπασμένη μύτη είναι χαμένος του γιός, ακόμη και όταν ανακαλύπτει ότι αυτός ο “γιός” έχει βυζιά)... και ωστόσο καταφέρνεις να της φορέσεις (της πλοκής) μια ομοιογενή φόρμα “προχωρημένης” και “φωτοβολημένης” αισθητικής που θα κάνει πολλούς να τα πάρουν όλα αυτά τα υπερβολικά στα σοβαρά και να εντοπίσουν κάποιους επίκαιρους σημασιοδοτικούς συσχετισμούς (έμφυλες ταυτότητες κλπ), σίγουρα πρόκειται για επίτευγμα. Αν μη τι άλλο, σαν ένας αυτοαναφορικός (ακούσια ή εκούσια) σαρκασμός απέναντι στα νέα “καλλιτεχνικά” κριτήρια αξιολόγησης που είναι της μόδας και επικρατούν ακόμη και σε μεγάλα φεστιβάλ. Ω λαλάααα!