του Μελέτη Μοίρα
(η κριτική της Ελίζας Σικαλοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1920_babel-from-silence-to-the-explosion-2.jpg

Βησιγότθοι, Άβαροι, Βίκινγκς, Εγγλέζοι αποικιοκράτες, Λουδοβίκοι! Σκονισμένα πεδία μάχης της Ιστορίας, πρωταγωνιστές της εγελιανής φάρσας, πολεμικές γκραβούρες υψηλής αισθητικής χύνουν τα αιματηρά χρώματα και τα ιζήματά τους στα ποτάμια που εκβάλλουν στην αντιστεκόμενη άλλη πλευρά, συγκρατώντας τα νοήματά τους μέσα σε ένα ενιαίο σύνθημα που σκαρώνεται στο έσχατο οχυρό της πολιτικής ανάλυσης: Δεν είναι ο τελευταίος τόμος μιας κριτικής θεωρίας, αλλά το ασπρόμαυρο σκιτσάκι στη μεγάλη βινιέτα της κωμικής ανατροπής.
Σαν τον Κήπο των Επίγειων Απολαύσεων του Ιερώνυμου Μπος, το μεγάλο τρίπτυχο της δημιουργίας κόμιξ ήδη από τη δεκαετία του ’70 άνθιζε στην Ευρώπη και, βαθμιαία, γεννούσε αξεπέραστα ταλέντα. Χίμαιρες, μνημεία νερού, αινίγματα και ηδονιστικές εξεικονίσεις στο απόγειο μιας ανέμελης γήινης βιωμένης εμπειρίας αποτελούν τα  ανάλογα των παραστάσεων των μεγάλων δημιουργών κόμιξ του εξωτερικού. Στο κέντρο δεξιά, διάσπαρτα μικρά ζώα,  πλάσματα υδρόβια, θυμίζουν το μελαγχολικό, ανατρεπτικό και γκροτέσκο ύφος του Quino. Όμορφες, φιλήδονες γυναίκες αποπνέουν κάτι από το γήινο αισθησιασμό του Manara και τη δυναμική σεξουαλική αισθητική του Baldazzini. Κεντρικά κάτω, γυμνοί που επιδίδονται σε ομαδικά όργια μέσα σε ώριμα φρούτα καλούν το Μεγάλο Ρεμάλι του Reiser να εκπληρώσει τον εαυτό του. Κάνοντας ένα βήμα πίσω, σύνολη η εικόνα μάς παραδίδει γλυκά κάτι από τη ζαχαρωτή, απόκοσμη ατμόσφαιρα της Πόλης που δεν υπήρξε του Bilal, με τα υποβλητικά σκίτσα του Christin. Κι, όμως, κάτι μάς διέφυγε… Κάτω δεξιά, στο έσχατο καζάνι της Κόλασης, ένας αλλοτινός αξιωματούχος του Τέρμα η Αυτολογοκρισία, Είμαι ένας Μαλάκας του Altan, ξαπλώνει μπρούμυτα για να μπορούν οι αμαρτωλοί μουσικοί να παίξουν το κομμάτι με παρτιτούρα τα μικρά του οπίσθια! (*)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1920_babel-from-silence-to-the-explosion.jpg
Σε “τροπικό” πολιτικό κλίμα βουτηγμένο στην ετερογένεια, ιδιοφυείς φωνές απ’ όλη την Ελλάδα της δεκαετίας του ’80 έβαλαν φωτιά στα μολύβια. Ζωγράφοι και κομίστες πλαισίωσαν το περιοδικό Βαβέλ, ένα ανεξάρτητο έντυπο, ακέραιο απ’ την αρχή μέχρι το πρόσφατο τέλος του, ιδρύοντας μια ιδιόμορφη, δημιουργική «κομμούνα χωρίς προσυμφωνημένες βασικές αρχές, όπου ήταν όλα υπόρρητα». Εμπνευσμένο από περιοδικά κόμιξ που ήδη μεσουρανούσαν στην Ιταλία, όπως το Linus και το Frigidaire, η Βαβέλ ανύψωσε μια γροθιά στη μεταπολίτευση, πετυχαίνοντας μέσα σε 27 χρονια να εκδώσει 246 τεύχη. Σπουδαία δημιουργικά μυαλά φιλοξενήθηκαν στις σελίδες του περιοδικού, ανάμεσά τους ο Αρκάς, ο τεράστιος Ιωάννου ή ο Στάθης. Ανάμεσα στα τοπικά φανζίν, τα εξίσου σημαντικά έντυπα του Αντί, του Σχολιαστή και του Παρά Πέντε, η Βαβέλ χρωμάτισε ένα περιβάλλον όπου προωθούνταν οι κοινωνικές ελευθερίες και στηλιτεύονταν ο μικροαστισμός, ο καταναλωτισμός και η συγκαλυμμένη σεμνοτυφία της ελληνικής κοινωνίας, σκιαγραφώντας την εικόνα, με τα λόγια της Νίκης Τζούδα, συνιδρύτριας του περιοδικού, «μιας μητροπολιτικής πραγματικότητας που αντανακλάται».
