της Αγγελική Αντωνίου
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1920_oi-agnostoi-athinaioi.jpg

Οι Άγνωστοι Αθηναίοι, λέει η Αγγελική Αντωνίου, ξεκίνησαν από μια απορία: πώς καταφέρνουν οι αδέσποτοι σκύλοι να επιβιώνουν σε μια τόσο χαοτική μεγαλούπολη όπως η Αθήνα. Η απάντηση δίνεται μέσα από ένα πενταετές οδοιπορικό σ’ ένα κόσμο άγνωστο στους πολλούς, που δεν περιλαμβάνει μόνο τους τετράποδους ήρωες-περιπλανητές, αλλά και τους αθέατους σωτήρες-φροντιστές τους και τη σχέση που αναπτύσσουν μαζί στο μεταβαλλόμενο αθηναϊκό κέντρο. Είναι ένας τρόπος ζωής που τείνει να εκλείψει, μιας και οι σύγχρονες μητροπόλεις έχουν καταχωρήσει την ελεύθερη μετακίνηση ως δικαίωμα αποκλειστικά ανθρώπινο -τα ζώα οφείλουν ν’ αρκεστούν στην ασφάλειά τους.
Στην Αθήνα, ωστόσο, η άποψη ότι πολιτισμός σημαίνει συνύπαρξη υπάρχει ακόμα στη συλλογική συνείδηση, ως απόηχος ενός παρελθόντος που συχνά ωθεί τους ανθρώπους να προσπαθούν να σταθούν ανάχωμα στη σκληρότητα του μετανεωτερικού χρόνου που συρρικνώνει τη ζωή στο παρόν και πλαταίνει τις λεωφόρους τόσο πολύ, ώστε να μην μπορεί ένας σκύλος μ’ ασφάλεια να τις περάσει.
Χωρίς ηττοπάθεια, αλλά με τρυφερότητα, η Αντωνίου αποτυπώνει τις αλλαγές στον αστικό ιστό, ακολουθώντας με την κάμερά της σε χαμηλή θέση τις «αδέσποτες» διαδρομές και κάνοντάς μας κοινωνούς μιας σχέσης που προσφέρει στην κάθε πλευρά αυτό που χρειάζεται – τροφή και νόημα – εξίσου δυσεύρετα και τα δυό τους. Κάποιοι φροντιστές περνούν κι οι ίδιοι δύσκολα. Ίσως επειδή πέσαμε στα χαμηλά, λέει κάποιος απ’ αυτούς, μπορούμε να καταλάβουμε την ανάγκη των ζώων για ελευθερία. Άλλοι πάλι έχουν δουλειές κι οικογένειες, νιώθουν, όμως, την ίδια ανάγκη να έχουν τ’ αδέσποτα στο κέντρο της ζωής τους. Εκτός από χρόνο και χρήματα, τους προσφέρουν και τη φωνή τους, καταξιώνοντάς τα με τις αφηγήσεις τους ως μέρος της ιστορίας της πόλης. Ο Γλύκας, ο Θρύλος, η Μπέτυ, η Φωτούλα, ο Κωνσταντίνος, ο Ορφέας, ο Διονύσης, ο Μάρκος, ο Προκόπης και πολλοί άλλοι, αποκτούν όνομα και υπόσταση χάρη στους τροβαδούρους-αφηγητές τους. Δεν τους ξεχνούν, ούτε όταν χάνουν την ελευθερία τους, όπως ο Άρης που φυλακίστηκε στο Δήμο για δύο χρόνια άδικα κι εξαιτίας ενός καπρίτσιου μπορεί να στερηθεί την ελευθερία του και πάλι. Η εικόνα του κοσμεί την αφίσα της ταινίας, ίσως επειδή στο πρόσωπό του συμπυκνώνεται η έλλειψη δικαιοσύνης της σύγχρονης, αστικής πραγματικότητας – οι δυνατοί δεν νιώθουν πια υποχρεωμένοι ν’ ανεχτούν στο χώρο τους την ύπαρξη των αδύναμων άλλων. Είναι μια στάση ενδεικτική της μετακίνησης του αστικού ορίου προς τη μεριά του περιορισμού – ο ουρανός της πόλης είναι ακόμα ελεύθερος, αλλά οι δρόμοι της είναι υπό διαπραγμάτευση και πάλι. Η ρευστότητα της ελευθερίας στον αστικό χώρο είναι ένα θέμα που απασχολεί διαχρονικά το σινεμά – από τον Αντονιόνι ως το Μορέτι κι από το Βούλγαρη ως το Γιάνναρη, η περιπλάνηση του ήρωα δεικνύει κι ένα όριο ελευθερίας. Οι Άγνωστοι Αθηναίοι είναι κι αυτοί μια ταινία περιπλάνησης, που ακολουθεί την εξέλιξη της ίδιας της Αθήνας, ένα «γράμμα αγάπης» από την Αντωνίου προς τη γενέθλια πόλη της, εκεί όπου πέρασε τα νιάτα της πριν φύγει για τη Γερμανία.
Αν η απώλεια της νοσταλγίας για τη χαμένη αφήγηση είναι ο κανόνας της μετανεωτερικής μεγαλούπολης, υπάρχει κάτι ηρωικό και βαθιά συγκινητικό στον τρόπο που οι υπερασπιστές των αδέσποτων προσπαθούν με τις αφηγήσεις τους να επαναφέρουν τον Ιστορικό χρόνο στη μνήμη μας, δημιουργώντας μας σκέψεις και συναισθήματα που θα μας βγάλουν απ’ την καθαγιασμένη ουδετερότητα και θα μας κάνουν να ρωτήσουμε· «τελικά τι έγινε με τον Άρη;»