Δύο περίπου χιλιάδες Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι αγνοούνται μετά τις δικοινοτικές συγκρούσεις της δεκαετίας του ’60 και την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974. Εφτά συγγενείς αγνοουμένων θυμούνται τις οδυνηρές ιστορίες τους: από τις τελευταίες στιγμές μαζί τους, μέχρι τις πρόσφατες εκταφές που άρχισαν να ρίχνουν φως στην πιθανή μοίρα των αγαπημένων τους. Καθώς αγωνίζονται να συμβιβαστούν με το τι συνέβη τότε και τι τους επιφυλάσσει το μέλλον, οι ιστορίες τους αποκαλύπτουν πώς τα γεγονότα αυτά διαμόρφωσαν όχι μόνο τη ζωή τους αλλά και τη διαιρεμένη πατρίδα τους.
Έναυσμα για το ντοκιμαντέρ Σε τούτο το καρτέρι ήταν για την Άννα Τσιάρτα οι επιστροφές λειψάνων ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων το 2007, που μέχρι τότε θεωρούταν αγνοούμενοι. «Πήγα στην κηδεία του πατέρα ενός φίλου μου και ήταν συγκλονιστική αλλά και περίεργη εμπειρία. Ο κόσμος ήταν αμήχανος, δεν ήξερε πώς να αντιδράσει, να κλάψει ή να ανακουφιστεί που μετά από 33 χρόνια δόθηκε ένα τέλος; Όλο το καλοκαίρι του 2007 η κυπριακή κοινωνία ήταν εντελώς 'αλλού', υπήρχε μια τάση από την κυβέρνηση να κρατηθούν χαμηλοί τόνοι, το θέμα απασχόλησε πολύ λίγο τους δημοσιογράφους. Ένιωσα ότι κάτι πρέπει να κάνω», διηγήθηκε κατά τη διάρκεια συνέντευξη τύπου την Τετάρτη 16 Μαρτίου 2011, στο πλαίσιο του 13ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Σε ερώτηση για το πως κατάφερε να διατηρήσει την αντικειμενικότητά της σε ένα θέμα που την αφορά άμεσα, μιας και η ίδια είναι ελληνοκύπρια, υπογράμμισε: «Δεν είναι καθόλου εύκολο να είσαι ουδέτερος παρατηρητής. Ευτυχώς, συνεργάστηκα με μια Αμερικανή, η οποία που υπενθύμιζε πόσο σημαντικό είναι να διατηρώ την αντικειμενικότητά μου. Ωστόσο, δέχτηκα και σχόλια από Τουρκοκύπριους ότι η ταινία μου είναι ελληνοκυπριακή προπαγάνδα. Ενώ από την άλλη πλευρά, Ελληνοκύπριοι μου είπαν ότι η ταινία αφιερώνει πολύ χρόνο στους τουρκοκύπριους, την ώρα που η δική τους πλευρά υπέφερε περισσότερο». Η ίδια έκανε έρευνα σε αρχειακό υλικό από ξένα τηλεοπτικά δίκτυα όπως το ΒΒC θέλοντας να δει πως καταγράφηκαν τα γεγονότα από εξωτερικούς παρατηρητές. «Ήταν πολλά τα στοιχεία της ιστορίας που με εξόργισαν, κάποιες φορές σκέφτηκα ότι κάνω λάθος ντοκιμαντέρ και ότι έπρεπε να κάνω μια πολιτική ταινία με όλα όσα έγιναν. Όμως νομίζω ότι προηγούνταν μια ταινία που να καταγράφει τι πέρασαν αυτοί οι άνθρωποι, αναλώνοντας μια ζωή με την ελπίδα και την άγνοια για το αν ζουν οι αγαπημένοι τους».
(δ.τ.)