Σήμερα ακόμη, κάθε νέα σελίδα διανοίγει μια όαση γέλιου, φάρμακο για την ξηροστομία του δημόσιου λόγου, με μικρά στριπ ή κόμιξ-αποσπάσματα σε συνέχειες όπως το θεϊκό Μακάο του Αλτάν. Ταυτισμένο με την αντικουλτούρα από πεποίθηση, η Βαβέλ στήριξε τη φθηνή αλλά εξελίξιμη τέχνη του κόμιξ σε όλες του τις εικαστικές δυνατότητες και εκφράσεις, από τις πιο ναΐφ ως τις πιο ραφιναρισμένες. Αυτό το χάρτινο θρύλο των ανατατικών κινήσεων του γέλιου και της ελευθερίας αναδεικνύει το ντοκιμαντέρ «Βαβέλ, από τη σιωπή στην έκρηξη», καδράροντας μια πληθώρα συντελεστών του περιοδικού που νοσταλγούν και περιγράφουν το υλικό και τις επιδιώξεις τους. Η συλλογική δουλειά, το συνεργατικό πνεύμα και η απόλυτη ανεκτικότητα και ο σεβασμός στην προσωπική δημιουργική πρωτοβουλία είναι πρόδηλα στην επιμελημένη και ατόφια παρουσίαση κάθε τεύχους στο οποίο συνυπάρχουν τέλεια η αυθόρμητη, diy μορφολογία και η τρυφερή προσήλωση στη λεπτομέρεια. Σε κάθε συνέντευξη, οι δημιουργοί φαίνεται να δυσκολεύονται να αποδώσουν με λόγια το βαθύ φαινόμενο της Βαβέλ, την κρυφή συνενοχή μιας φιλίας των ατόμων που ερωτεύτηκαν τη σημειολογία του κόμικ και, την κατάλληλη στιγμή, άδραξαν τη λαϊκότητά του για να το διαδώσουν σε όλους μας. Από το αφετηριακό σημείο ενός ψιθύρου μερικών αποκηρυγμένων ταλέντων στην Ιταλία, μέχρι τον κώδικα επικοινωνίας μιας παρέας, το κόμικ ως δριμύ, ελλειπτικό σχόλιο πήρε εθνική διάσταση και πέτυχε έναν απροσδόκητο στόχο: να αρθρώσει ένα στέρεο καταφατικό λόγο στο πεδίο των καθημερινών αντιστάσεων.
Έτσι, η διασπορά των ιστορικών λαών της Βαβέλ με τις αποχαλινωμένες γλώσσες τους, παρελαύνει με νέο περιεχόμενο έξω απ’ τη λαϊκή παράδοση της Γένεσης και υπερβαίνει την ερμηνεία της ανθρώπινης υπέρβασης ως αξιόποινης. Ο Θεός του Αλτάν αναθέτει στον Τρίνο την κοσμογονία, ο οποίος, με τα αθώα υλικά της ανθρώπινης νόησης, θα ζωγραφίσει τα όμορφα δίπλα στα σκατά και τις κατσαρίδες. Αυτές τις τελευταίες ακριβώς που περπατάνε τον Κολόμπο και όλους τους αποκρουστικούς  πολιτικούς ήρωες των άλλων κόμιξ του και αποπνέουν μια χαρούμενη δυσωδία! Η δημιουργία δεν τελείωσε ποτέ!!

*Στο πάνθεον των προηγούμενων είναι αξιοσημείωτοι και οι: Pazienza, Lauzier, Moebius, Copi, Tardi, Baciliero, Pfeiffer, Munoz, Battaglia, Edika.